Επετειακή η συγκεκριμένη βραδιά, μιας και παρουσιάστηκε το πρόγραμμα της πρώτης συναυλίας της Καμεράτα πριν από 20 χρόνια, τα οποία έτσι κι αλλιώς βρίσκονται στο επίκεντρο εκδηλώσεων που σχετίζονται με τη δημοφιλή ορχήστρα. Δημοφιλή είπα; Λάθος, αν μη τι άλλο... Γιατί το βράδυ της Κυριακής στο Μέγαρο Μουσικής, όπως σημείωσε και ο ίδιος ο διευθυντής της –ο αξιότιμος κύριος Μυράτ– ήμασταν λίγοι. Και είναι άξιο απορίας πώς αυτή η σιδερένιας πειθαρχίας και ακριβολόγος ορχήστρα έχει όχι μόνο προβλήματα επιβίωσης (όπως πολλοί ίσως έχετε διαβάσει), αλλά κι ένα κοινό που ολοένα και συρρικνώνεται. Είναι επίσης άδικο, διότι η Καμεράτα διέπεται από πνοή θαλερής άνοιξης και ουχί ακαδημαϊκής κλεισούρας.

Το πλήρες πρόγραμμα της βραδιάς ήταν:

- Ottorino Respighi: Airs Et Danses Antiques
- Kurt Atterberg: Σουίτα αρ. 3 για βιολί, βιόλα και έγχορδα
- Ludwig van Beethoven: Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 14 σε ντο δίεση ελάσσονα, έργο 131

Kamerata_2Ας είναι βέβαια καλά η καταιγίς που κατέστησε την επάνοδό μου στην Αθήνα ασαφή στην ώρα της, έτσι ώστε να φθάσω στο Μέγαρο στις 20+37 –και να πληροφορηθώ φυσικά ότι, ως (πολύ σωστά) είθισται, θα πρέπει να περιμένω το τέλος του πρώτου μέρους (ήτοι του Respighi) για να μπω στην αίθουσα. Και το κακό είναι ότι, ένεκα περικοπών, οι κλασικές πλασματικές οθόνες δεν λειτουργούσαν εις το φουαγιέ κι έτσι μόνος οδηγός μου ήταν ο ήχος –ανακατεμένος δυστυχώς με μια όχληση προερχόμενη από τρεις από τις πέντε κυρίες οι οποίες είναι υπεύθυνες για την αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης. Βέβαια, αυτός και μόνο ο ήχος έφτανε για να διαπιστώσω ότι το έργο του Ιταλού συνθέτη και μελετητή εκτελείτο με πλήρη σαφήνεια, όντας πιστό στη δραματικότητα που απαντάται στα έργα του.

Όμως τι Atterberg ήταν αυτός; Εξ’ αρχής, όταν πληροφορήθηκα το πρόγραμμα, ενθουσιάστηκα που συμπεριλαμβανόταν έργο του Kurt Atterberg μιας και δηλώνω, αν όχι λάτρης, στα σίγουρα θαυμαστής του φλογερού στη γραφή Σουηδού συνθέτη. Δεν περίμενα όμως σε καμία περίπτωση μια τόσο κεντραρισμένη εκτέλεση όταν επιτέλους μπόρεσα να μπω στην αίθουσα και πήρα θέση, όσο στη σκηνή επανεμφανιζόταν ο Αλέξανδρος Μυράτ –άψογος μέσα στην όμορφη αντίθεση του μαύρου παντελονιού και του λευκού κλειστού σακακιού– μαζί με τις σολίστ της βραδιάς, την Αρετή Ζούλα (βιολί) και Αγγέλα Γιαννάκη (βιόλα), αντίστοιχα ντυμένες με ένα μακρύ ρουά μπλε φόρεμα και με ένα πράσινο robe drapee.

