Αδιευκρίνιστοι, εσωτερικοί, συντεχνιακοί λόγοι φέρνουν αυτές τις μέρες τους Sun Of Nothing στο μέσο ελληνικό τραπέζι και στο μέσο ελληνικό στερεοφωνικό. Με προβαλλόμενο λόγο την κυκλοφορία του τρίτου τους δίσκου The Guilt Of Feeling Alive, η τετραμελής αταυτοποίητη μπάντα προσεπικαλείται να περιπαίξει με τις ωτικές αντοχές ενός ανυποψίαστου κοινού. Κοινού ελάχιστα ενδιαφερόμενου –ακροθιγώς– όχι μόνο για αυτόν, αλλά και για τους δύο προηγούμενους δίσκους της μπάντας, οι οποίοι για τα ευρύτερα (τα τωρινά) δεδομένα είχαν περάσει στα ψιλά.
Στο παραπάνω πλαίσιο, το βράδυ της Πέμπτης οι Sun Οf Nothing βρέθηκαν στο An Club (με την επί κρουστών συνδρομή των Tardive Dyskinesia, λόγω τραυματισμού του ντράμερ τους) για να δείξουν λίγα από τη νέα τους δουλειά, μαζί με τους σκληροπυρηνικούς Βέλγους Sardonis και τους δικούς μας –υποδειγματικούς– Nechayevschina.
Στο μαγαζί, παρολ’ αυτά, έβρισκες τον δικό τους κόσμο, τον γνωστό κόσμο που στηρίζει συναυλίες σαν κι αυτή και όχι πολλούς παραπάνω –όπως, θεωρητικά, επιβάλλει ο πρόσφατος ζήλος για την κεντρική μπάντα της βραδιάς, αλλά και το εισιτήριο των (μόλις) 5 ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το μόνο που μπορεί να ειπωθεί στα σίγουρα είναι ότι ο ζήλος δεν βλάπτει όταν, εν προκειμένω, οι Sun Of Nothing έδωσαν ένα live αξιώσεων και υψηλής πιστότητας προς όσα επικαλούνται ότι μπορούν να δώσουν.
Άμεσα έγινε σαφές ότι η ηχογράφηση του The Guilt Of Feeling Alive θα συναντούσε με τη μία σε δυνατότητες τη ζωντανή εμφάνιση των δημιουργών του. Με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον κανένας λόγος ώστε να σχετικοποηθεί αυτή η καθολική (σιωπηρή) συμφωνία να εγκαταλειφθούν οι Sun Of Nothing στο έλεος των κατ' είδος ακατάτακτων συγκροτημάτων. Αφενός γιατί οι ίδιοι προφανώς αδιαφορούν για τις ορολογίες και επιδιώκουν αυτοβούλως τη σύγχυση και, αφετέρου, γιατί είθισται πια μια τραβηγμένη ποικιλία ακουσμάτων με το στίγμα της προσωπικής προσέγγισης να επαρκεί για να αναμείξει είδη και ύφη –τόσο στη σύνθεση όσο και στην ερμηνεία.
Οφείλει κανείς όμως να ξεπεράσει τον υποτιθέμενο «εκ των ουκ άνευ» σχολιασμό περί φωνητικών. Γιατί σίγουρα ο Ηλίας (δεν θα αναζητήσω το επίθετο, όλοι για τον Ηλία σκέτο μιλάνε) πηγαίνει μεν την τετράδα εκεί που θέλει, αλλά ταυτόχρονα εξακολουθεί να πατάει πόδι στα φωνητικά του και να τους επιβάλλει να αυτομολούν. Τα αφήνει έτσι να έρπουν και, μόλις σιχαθούν τη δυστοκία, να ξεγλιστρήσουν και να προσεγγίσουν μια απλουστευμένη μελωδικότητα. Και εκεί είναι που –μέσα σε ένα ακραίο πρόσχημα το οποίο σίγουρα δεν είναι sludge, δεν είναι drone και δεν γνωρίζεται ούτε κοινωνικά με το thrash– αναδεικνύει μια μπάντα ευθυτενή, τα έγχορδα της οποίας ακολουθούν το σφύριγμα της φωνής και που αδιαφορεί για τον όρο του post-rock γιατί της φαίνεται σχετικά φαιδρός. Με τις ρυθμικές μεταβολές στα ακροδάχτυλα να διατρέχουν το σύνολο της ηχητικής τους προσέγγισης, οι Sun Of Nothing ανέδειξαν επιμελώς στη σκηνή του An αυτό που ήρθαν για να εξελίξουν στο στούντιο.
Χωρίς πολλές περιστροφές, για τους Sun Of Nothing μπορείς να πεις πολλά γιατί λένε πολλά. Πιθανώς θα βρουν μια δική τους άκρη (όποια και να 'ναι αυτή) στην εκτός συνόρων περιοδεία που ξεκινάνε άμεσα.