Στέκομαι μπροστά στην επιβλητική είσοδο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, και –αφήνοντας κατά μέρος την ενοχλημένη μου αισθητική από τις ψευδείς υπερβολές μιας μοντερνιστικής και μορφολάγνας αρχιτεκτονικής– μπαίνω μέσα, με το μυαλό να αδημονεί εδώ και ώρα για την παράσταση Retropolis.
Είναι τα ονόματα των πολλών καλλιτεχνών, είναι ο ρομαντικός κόσμος της ρετρό εποχής, είναι ότι μαζεύτηκαν μικρές καλλιτεχνικές δυνάμεις της πόλης για μια παράσταση που έχει τα φόντα να γίνει «talk of the town», ώστε δεν δίνω καθόλου σημασία στον ερασιτεχνισμό της διοργάνωσης και στο εμφανές άγχος των υπαλλήλων, το οποίο τους εμπόδιζε να αντεπεξέλθουν με τον επαγγελματισμό που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στις μικρές υποχρεώσεις τους. Η χάρτινη σακούλα με δωράκια το CD της παράστασης και το όμορφο τεύχος της free press Metropolis (αφιερωμένο στη βραδιά), καταφέρνουν να εξευμενίσουν τη διάθεση.
Η παράσταση αρχίζει, και όσο παρακολουθείς τόσο αναρωτιέσαι, και όσο περνάει η ώρα τόσο μπερδεύεσαι. Νομίζω ότι η λέξη «σύγχυση» είναι ο κατάλληλος όρος για να περιγράψει αυτό που παρακολουθούμε οι θεατές και αυτό που ζουν οι συντελεστές. Μου γεννιέται η απορία γιατί δεν επιστρατεύσανε έναν σκηνοθέτη για να έρθει να δομήσει το ανερμάτιστο πράγμα το οποίο παρακολουθώ. Από δίπλα με σκουντάνε και μου δείχνουν το όνομα του σκηνοθέτη. Υπάρχει τελικά σκηνοθέτης –κι εγώ συνεχίζω να απορώ, διπλά.
Να το πιάσω από την αρχή, όμως. Το όλο Retropolis concept πραγματεύεται το ελαφρύ τραγούδι του Μεσοπολέμου. Ο ηθοποιός Δημήτρης Πασσάς είναι ο παρουσιαστής της βραδιάς και με την εμφάνισή του προδιαθέτει το κοινό για έναν ρόλο ιδιαίτερο, κάτι σαν συνδετικό κρίκο μεταξύ των διαφορετικής αισθητικής καλλιτεχνών που θα ανέβουν στη σκηνή του Ιδρύματος Κακογιάννη. Αλλά στην πορεία αυτό μάλλον χάνεται: ο Πασσάς καταλήγει να προλογίζει απλά το κάθε τραγούδι, καθώς τα κείμενα δεν του αφήνουν περιθώριο να χτίσει τον ρόλο του. Τα τελευταία θεωρώ πως μπορούσαν να εμπεριέχουν περισσότερη θεατρικότητα και να απέφευγαν ορισμένες πληροφορίες οι οποίες δεν χρειάζονταν.
Εντωμεταξύ, οι συμμετέχοντες καλλιτέχνες μπαινοβγαίνουν δίχως καμία διάθεση εναρμόνισης σε μία κοινή αισθητική γραμμή. Ο καθείς με λίγα λόγια βαράει το ντέφι του στο δικό του πανηγύρι. Η Κρίνθη Ζήρα και ο Κώστας Δαλακούρας εμφανίζονται με φτερά, πούπουλα και ψηλά καπέλα να αποδώσουν με ιδιαίτερο τρόπο το “Μαραμένα Τα Γιούλια”, ενώ οι Full Tattoo που τραγουδούν το “Είμαι Ερωτευμένος Με Τα Μάτια Σου” ανεβαίνουν στη σκηνή με casual dress code –σκισμένο τζιν και σταμπωτό T-shirt, άρτι αφιχθέντες από το Schoοlwave της γειτονιάς τους. Ο Στάθης Δρογώσης πάλι έβαλε κάτι πρόχειρο και ήρθε, είπε δυο λόγια και για τον εκλιπόντα Βέγγο, τραγούδησε κι έφυγε. Η Ελεάννα Ζεγκίνογλου έφερε μαζί της το πιάνο της και θεώρησε λογικό να προλογίσει τους μουσικούς που τη συνοδεύουν (πριν και μετά από αυτήν κανείς δεν το έπραξε...). Ο Πασσάς –για άγνωστους λόγους– τραγουδάει playback με τη φωνή του Χριστοδούλου το “Ζητάτε Να Σας Πω”, ο οποίος, για να μπερδευτώ ακόμα περισσότερο, κάθεται δίπλα μου!! Η Σοφία Κωνσταντινίδου εντωμεταξύ αποφασίζει να χορέψει ένα φλαμένκο πριν τραγουδήσει το “Σε Λυπάμαι”, ενώ ο σκηνοθέτης έκρινε απαραίτητο ότι η εμφάνιση του Μουστάκα με το Δίδυμο (στο τραγούδι “Θα Σ’ Εκδικηθώ”) έπρεπε να υπηρετήσει τις νέες τεχνολογίες –το προβάλλει έτσι σε βιντεοκλίπ, σε οθόνη προβολής.
Στο μεταξύ τα μικρόφωνα κλείνουν, μικρά τεχνικά λάθη γίνονται συνέχεια, ο ευτραφής κύριος πίσω από τη σκηνή εμφανίζεται συχνά-πυκνά να ρυθμίζει τα όργανα και ο παρουσιαστής αποφασίζει να δώσει ένα κίτρινο λουλούδι στην, καθήμενη στη πρώτη σειρά, Ηρώ Σαΐα –το γιατί, δεν το κατάλαβε κανείς. Τα απίστευτα κενά χρόνου μέχρι να αλλάξουν θέσεις τα όργανα γινόντουσαν όλο και μεγαλύτερα όσο περνούσε η ώρα, δημιουργώντας έτσι μεγάλη κοιλιά στη ροή της συναυλίας και φυσικά την αντίστοιχη βαρεμάρα στο κοινό. Προσωπικά αποσυντονίστηκα πολλές φορές και επίσης πολλές φορές έκανα προσπάθεια να ακολουθήσω κείμενο, τραγούδι, αστειάκια του παρουσιαστή και μικρές σκηνοθετικές λεπτομέρειες οι οποίες υποθέτω ότι είχαν λόγο ύπαρξης, αλλά εμένα μου ξέφευγαν.
Αν γίνομαι λίγο παραπάνω γλαφυρός είναι γιατί είχαμε να κάνουμε με μία ενδιαφέρουσα και αισθητικά πλουραλιστική προσέγγιση του ελαφρού τραγουδιού. Δεν ακούστηκαν κακά τραγούδια στο Retropolis, αντιθέτως υπήρξαν καλές στιγμές όπως εκείνη των Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη & Μαρίας Παπαγεωργίου στον “Πασατέμπο” του Χιώτη, του Tareq και του Χάρη Αττώνη στο “Πέρσι Τέτοιο Καιρό”, τη μπλουζ εκδοχή των Jim Difusion στο “Τι Μάτια”, την αγγλική εκδοχή του “Πόσο Λυπάμαι” από τους Empty Frame και την κωμική ερμηνεία της Ελεάννας Ζεγκίνογλου στο “Δε Σου Πάει Το Πάχος Δημητράκη” του Αττίκ.
Όλα αυτά, όμως, καταποντίστηκαν από μία άνευρη και ερασιτεχνική σκηνοθεσία, η οποία δεν με έπεισε ούτε μία στιγμή ότι μπόρεσε να θέσει απλές βάσεις για μία συγκροτημένη παράσταση. Κρίμα... Αντ’ αυτού, αναζητήστε το CD του Retropolis, θα περάσετε σαφώς καλύτερα.