Πολλές οι προσδοκίες, όταν αφορμή για τη συναυλιακή συνεύρεση της Μαρίας Φαραντούρη και του Αλκίνοου Ιωαννίδη στο Μέγαρο Μουσικής ήταν τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Γκάτσου –ειδικά αφού το αφιέρωμα επαναλαμβανόταν, μετά τις πρώτες πολύ επιτυχημένες συναυλίες του Ιανουαρίου. Η αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» γέμιζε λοιπόν με γοργούς ρυθμούς την Κυριακή το βράδυ, αλλά αυτό που διαπίστωσα για ακόμα μία φορά ήταν ότι είμαστε πλέον μια χώρα στην καρέκλα του ψυχαναλυτή... Από αριστερά, δεξιά, μπρος, πίσω, άκουγα τη γνωστή επωδό: «Τέτοιοι που είμαστε καλά να πάθουμε!», «Μόνο στην Ελλάδα γίνονται αυτά τα πράγματα» και πάει λέγοντας. Για να μην παρεξηγηθώ, οι αφορμές των σχολίων δεν είχαν να κάνουν με τη συναυλία. Απλά εκείνη την ώρα σκέφτηκα ότι επιτέλους είχαμε μπροστά μας ένα τρίωρο για να ξεχάσουμε ό,τι μας πληγώνει, ό,τι και όποιον κυνηγά τη ζωή μας…
Δέκα λεπτά πριν τις εννιά, το κοινό υποδέχτηκε τους τρεις ερμηνευτές με θερμό χειροκρότημα. Η Μαρία Φαραντούρη υποβασταζόταν διακριτικά από τους συνερμηνευτές της, αφού –όπως μας εξήγησε μόλις πήρε το μικρόφωνο– πριν από λίγο καιρό υποβλήθηκε σε επέμβαση στο πόδι της και δεν είχε αναρρώσει ακόμα πλήρως. Με ζεστασιά στη φωνή και με καλοσυνάτη ευγένεια οικοδέσποινας, μάς μίλησε για το τι θα ακούγαμε κατά τη διάρκεια της βραδιάς ενώ «χάιδεψε» με γενναιόδωρες φιλοφρονήσεις τους νεότερους της παρέας, τον Αλκίνοο Ιωαννίδη και τον Βασίλη Γισδάκη. Δεν παρέλειψε δε να κάνει κι ένα σχόλιο για το δράμα που ζούμε ως Έλληνες πολίτες, λέγοντας ότι πρέπει να διατηρήσουμε το όνειρο γιατί «…με το όνειρο μόνο μπορεί να έχει κανείς ελπίδα». Και η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά άκουγα άνθρωπο να μιλάει, όχι να τραγουδάει, κι όμως η φωνή του να είναι τόσο μελωδική, με αψεγάδιαστες παύσεις και αναπνοές.
Η βραδιά άνοιξε με τριφωνία των τριών ερμηνευτών στο “T’ Αστέρι Του Βοριά”, προϊδεάζοντάς μας με τον καλύτερο τρόπο για τη συνέχεια. Ακολούθησαν δύο συνθέσεις του Μάνου Χατζιδάκι: “Με Την Ελλάδα Καραβοκύρη” και “O Eφιάλτης Της Περσεφόνης”, ερμηνευμένα συγκλονιστικά από τη Φαραντούρη. Δεν την είχα ξαναδεί ζωντανά –παρά μόνο μέσα από τα αποσπάσματα των ιστορικών συναυλιών με τον Μίκη Θεοδωράκη κατά τη διάρκεια της Χούντας που βλέπουμε συνήθως από τα κρατικά κανάλια στις 17 Νοέμβρη. Την αξία της ως μία από τις σημαντικότερες Ελληνίδες ερμηνεύτριες την ήξερα, όμως ομολογώ ότι μόνο όταν άκουσα την υπέροχη κοντράλτο φωνή της να κατακλύζει το κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής αντιλήφθηκα πόσο άνισα είναι τα μεγέθη, πόσο οι συγκρίσεις δεν έχουν νόημα…
Στη συνέχεια, μαζί με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, η Φαραντούρη ερμήνευσε το “Mατωμένο Φεγγάρι” –τραγούδι που όπως φάνηκε αγαπάει ιδιαιτέρως, αφού έχει πει γι’ αυτό ότι: «Είναι ιδιαίτερης σημασίας για μένα το γεγονός ότι το πρώτο τραγούδι που τραγούδησα, και που μου το εμπιστεύθηκε ο Μίκης Θεοδωράκης, ήταν σε στίχους του Γκάτσου». Συνεχίζοντας τον «κύκλο Θεοδωράκη» ερμήνευσαν τη “Mυρτιά” μεταφέροντάς μας σε μια ηλιόλουστη Ελλάδα του 1960, όπου σίγουρα τα πράγματα ήταν εξίσου σκληρά όμως με άλλους όρους και κανόνες. Η σκυτάλη πέρασε κατόπιν στον Βασίλη Γισδάκη, ο οποίος ερμήνευσε καταπληκτικά το “Μια Φορά Κι Έναν Καιρό” του Χατζιδάκι, το οποίο πρωτογνωρίσαμε από τη Δήμητρα Γαλάνη στον δίσκο Αθανασία αλλά και από την Έλλη Πασπαλά στη Ρωμαϊκή Αγορά.
