Τελικά υπάρχουν αξίες στην μουσική που δεν θα πάψουν να υφίστανται ποτέ και δεν κινδυνεύουν ούτε στο ελάχιστο από την όποια ψευτοκυριαρχία της ευκολίας και του ανόητου lifestyle. Μία από αυτές είναι και η Μαρίζα Κωχ. Όχι απλά μια ξεχωριστή ερμηνεύτρια και μια αξιόλογη συνθέτης, αλλά μία προσωπικότητα με σπουδαίο καλλιτεχνικό εκτόπισμα. Τη σημαντικότητά της είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε όλοι όσοι βρεθήκαμε Σάββατο βράδυ στον Χώρο Πολιτισμού στο Ρουφ, βιώνοντας μία μοναδική εμπειρία.
Δεν είναι μόνο η συγκλονιστική ερμηνεία της Κωχ –στιβαρή, λυρική, αέρινη, θεατρική, βιωματική και εκφραστική από το θαυμάσιο λαρύγγι μέχρι την έκφραση του προσώπου και τις κινήσεις των χεριών. Δεν είναι το εξαιρετικό ρεπερτόριο που αποτελεί τη βάση για ουσιαστική ψυχαγωγία. Δεν είναι οι εξαίρετοι μουσικοί με τις λιτές, αλλά περίτεχνες ενορχηστρώσεις. Δεν είναι ούτε η απόλυτα προσεγμένη δομή. Είναι όλα αυτά μαζί που δημιουργούν την καλλιτεχνική μέθεξη και της δίνουν βιωματικό χαρακτήρα.
Από τις πρώτες νότες του “Χάθηκα” του Μίκη Θεοδωράκη, με το οποίο και ξεκίνησε η παράσταση («Και το λιμάνι είναι μικρό/Είναι μικρό, γιατί ήμουν πάντα μόνος και θα ’μαι πάντα μόνος…»), καταλάβαμε ότι θα παρακολουθούσαμε ένα πρόγραμμα κάθε άλλο παρά συνηθισμένο. Και η συνέχεια το απέδειξε. Με την κιθάρα του Βασίλη Ρακόπουλου να συνδιαλέγεται με τη μοναδική φωνή της Κωχ, βιώσαμε ένα πρώτο μέρος με βαθιά εσωτερικότητα, αλλά και δυνατές ερμηνευτικές και εκτελεστικές στιγμές. Το τζαζ παίξιμο του Ρακόπουλου διαδεχόταν το έντεχνο κι έκλεινε το μάτι στα fados, ενώ η Κωχ ισορροπούσε αξιοθαύμαστα στις ερμηνευτικές της ακροβασίες, θυμίζοντάς μας με τόλμη αρκετά ξεχασμένα της τραγούδια: “Έλα Βράδυ Αγαπημένο”, “Βγες Ένα Βήμα Μπροστά”, “Η Μπαλάντα Του Καλού Τεχνίτη”, “Ζεϊμπέκικο Για Σένα”, “Δεν Ειν' Αυτή Ζωή”, “Μια Εργατούπολη”, “Κλαις Για Μένα Μάνα” και τη “Διπλή Βάρδια” σε μία υπέροχη μπλουζ διασκευή. «Ήμασταν κι εμείς μέρος του λαϊκισμού των γηπεδικών εκτονώσεων και τώρα, μη νομίζετε, από τύψεις σας παίζουμε αυτά τα κομμάτια», σχολίασε με αυτοσαρκαστικό χιούμορ κάποια στιγμή η ερμηνεύτρια –μακριά από την πληθωρική μεταπολιτευτική της φιγούρα.
Η εσωτερικότητα συνεχίστηκε και στο δεύτερο μέρος, αυτή τη φορά με τον Γιώργο Σαλβάνο στο πιάνο, αλλά με σαφώς πιο γνωστά τραγούδια, καθώς σειρά πήρε ο Καββαδίας: το “Πούσι”, ο “Μουσώνας”, το “Νανούρισμα” και φυσικά η “Fata Morgana”, τραγουδισμένη από όλους τους παρευρισκόμενους μαζί. Όπως πιο συμμετοχικός ήταν και ο τρίτος κύκλος της βραδιάς, με τον Τσιτσάνη να κυριαρχεί, όπως μόνο η Κωχ ξέρει να τον συστήνει εδώ και χρόνια: “Κάθε Βράδυ Πάντα Λυπημένη”, “Νύχτες Μαγικές”, “Μάγισσα Της Αραπιάς”, για να φτάσουμε προς το τέλος να μαγευτούμε από το άλλο “Νανούρισμα” που έχει πει συγκλονιστικά, αυτό του Μάνου Λοΐζου και του Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Στο κλείσιμο μαζί με τον Ηλία Βαμβακούση –έναν νέο τραγουδοποιό, που είχε προηγηθεί της εμφάνισης της Κωχ– οι δυο τους μας έκαναν να υποκλιθούμε στο μεγαλείο του χατζιδακικού “Κεμάλ”. Κυρίως, όμως, υποκλιθήκαμε και καταχειροκροτήσαμε μία χαρισματική καλλιτέχνιδα, μία σπουδαία γυναίκα της μουσικής, μία προσωπικότητα που συνέχεια ψάχνεται, μας εκπλήσσει και μας συγκινεί. Τη Μαρίζα Κωχ.