Kamerata_3

Και ο λόγος για τον οποίον ένιωσα έκπληξη με την απόδοση της Καμεράτα ήταν ότι σπανίως επιτυγχάνεται η σωστή ταχύτητα στη Σουίτα αρ. 3 για βιολί, βιόλα και έγχορδα. Διότι ή ακούμε ζάντες να σανιδώνουν πάνω σε συριστικές οιμωγές των εγχόρδων ή βλέπουμε τις (νοητές) κλίνες των μουσικών και των θεατών εξαιτίας της κοδεϊνικής υποταχύτητας με την οποία εκτελείται. Αλλά ο κύριος Μυράτ οδήγησε με στιβαρότητα το θαυμάσιο αυτό έργο και γευθήκαμε έτσι στιγμές ηχητικής καλαισθησίας, με μια σύνθεση που γεφυρώνει με απαράμιλλο τρόπο τον ρομαντισμό του 19ου αιώνα με τη σύγχρονη αντίληψη περί μελωδίας. Να σημειώσουμε τη νευρικότητα, σε ορισμένα σημεία, στο παίξιμο της κυρίας  Ζούλα, η οποία ωστόσο ποτέ δεν απέβη σε βάρος του έργου.

Ακολούθησε ένα εικοσάλεπτο περίπου διάλειμμα και ανάπαυση των ακροατών/θεατών, στο οποίο ηύρα την ευκαιρία (ερωτώντας εννοείται την ταξιθέτρια) να προσεδαφιστώ στην πρώτη σειρά, καθώς υπήρχαν θέσεις κενές. Ομολογώ ότι ήθελα να αναπνεύσω τον ήχο στην εγγύτερη δυνατή απόσταση από την Καμεράτα, καθώς το έργο του Μπετόβεν που θα ακολουθούσε το γνωρίζω καλά σε επίπεδο ενορχήστρωσης. Γι’ αυτό άλλωστε και τελικά με άφησε άναυδο –και η συγκεκριμένη παρτιτούρα, μα και η Καμεράτα. Γιατί ενώ στις δύο πρώτες κινήσεις αναγνωρίζει κανείς τις χαρακτηριστικές χαμηλές νότες του Μπετόβεν, στην τρίτη έρχεται η αποκάλυψη: τα κοψίματα και η όμοια, διακεκομμένης (αλλά σοφής) γραμμής, ενορχήστρωση υπήρξαν πρωτόγνωρα –για μένα τουλάχιστον. Παρατηρήθηκε δε μόλις ένα λάθος, στο σβήσιμο του κοντραμπάσου, κι αυτό στην αρχή της εκτέλεσης. Σε όλο το υπόλοιπο του έργου, η επίδοση της ορχήστρας υπήρξε χάρμα ώτων και οφθαλμών. Νεύρο και ακρίβεια. Θαυμάσια!

Kamerata_4

Ίσως, σκέφτηκα, αυτός να ήταν και ο λόγος που έκανε τον Αλέξανδρο Μυράτ –μετά το τέλος και αφού το κοινό τον έφερε τετράκις στη σκηνή καταχειροκροτώντας– να προβεί σε μια απευθείας, χωρίς καν μικρόφωνο, ιστορική ανακεφαλαίωση του έργου της Καμεράτα, τονίζοντας παράλληλα ότι «είμαστε λίγοι σήμερα». Ήταν ένας λόγος που έσφυζε από σαφήνεια, χιούμορ, περίσκεψη αλλά και σοβαρότητα. 

Αποτελεί καθήκον όλων μας, όσων παρακολουθούμε τη μουσική, να διαφυλάξουμε την επιβίωση μιας τέτοιας ορχήστρας. Όχι μόνο γιατί είναι πειθαρχημένη και ικανή, κι άλλες ορχήστρες διαθέτουν τέτοια προτερήματα. Αλλά γιατί ανήκει στα λίγα παραδείγματα ευθυτενούς πνεύματος στον πνευματικό ζόφο που έχει κατακλύσει εσχάτως αυτήν τη χώρα.


 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured