«Όταν ακούς τη μουσική μετά την πραγμάτωσή της, έχει ήδη χαθεί στον αέρα. Δεν μπορείς να τη συλλάβεις ξανά».

Η ρήση αυτή του Eric Dolphy (εδώ σε ελεύθερη μετάφραση), ήταν γραμμένη σε ένα από τα CD του Shoji Hano και, αν ξεπεράσουμε το παράδοξο –την αντί-διαφήμιση δηλαδή του ίδιου του CD, αν θεωρήσουμε το τελευταίο ως αναπαραγωγέα αυτού που «δεν μπορεί να συλληφθεί ξανά»– νομίζω πως δίνει τροφή για μπόλικη θεωρητική συζήτηση. Η μουσική ως σύλληψη εν τη γενέσει σε αντιδιαστολή με την, αποκομμένη από τις συνδηλώσεις που την διαμόρφωσαν, αναπαραγωγή της (όταν αυτή «αιχμαλωτίζεται» σε 33 ή 45 στροφές –ή τέλος πάντων στο ψηφιακό τους αντίστοιχο) ή την προσπάθεια ζωντανής μίμησης των αρχικών προσλαμβανουσών. Όλα έχουν την αξία τους, καμμία αντίρρηση. Πολλά εξαρτώνται επίσης και από το είδος και το ύφος της σύνθεσης, το πού και πώς δίνεται η βαρύτητα.

Στην συνάντηση του ντουέτο των ΣΩΜΑ (Αντώνης Ανισέγκος και Θύμιος Ατζακάς) με τον Ιάπωνα Shoji Hano το βράδυ της Παρασκευής, η βαρύτητα δινόταν στον αυτοσχεδιασμό. Ή, για να είμαι ακριβέστερος, ο αυτοσχεδιασμός δεν ήταν απλώς βαρύνων, μα απόλυτα κυρίαρχος. Και όταν οι νότες σίγησαν, το απόφθεγμα του Dolphy έμοιαζε να απηχεί επαρκώς την αλήθεια. Διότι, έστω ότι μπορείς να μεταφέρεις τις νότες σε κάποιο μέσο αναπαραγωγής, πώς μεταφέρεις την ενέργεια, την δύναμη του στιγμιαίου σε LP, CD, στο χαρτί, οπουδήποτε; Προχωρώ σε μία απόπειρα περιγραφής, ελπίζοντας ότι δεν θα είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη…

Ήταν, λοιπόν, λίγο μετά τις 10, όταν οι Ανισέγκος, Ατζακάς και Hano, ανέλαβαν τα όργανά τους (πιάνο, ηλεκτρική κιθάρα και τύμπανα αντιστοίχως). Το δυναμικό τους ξεκίνημα ίσως να σε άφηνε κάπως μετέωρο, με το αυτί ακόμα μη εξοικειωμένο με τους δύσβατους μουσικούς τους δρόμους, όμως η στόχευση της συνάντησης ήταν από την αρχή ξεκάθαρη. Τα δε μέσα της, πέρασαν πολύ γρήγορα το (πρώτο) στάδιο της απροσδιοριστίας. Το σκηνικό του Baumstrasse (δρόμος με δέντρα ελληνιστί), ένα παλιό κτήριο που (εικάζω πως) στέγαζε κάποτε κάποια βιοτεχνία, προσέθετε με τη γύμνια των τοίχων του κάτι ιδιαίτερο στην όλη κατάσταση. Είχε και η μουσική άλλωστε κάτι από γύμνια, μιας κι επρόκειτο για μία συνάντηση δίχως κείμενο, για μουσική δίχως συγκεκριμένη φόρμα, δίχως στεγανά, δίχως βεβαιότητες. Και, μπροστά στην απογυμνωμένη από όλα αυτά μουσική, δεν κάνεις απλώς ό,τι σου κατέβει, αν θέλεις να αποφύγεις τη δημιουργία ενός μουσικού Φρανκεστάιν, που θα σε κάνει να φανείς κι εσύ γυμνός, φαιδρός, στερημένος νοήματος. Η πραγματική ελευθερία κινήσεων προϋποθέτει εσωτερική πειθαρχία και δεν ταυτίζεται ποτέ με την ασυναρτησία και το αλόγιστο.

Λέγαμε όμως για τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούσε η παράσταση. Αυτά ήταν τρεις αυτοσχεδιασμοί, οι οποίοι διέγραφαν κάθε πιθανή τροχιά, συναντώντας ο ένας τον άλλο σε ποικίλες διασταυρώσεις ή και καθόλου. Υπήρχαν στιγμές όπου συνέπλεαν με αρμονία κάπου ανάμεσα στη σιωπή και στο αμέσως επόμενο επίπεδο έντασης, άλλες όπου η ένταση διατηρούνταν σε ένα δεδομένο επίπεδο (απ’ όπου οι μουσικοί ξέφευγαν διαδοχικά), σημεία όπου τα θέματα σμικρύνονταν σε νευρικές διακοπτόμενες φράσεις αλλά και σημεία όπου οι αυτοσχεδιασμοί ήταν σχεδόν παράλληλοι –οδηγώντας το αποτέλεσμα σε έναν φρενήρη παροξυσμό (όχι πάντα 100% καταληπτό). Υπήρξε και περίπτωση όπου οι τρεις τους βρέθηκαν έπειτα από διαδοχικά σόλο θέματα σε κιθάρα, πιάνο και τύμπανα.

Δεξιοτέχνες και ευφάνταστοι, οι τρεις μουσικοί απεδείχθησαν κάτι παραπάνω από επαρκέστατοι σε όποιο σημείο έντασης κι αν δοκίμαζαν τους αυτοσχεδιασμούς τους. Στις χαμηλόφωνες στιγμές αναδεικνυόταν το εξαιρετικό δέσιμο των Ανισέγκου και Ατζακά, με τις μελωδικές απολήξεις της κιθάρας του τελευταίου να συνδυάζονται υπέροχα με τα παιχνίδια στο ανοικτό πιάνο του πρώτου. Στις δυνατότερες πάλι στιγμές δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου από τον Hano, τα ταχυδακτυλουργικά του παιξίματα και τις εσωτερικές δονήσεις οι οποίες, στον δρόμο προς την εξωτερίκευση, διαπερνούσαν όλο του το σώμα πριν καταλήξουν στα άκρα και γίνουν ήχοι τύμπανων.

Κι αν ο Shoji Hano ήταν αυτός που –ως επί των πλείστων– τραβούσε (δικαίως) την προσοχή, η παράσταση δεν λειτουργούσε στη συνθήκη σολίστ και συνοδευτική μπάντα. Στη σκηνή υπήρχαν τρεις αυτόνομες μουσικές οντότητες οι οποίες έψαχναν και δημιουργούσαν επί τόπου («Σύνθεση Επί Τόπου» ήταν άλλωστε ο υπότιτλος της παράστασης) τους κώδικες της ισότιμής τους συνύπαρξης. Το εγώ, αφού πρώτα περάσει το στάδιο της ουσιαστικής πραγμάτωσης, εντάσσεται στο εμείς (και όχι το αντίθετο). Μόνον έτσι οι τρεις διακριτοί οργανικοί κόσμοι μετουσιώνονται σε ένα σύνολο, με καλλιτεχνική (ή όποια άλλη) αξία.

Η μαγεία που κρύβει η αυτοσχεδιαστική jazz, έγκειται αφενός στο ότι αυτή η μετουσίωση γίνεται με τις λιγότερες δυνατές βεβαιότητες και, αφετέρου (τούτο αφορά τον ακροατή), ότι σου δίνει την ευκαιρία να γίνεις αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας των τρόπων. Εκεί ακριβώς βρισκόταν κι η δύναμη της συγκεκριμένης συνάντησης, εκεί κι η μαγεία της. Κλείνω με την ελπίδα «ανήσυχες» εκδηλώσεις όπως αυτή (η οποία ειρήσθω εν παρόδω συνοδεύτηκε από εξαιρετικά λελογισμένες τιμές) να έχουν και συνέχεια μα και κατά τι μεγαλύτερη προσέλευση από της Παρασκευής στο Baumstrasse. Την αντέχουν και τη δικαιούνται.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured