Ο ναός της jazz στην Αθήνα, το Half Note, φλερτάρει τον τελευταίο καιρό με το ελληνικό τραγούδι. Κάπως έτσι, την Παρασκευή που μας πέρασε βρέθηκαν στη σκηνή του οι Θεσσαλονικείς Cabaret Balkan παρέα με τη λαϊκοέντεχνη Γιώτα Νέγκα. Ο κόσμος από κάτω είναι τόσος ώστε να μη νιώθεις ασφυκτικά από τον καθιερωμένο συνωστισμό σε τέτοια μαγαζιά και αρκετός για να νιώσουν καλά οι καλλιτέχνες επί σκηνής, ότι δεν τραγουδάνε σε ένα μισοάδειο μαγαζί.
Δεν αργεί να ξεκινήσει το πρόγραμμα και, εκεί κατά τις 11 παρά, οι Cabaret Balkan ανεβαίνουν στη σκηνή με πολύ ενέργεια. Έχουν πλάκα εξωστρεφείς, κεφάτοι, φαίνεται να έχουν μία ανάγκη να μεταδώσουν θετικά βάιμπς στο κοινό από το πρώτο τους τραγούδι. Το κοινό πάλι είναι λίγο μουδιασμένο: οι περισσότεροι έχουν πατήσει τα -ήντα και νιώθω ότι το όνομα της Νέγκα είναι αυτό που στάθηκε δέλεαρ για τη νυχτερινή τους έξοδο. Η Νέγκα βρίσκεται εκεί άλλωστε για να βοηθήσει τα παιδιά και να τα γνωρίσει στον κόσμο, αλλά και να πειραματιστεί και η ίδια με διαφορετικές μουσικές. Τα παιδιά είναι εκεί για κάνουν αυτό που ξέρουν καλά και να κοινωνήσουν τον αυθορμητισμό τους και την αγάπη τους για τη μουσική στο αθηναϊκό κοινό.
Βαλκανικοί ήχοι, ροκ διαθέσεις, μουσικές του δρόμου με πολύ κέφι απλώνονται στον χώρο. Τούμπα, ακορντεόν, σαξόφωνο, νταούλι –ένας σχεδόν ιδανικός συνδυασμός για να ξεσηκώσεις αυτόν που αγαπά τις παραδοσιακές και μη μουσικές. Η Νέγκα εμφανίζεται και τραγουδά ό,τι δεν περιμένεις και σχεδόν περιμένεις, από το “Sweet Dreams” και το “Hit The Road Jack” μέχρι τα “Λιανοχορταρούδια” και το “Να ’Χα Δυο Ζωές”. Μίξεις ακούμε συνέχεια, όπως μας έχουν συνηθίσει οι Imam Baildί και οι Burger Project. Έντονος διονυσιασμός, χοροπηδητό επί σκηνής κι ένας πλουραλισμός από ήχους που καταφέρνουν να συνδυάσουν το ανοίκειο του Αγγλοσάξονα με το οικείο της Ανατολής. Εύκολη συνταγή, θα μου πεις, και θα σου πω κι εγώ ότι δεν έχεις άδικο.
Το θέμα όμως δεν είναι εκεί. Το θέμα μου είναι ότι μπάντες σαν τους Cabaret Balkan αποτελούν τη συνέχεια εκείνων των οργανοπαιχτών οι οποίοι ξεσήκωναν τον κόσμο με το κλαρίνο, τον τζουρά και τα νταούλια σε ένα λαϊκό πανηγύρι, και όλοι μαζί γίνονταν πρωταγωνιστές-τελεστές σε έναν συνεχόμενο μουσικό και χορευτικό διάλογο. Ως συνέχεια λοιπών εκείνων, αντί να χυθούν ανάμεσα στον κόσμο και να τον ξεσηκώσουν, κάνουν ένα λάθος: παραμένουν σε απόσταση, στη σκηνή και απαιτούν τον διονυσιασμό να εισχωρήσει στο κορμί του σύγχρονου θεατή. Και τσαντίζομαι. Γιατί ξέρει ο εκάστοτε μουσικός ότι εδώ χρειάζεται επαφή, να κατέβει από τη σκηνή και να γίνει ένα με τον κόσμο. Ο παιχνιδιάρης Θάνος Σταυρίδης το κάνει, αφήνει για λίγο το ακορντεόν, πιάνει το νταούλι και κατεβαίνει στον κόσμο. Ε, αυτό ήταν! Ο ήχος του κρουστού που δονείται δίπλα σου σε κάνει να μπαίνεις στο νόημα. Αυτή ήταν κι η μοναδική στιγμή όπου νιώσαμε ότι ήμασταν ένα κομμάτι αυτού του γλεντιού που τόσο επιζητούσαν όλοι τους εκεί πάνω και όλοι μας εδώ από κάτω.
Η Nέγκα, για το τέλος, μας χαρίζει το “Με Τα Μάτια Κλειστά”, το οποίο –λόγω ύφους– χώραγε μόνο στο encore. Χειροκρότημα και τέλος της παράστασης, που ευτυχώς κράτησε όσο έπρεπε. Τα καλά και κακά σχόλια έξω από το μαγαζί, ως είθισται, δίνουν και παίρνουν. Ακούω τον ντράμερ να λέει σε μία όμορφη groupie ότι ήταν λίγο μαγκωμένοι λόγω πρεμιέρας. Μια κυρία με ύφος ειδικού μιλούσε για τον κακό ήχο που αδικούσε την παράσταση (μεταξύ μας δεν είχε κι άδικο), ενώ ένας γραβατωμένος κύριος κάπνιζε και προσπαθούσε να μάθει αγωνιωδώς το όνομα της τραγουδίστριας που δεν ήξερε καθόλου!! Με αυτά και με εκείνα, η ώρα είχε πάει κιόλας δύο και κάτι…