Γυαλιά ηλίου και κιμονό Σάββατο βράδυ στο An Club προϊδεάζουν για δήθεν καταστάσεις. Ωστόσο, οι Sleepin Pillow στέκονται όπως πρέπει πάνω στη σκηνή και δεν τους διακατέχει τέτοιος αέρας. Ίσα-ίσα: κάνουν το κομμάτι τους σεμνά και μάλιστα πολύ καλά. Ατμοσφαιρική εμφάνιση, όργανα σε σύμπνοια κι ένας συμπαθής frontman. Αν δεν τους έκανε νερά και ο ήχος σε κάποια σημεία, όλα θα ήταν στη θέση τους.
Πριν εμφανιστούν οι πολυαναμενόμενοι για το παρευρισκόμενο κοινό Θεσσαλονικείς, τη σκηνή κατέλαβαν οι Fool In The Box, εξ' Αθηνών ορμώμενοι. Από τη συνολική διάρκεια του 40λεπτου σετ τους, τα πρώτα 20 λεπτά θα τους τοποθετούσαν στη σφαίρα της μονοτονίας και τα επόμενα 20 σε εκείνη της επάρκειας. Ενώ η κιθάρα, το μπάσο και τα ντραμς έδεναν πολύ μεταξύ τους, η φωνή του τραγουδιστή δεν μου έδινε το επιθυμητό αποτέλεσμα: ακουγόταν τόσο επίπεδη ώστε με παρέπεμπε σε μοιρολόι –κάτι δυστυχώς αταίριαστο με το μουσικό τους εγχείρημα. Θα ήθελα, πάντως, να κάνω ειδική μνεία στον ντράμερ, ο οποίος είναι ο βασικός υπεύθυνος για τον ρυθμό που πήδαγε από το μελωδικό στο ωμό και πάλι πίσω.
Οι Sleepin Pillow, από την άλλη, δεν ανταποκρίνονται στο όνομα που έχουν επιλέξει για το σχήμα τους: στακάτος ήχος, κιθαριστικά ξεσπάσματα και μια γεύση από παραδοσιακά στοιχεία μόνο για ύπνο δεν σε στέλνουν. Ο τραγουδιστής –εν ονόματι Nomik (σε αυτόν τοποθετούνται τα γυαλιά ηλίου της εισαγωγής)– επέδειξε νεύρο μεν, καμία επιτήδευση δε. Ο μπασίστας ήταν τόσο νωχελικός μα συνάμα ουσιαστικός ώστε δικαιολογώ τελικά την αταίριαστη με τον χώρο του live αμφίεσή του (εδώ τοποθετείστε το κιμονό, ενίοτε και ακουστικά στα αυτιά του). Εκείνος όμως που έκλεψε την παράσταση, ο αφανής ήρωας κατά κάποιον τρόπο, ήταν ο Antoine στις (διάφορες) κιθάρες και στα keyboards. Γινόταν αισθητή η παρουσία του σε όσα ακούγονταν στο An, εκείνος όμως ήταν τοποθετημένος στην άκρη της σκηνής, ώστε να κάνει τα μικρά του θαύματα ανενόχλητος και μαζεμένος. Ο ντράμερ, από την άλλη, όταν η μπάντα δεν χρειαζόταν τις υπηρεσίες του, ξεκουραζόταν πάνω στα τύμπανά του. Και μόνο γι' αυτό τον θεωρώ τη μορφή της βραδιάς.
Μία εμφανώς αταίριαστη –στιλιστικά και από άποψη ταμπεραμέντου– μπάντα, κατάφερε λοιπόν να κερδίσει ένα γεμάτο An Club, φέρνοντας όλους τους παρευρισκομένους κοντά στη σκηνή και κάνοντας όλα τα κεφάλια να κουνηθούν ρυθμικά τουλάχιστον μία φορά. Μετά από κάθε τραγούδι, τα παιδιά από τη συμπρωτεύουσα δέχονταν την επιβράβευση που τους αναλογούσε, με την αποδοχή να αυξάνεται όσο περνούσε η ώρα. Ειδικά δε με τα “Pathetic”, “Masterpiece” και “Amplifier In My Heart” δημιούργησαν έναν μικρό χαμό στους από κάτω –όσο χαμό δηλαδή μπορείς να δημιουργήσεις με τις κατά περιστάσεις απόκοσμες μελωδίες τους και τη βγαλμένη από κάποια παλιά κασέτα φωνή του Nomik. Ο ήχος, όπως ανέφερα και παραπάνω, αδίκησε σε κάποιες στιγμές τον ντράμερ (άρα και την όλη απόδοση της μπάντας), αλλά κανείς εκατέρωθεν δεν πτοήθηκε και όλα τελικά εξελίχθηκαν ομαλά.
Για να πω την αλήθεια, πήγα με μισή καρδιά σε αυτό το live το Σάββατο. Παρ' όλα αυτά, οι Sleepin Pillow κατάφεραν και με κέρδισαν σταδιακά με την παρουσία τους. Καθ' όλη τη διάρκεια των δύο σχεδόν ωρών που έπαιξαν δεν με έκαναν να βαρεθώ: από τη μία η ιδιαιτερότητα του κάθε μέλους που μου τραβούσε το βλέμμα και από την άλλη ο ξεκάθαρος ήχος τους, μου έδειξαν πως οι Θεσσαλονικείς ξέρουν τι θέλουν να κάνουν και το κάνουν με αρμονία. Αυτή είναι και η λέξη που θα χρησιμοποιούσα για να χαρακτηρίσω το live τους και τη μουσική τους. Μια αρμονία ανάμεσα στη μπάντα κατά κύριο λόγο και, κατά δεύτερον, στο ύφος τους: τα post-rock στοιχεία τα οποία χρησιμοποιούν παράλληλα με τα παραδοσιακά δάνεια που θέλουν να εντάξουν, ανάμεσα σε ένα κράμα από εκρηκτικούς και νοσταλγικούς στίχους. Τι άλλο να ζητήσει κανείς αλήθεια από μία ζωντανή εμφάνιση;