Βλέποντας μόνο τις πλαϊνές θέσεις του Badminton να έχουν μείνει κενές καθώς τα φώτα έκλειναν για να ξεκινήσει η παράσταση, αναλογίστηκα ότι οι Dirty Granny Tales τα κατάφεραν. Αργά, μεθοδικά, με μόνα όπλα τους το ταλέντο και τη δουλειά τους και χωρίς βοήθεια από τους μάνατζερ του hype, διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα. Και φτάσανε έτσι να γεμίζουν παραπάνω από ικανοποιητικά ένα θέατρο σαν το Badminton και μάλιστα με ετερόκλητο κοινό –δεν είχαν έρθει μόνο οι «δικοί τους» να τους δουν, αλλά και κόσμος που δεν φανταζόσουν ότι θα ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο.
Αν και μετά το τέλος του πρώτου τραγουδιού δεν έπεσε χειροκρότημα, βιάστηκα να βγάλω περαιτέρω θετικά συμπεράσματα για τον κόσμο. Σκέφτηκα δηλαδή προς στιγμή ότι το κοινό ήταν εκπαιδευμένο, είχε κατανοήσει ότι επρόκειτο να δει κάτι που περισσότερο στις παραστάσεις ανήκει, παρά στις συναυλίες και περίμενε έτσι το φινάλε για να χειροκροτήσει. Άλλωστε οι Dirty Granny Tales είχαν πάντα μια ολιστική άποψη για το ζήτημα –γι’ αυτό και τους κατανοείς καλύτερα βλέποντάς τους στη σκηνή, παρά ακούγοντάς τους σπίτι σου. Αλλά με το τέλος του δεύτερου τραγουδιού διαψεύστηκα: στο εξής το χειροκρότημα θα έπεφτε με ρυθμό συναυλίας κι ας τήρησε το γκρουπ τον κώδικα της παράστασης με τη διπλή έξοδο όλων των συντελεστών στο τέλος. Δεν πειράζει, είχε υποθέτω μεγαλύτερη σημασία ο ενθουσιασμός του κόσμου και το ζεστό του, δυνατό χειροκρότημα.
Η νέα τώρα παράσταση των Dirty Granny Tales αφήνει πίσω της την τριλογία με την οποία καθιερώθηκαν και έχει ως κεντρικό της θέμα την απόρριψη. Η –χαλαρή– έμπνευση πίσω της είναι η ζωή του Ed Gein, του κατά συρροή δολοφόνου ο οποίος ενέπνευσε τόσο τον Χίτσκοκ, όσο και τον Leatherface του Χούπερ. Παρότι το Rejection εστιάζει αλλού, οφείλω πάντως να επισημάνω ότι με μια τόσο αμφιλεγόμενη αναφορά (τόσο στον Gein, όσο και γενικότερα στους serial killers) δεν ξεμπερδεύεις έτσι εύκολα όπως ξεμπέρδεψε η παράσταση: με μια αυταρχική δηλαδή μάνα η οποία δεν άφησε τον γιο της να γνωρίσει τον εξωτερικό κόσμο παρά μόνο μέσα από ένα παράθυρο, θέλοντας να έχει η ίδια την αποκλειστική του αγάπη. Πρόκειται για μια παλιά –και εν μέρει ξεπερασμένη– ανάλυση για τα αίτια που οδηγούν κάποιον στα έσχατα όρια της αντικοινωνικότητας, μη ενημερωμένη για την πιο σύγχρονη βιβλιογραφία: το περιβάλλον έχει από χρόνια χάσει την πρωτοκαθεδρία ως απόλυτος παράγοντας διαμόρφωσης μιας προσωπικότητας.