Καθώς τα λόγια του Γκάτσου χάιδευαν τ’ αυτιά μας, μου έγινε ακόμη πιο έντονη η αίσθηση ότι αυτός ο δημιουργικός πλούτος δεν ήταν τυχαίος. Προφανώς εκείνη η δημιουργική γενιά βρισκόταν σε ένα διαρκές δημιουργικό αλισβερίσι. Ο ένας ενέπνεε τον άλλο, ακόμα και ο περίφημος ανταγωνισμός μεταξύ Θεοδωράκη και Χατζιδάκι (εάν υπήρχε) απέβη εξαιρετικά δημιουργικός. Ο ποιητής που τάραξε τα νερά της μεταπολεμικής λογοτεχνίας με την Αμοργό –τη μοναδική του ποιητική συλλογή η οποία εκδόθηκε– υπήρξε μέλος μιας θρυλικής παρέας της διανόησης: Χατζιδάκις, Ελύτης, Αργυράκης, Μποσταντζόγλου, Τσαρούχης. Όλοι τους ογκόλιθοι της εποχής εκείνης και όχι μόνο βέβαια. Το πρώτο μέρος έκλεισε με το ντουέτο Ιωαννίδη-Γισδάκη στην “Περιμπανού” και τους τρεις στην πιο άτυχη κατά τη γνώμη μου στιγμή της βραδιάς, το “Αν Θυμηθείς Τ’ Όνειρό Μου”.
Το δεύτερο μέρος ξεκίνησε μετά από ένα ασυνήθιστα μεγάλης διάρκειας διάλλειμα –για τα μέτρα του Μεγάρου– με δύο συνθέσεις του Αλκίνοου Ιωαννίδη πάνω σε δύο σατιρικά ποιήματα του Γκάτσου: το “Σκουπιδαριό” και τη “Χατζιδακιάδα”, στο οποίο, όπως μαρτυρά και ο τίτλος, ο ποιητής διακατέχεται από πειρακτική διάθεση προς τον καλό του φίλο. Και οι δύο συνθέσεις άφησαν άριστες εντυπώσεις και στη γράφουσα αλλά και στο κοινό, όπως κατάλαβα από το θερμό χειροκρότημα και τις λοιπές αντιδράσεις. Εξαιρετικές επίσης ήταν οι ενορχηστρώσεις των κομματιών. Παιχνιδιάρικες, όπως άρμοζε στο περιεχόμενο των στίχων, αναδεικνύοντας τον ρόλο του κάθε οργάνου ξεχωριστά. Κορυφαία η ερμηνεία της Φαραντούρη στο “Xάρτινο Το Φεγγαράκι”, το πολυαγαπημένο όλων πιστεύω. Το πρωτογνωρίσαμε βέβαια με τη Νάνα Μούσχουρη, αλλά το αγαπήσαμε ιδιαιτέρως από τη Μελίνα Μερκούρη. Όμως και ο Ιωαννίδη στον “Kεμάλ” έκλεψε τις εντυπώσεις και απέδειξε για μία ακόμη φορά ότι του ταιριάζουν τα επικά τραγούδια, ενώ έδωσε μια ερμηνεία αντάξια θα έλεγα αυτής του Βασίλη Λέκκα –την οποία θεωρούσα αξεπέραστη.
Μπαίνοντας στην τελική ευθεία της βραδιάς, ακούστηκε ένα εξαιρετικό χασάπικο διά χειρός Θεοδωράκη, προκαλώντας το ρυθμικό χειροκρότημα του κόσμου που έδειχνε να θέλει να εκτονωθεί. Το “Στράτα Τη Στράτα” λοιπόν ήρθε να ανοίξει τον δρόμο για τον τελευταίο κύκλο τραγουδιών, σε σύνθεση του Σταύρου Ξαρχάκου. Το “Πρακτορείο”, το “Mάνα Μου Ελλάς” και το “Δίχτυ” (από το σάουντρακ για την ταινία Ρεμπέτικο του Κώστα Φέρρη) έκαναν το καλύτερο φινάλε μην αφήνοντας κανέναν πιστεύω ασυγκίνητο, ενώ οι πρωταγωνιστές της βραδιάς έκλεισαν επαναλαμβάνοντας τη «χατζιδακιάδα» για να μην αποχωρήσουμε φορτισμένοι, όπως είπε και η Φαραντούρη –η οποία απέδειξε ξανά ότι αποτελεί ένα σπουδαίο κεφάλαιο για την ελληνική μουσική, μια πραγματική ντίβα.
Να μην παραλείψω να αναφέρω ότι τους ερμηνευτές συνόδεψε η Ορχήστρα Των Χρωμάτων, με μαέστρο βέβαια τον εξαιρετικό Μίλτο Λογιάδη, ενώ στο πιάνο βρισκόταν η σολίστ Ιρίνα Βαλεντίνοβα. Εν κατακλείδι, παραθέτω την άποψη του Οδυσσέα Ελύτη για τον ποιητή Νίκο Γκάτσο:
«Ο Νίκος Γκάτσος δεν πήγε ποτέ στην Αμοργό. Δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη. Μας αποκάλυψε σε όλο το ποιητικό του μεγαλείο τον Λόρκα. Ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος, κατά τον Μάνο Χατζιδάκι. Έλεγε τα απαραίτητα. Έζησε βίον ασκητικόν. Μακριά από την πολλή συνάφεια του κόσμου και τες πολλές κινήσεις και ομιλίες, κατά τον Αλεξανδρινό. Εσιώπησε πολύ... Και τραγούδησε απίστευτα! Οι στίχοι των τραγουδιών του, πραγματικά ποιήματα οι περισσότεροι, μας διδάσκουν τι πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής».