Ήταν μέρες που ξυπνούσα με την αγωνία του live της Δευτέρας στην Τεχνόπολη. Το ξέρω ότι ακούγεται υπερβολικό, ειδικά μετά από ένα οργιώδες συναυλιακό καλοκαίρι –και έχω υποστεί μεγάλη καζούρα από πολλούς φίλους. Για μένα, όμως, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης είναι το κάτι άλλο. Το ζωντανό άλμπουμ του Εκτός Τόπου Και Χρόνου είχε στοιχειώσει το στερεοφωνικό μου για πολλά-πολλά χρόνια, καθώς, μέσα από την απλότητά του, κατάφερε να κατακτήσει στην καρδιά μου την πρώτη θέση live ελληνικού δίσκου –αφήνοντας Τα Ζωντανά του Θανάση Παπακωνσταντίνου δεύτερα και καταϊδρωμένα. Η αγωνία μου ωστόσο εντεινόταν ακόμα πιο πολύ από το γεγονός ότι έχω να τον δω στη σκηνή εδώ και τέσσερα χρόνια. Είναι μια συμφωνία που κάνω με τον εαυτό μου να μην «καίω» τις εμφανίσεις του: όχι γιατί φοβάμαι μήπως τον βαρεθώ, αλλά για να εκτιμάω περισσότερο τα συναισθήματα που με κατακλύζουν κάθε φορά που τις παρακολουθώ.
Ήδη από τις 20.30 ο κόσμος έξω από την Τεχνόπολη ήταν πολύς, αλλά δεν περίμενα σε καμία περίπτωση ότι θα έφτανε στα επίπεδα Μάλαμα της περασμένης Πέμπτης. Οι ηλικίες, επίσης, με εντυπωσίασαν: γυμνασιόπαιδα στην τελευταία ανάσα διακοπών πριν ανοίξουν τα σχολεία, φοιτητές που άφησαν το διάβασμα λόγω καταλήψεων, άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας οι οποίοι ήρθαν κατευθείαν απ’ τη δουλειά. Αυτή τη φορά η αναμονή για την έναρξη δεν ξεπέρασε το ακαδημαϊκό τέταρτο και η συναυλία άνοιξε με το μαγικό “Απόγευμα Στο Δέντρο”, ενορχηστρωμένο αλλιώτικα απ’ ότι το έχουμε συνηθίσει, με τη λύρα στη θέση του βιολιού να κάνει τη διαφορά. Σειρά πήρε ο «καταραμένος φίλος» “Edgar Allan Poe” και η “Μαύρη Πεταλούδα” δίνοντας στο πρόγραμμα, ήδη από την αρχή, το γνωστό ύφος του Ιωαννίδη. Το “Δε Μπορώ” το ξέκλεψε ενορχηστρωτικά από το πρόγραμμά του στον Ζυγό το 2007, όπου είχε διασκευάσει τα ίδια τα τραγούδια του: ακούγοντάς το θυμήθηκα πόσο μου άρεσε εκείνη η παράσταση με τα γνωστά, αλλά αγνώριστα κομμάτια.
Οι δίσκοι που κυριάρχησαν στο setlist της Δευτέρας ήταν ο Ανεμοδείκτης και οι Περιπέτειες Ενός Προσκυνητή, με τον πρώτο, ωστόσο να ξεσηκώνει περισσότερο τον κόσμο. Οι καλύτερες δε στιγμές ήρθαν λίγο πριν το τέλος, με το κομμάτι “Χατζιδακειάς” –γραμμένο από τον Νίκο Γκάτσο και μελοποιημένο από τον Αλκίνοο Ιωαννίδη για τον Μάνο Χατζιδάκι– αλλά και την “Πατρίδα”, το καυστικότερο κομμάτι της Νεροποντής. Κάπου εκεί γύρισε και στα παλιά, με την “Αγορά Του Αλ Χαλίλι” και το “Όνειρο Ήτανε” να κάνουν τον κόσμο να τραγουδά δυνατά, όπως ήταν αναμενόμενο. Για το encore ο Ιωαννίδης φύλαξε την “Παράκληση” και το “Ήταν Ανάγκη” και παρόλο που αρκετός κόσμος είχε πια αποχωρήσει –ήταν η ώρα των τελευταίων συρμών του μετρό– η Τεχνόπολη έμοιαζε σαν να μην είχε αδειάσει καθόλου.
Δεν περίμενα ότι θα βρω κάτι να με ενοχλήσει στο συγκεκριμένο live, κυρίως επειδή, όταν απολαμβάνω τόσο μια συναυλία, τα διάφορα μικρά ψεγάδια περνάνε από δίπλα μου χωρίς να τους δώσω μεγάλη σημασία. Όταν, όμως, χρειάστηκε να προχωρήσω προς το πίσω μέρος του χώρου –στο γρασίδι– διαπίστωσα ότι, ενώ ο ήχος μέχρι το ύψος του φουγάρου ήταν αρκετά καλός, μετά το σημείο εκείνο ήταν ελλιπέστατος –με αποτέλεσμα, όταν ο Αλκίνοος Ιωαννίδης προλόγιζε κάποιο κομμάτι του, να μην ακούγεται σχεδόν τίποτα… Δεν το θεωρώ και εντελώς παράλογο, βέβαια, μιας και η Τεχνόπολη δεν ενδείκνυται, κατά τη γνώμη, μου για συναυλίες με τόσο πολύ κόσμο. Χίλιοι καλοί μπορεί να χωράνε, όταν, όμως μιλάμε για τέσσερις και πέντε χιλιάδες το πράγμα ξεφεύγει. Και είναι πολύ κρίμα άνθρωποι οι οποίοι έχουν πληρώσει 18 ευρώ στους καιρούς που διανύουμε να μην απολαμβάνουν όπως πρέπει ένα τέτοιο μουσικό γεγονός.
Δεν ξέρω πότε θα ξαναδώ τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, ούτε και πού. Λίγη σημασία έχει, βέβαια, αφού ξέρω πως και τότε θα απολαύσω το καθετί στη συναυλία του: από τη μελαγχολική φωνή του μέχρι τα καυστικά αστεία του –όπως και κάθε φορά, άλλωστε.