Αλλά το Rejection διαδραματίζεται περισσότερο στον κόσμο των νεκρών. Είναι ένα σκοτεινό, φανταστικό παραμύθι για την απόρριψη που γνωρίζει ο κεντρικός χαρακτήρας ακόμα και στον Άδη και (σημειολογικά) έχει ενδιαφέρον ότι μόνο το δέντρο όπου τον κρέμασε η κοινότητα για τον φριχτό φόνο ενός κοριτσιού δείχνει ενδιαφέρον να τον προσεγγίσει, με τη φράση «οι νεκροί μας εκτιμούν»: αλληλεγγύη, ουσιαστικά, ενός ακόμα απορριπτέου. Ο τρόπος δε με τον οποίον δίνεται η πλοκή και κλιμακώνεται η δράση υπήρξε εξαιρετικός. Ένα animation με μια επιβλητική (οξυγώνια κατασκευασμένη) φιγούρα αυταρχικής μάνας μας διηγήθηκε αρχικά τη ζωή του πρωταγωνιστή, ενώ το κομμάτι που διαδραματίστηκε στον Άδη απεικονίστηκε από χορευτές. Πολύ καλές οι χορογραφίες της Εριφύλης Δαφέρμου (ειδικά εκείνη της συνάντησης θύματος και θύτη και εκείνη των δύο πλασμάτων-αρχόντων του Κάτω Κάσμου), ακόμα πιο ευφάνταστα δε τα κοστούμια και τα σκηνικά. Ακόμα και τώρα που γράφω με την κατάλληλη χρονική απόσταση το παρόν κείμενο, είναι πολύ ζωντανά στη μνήμη μου ο δαίμονας με τα τρία κρανία και το πτυχωτό άσπρο ένδυμα, το τέρας και οι άρχοντες του Άδη, μαζί βέβαια με τα λαμπερά κίτρινα, πράσινα και κόκκινα φόντα όπου (ενίοτε) τοποθετήθηκαν. Κορυφαία όμως σκηνική στιγμή της παράστασης στάθηκε το φινάλε, όπου ο αποδιωγμένος ήρωας επιστρέφει στο σπίτι του για να το στοιχειώσει. Εκεί, σάστιζες με δέος απέναντι στο βάθος και στην προοπτική με την οποία είχε αποδοθεί το εσωτερικό της οικίας, με φωτισμούς, καπνούς και μικρές λεπτομέρειες (τα αναμμένα κεριά, η περούκα της καθισμένης πλάτη στο φάντασμα μάνας) να συγκροτούν ένα αληθινά γκραν φινάλε.
Μία μόνο μα βασική ένσταση έχω για την παράσταση, τα επεξηγηματικά της δράσης κειμενάκια –τα οποία εμφανίζονταν ως προβολές. Είχαν βρήκα έναν τόνο παιδικό με την κακή έννοια, καθώς και μια αφελή (σχεδόν σπαραξικάρδια) δραματικότητα, η οποία δεν κόλλαγε με το υποβλητικό των σκηνικών, των χορογραφιών και των τραγουδιών. Υπήρχε ωστόσο μια θαυμάσια σύλληψη: ένα τέρας του Άδη το οποίο αναλάμβανε να καταβροχθίσει όσους νεκρούς χάνονταν από τη μνήμη των ζωντανών –μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση στα μετά τον θάνατο, ριζωμένη σε λαϊκές αντιλήψεις με αινιγματική καταγωγή αλλά και με ένα «άρωμα» ομηρικών αντιλήψεων για τον Κάτω Κόσμο.
Άφησα για το τέλος τα νέα τραγούδια των Dirty Granny Tales, ως το ενοποιητικό στοιχείο όλων των παραπάνω, το οποίο έδινε τόνο, χαρακτήρα και υπόσταση στο Rejection. Παρότι λείπει πλέον το στοιχείο της έκπληξης από τη μουσική τους, υπάρχει εξέλιξη ως προς τον τρόπο ενοποίησης των αναφορών τους, καθώς και εμβάθυνση στον τρόπο συνύπαρξης του πιάνου, του βιολιού και του μαντολίνου με τα κρουστά (εξαιρετικός ο ντράμερ της μπάντας) και με τα ηλεκτρικά όργανα. Το χαρμάνι των Dirty Granny Tales μεταφράστηκε σε πολλά υπέροχα τραγούδια, τα οποία απέδωσε με πάθος και με τον απαραίτητο σκοτεινό ρομαντισμό ο ηγέτης τους Mouldbreath. Συντονισμένα στο πνεύμα της παράστασης, εμπεριείχαν θλίψη, μελαγχολία, θυμό και σύγχυση σε δόσεις πολύ προσεγμένες, ώστε να υπηρετούν μεν τη σκηνική συνθήκη, συγκροτώντας όμως παράλληλα μικρά, αυτόνομα σύνολα από τα οποία έλειπαν οι υπερβολές και οι ευκολίες που επικρατούν στο gothic, metal, goth-metal ή συμφωνικό ύφος των τελευταίων χρόνων. Θα είναι κέρδος για όλους μας να βρουν τον δρόμο τους προς τη δισκογραφία.
Κάνουν εξαιρετική δουλειά οι Dirty Granny Tales και είναι άδικη η (συχνή) σύγκρισή τους με τους Tiger Lillies. Συγγένειες υπάρχουν, δεν το αρνείται κανείς. Εκεί όμως που οι τελευταίοι βάλτωσαν σε μια μανιέρα και κατέληξαν καρικατούρες του ίδιου τους του Freakshow, οι Dirty Granny Tales συνεχίζουν αψηφώντας τον φορμαλισμό. Και η απήχηση που βρίσκουν αποτελεί δίκαιη ανταμοιβή της πορείας τους.