Κυριακή πρωί στο Μέγαρο; Ομολογώ πως χρειάστηκε μία δεύτερη σκέψη για πείσω τον εαυτό μου, ιδίως όταν κατάλαβα από το δελτίο τύπου πως δεν θα επρόκειτο για μια «τυπική» συναυλία. Τι δομή θα είχε όμως αυτό το αφιέρωμα στην ανθρώπινη φωνή και ποια θα ήταν η στόχευσή του, παρέμεναν ερωτηματικά. Μέχρι τις 11:30, όταν, με το ένα μάτι ακόμα μισόκλειστο, βρέθηκα να βολεύομαι σε ένα από τα θεωρεία της αίθουσας Χρήστος Λαμπράκης, έτοιμος για ό,τι έμελλε να εξελιχθεί σε ελπιδοφόρο ξεκίνημα μιας όμορφης ανοιξιάτικης ημέρας…
Για το δεύτερο, λοιπόν, ερώτημα (εκείνο της στόχευσης του αφιερώματος) χρειάστηκαν μόλις λίγα λεπτά για να λάβω την απάντηση. Μια ματιά τριγύρω και οι πρώτες κουβέντες της επιμελήτριας και παρουσιάστριας της εκδήλωσης, Έφης Αβέρωφ-Μιχαηλίδου, στάθηκαν αρκετές. Υπήρχαν πολλά μικρά παιδιά και έφηβοι στο ακροατήριο και η εκδήλωση ήταν φανερά προσανατολισμένη στους εκπαιδευτικούς σκοπούς (με την παρουσιάστρια να προσθέτει εδώ κι εκεί χρήσιμες πληροφορίες), χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι δεν παρουσίαζε ενδιαφέρον και για τους μεγαλύτερους.
Στο ξεκίνημα, η Μιχαηλίδου –θέλοντας να κεντρίσει το ενδιαφέρον των πιο μικρών– δήλωσε πώς όλοι μας κατέχουμε ένα σημαντικό κι ανεξάντλητο μουσικό και εκφραστικό μέσο, τη φωνή μας, αναλύοντας εν τάχει το πώς η ανθρώπινη ανατομία επιτρέπει την παραγωγή φωνητικών ήχων. Έπειτα, πριν υποδεχθούμε στη σκηνή τους πρώτους καλεσμένους, ακούστηκαν κάποια ηχητικά δείγματα αναφορικά με το πώς διάφοροι πολιτισμοί (από την Ιάβα και την Παπούα-Νέα Γουινέα ως την Αφρική) χρησιμοποιούν τη φωνή ως κύριο εκφραστικό μέσο σε τελετουργίες. Κάτι που πολύ φυσιολογικά (στο δικό μου τουλάχιστον σκεπτικό) έφερε στη σκηνή το πολυφωνικό σύνολο Χαονία, ένα σχήμα αποτελούμενο από τέσσερις γυναίκες και ισάριθμους άνδρες, το οποίο εξερευνά την πλούσια τραγουδιστική παράδοση του προγονικού του τόπου –τόσο της «δικιάς» μας Ηπείρου, όσο και του βορείου (νυν αλβανικού) τμήματός της.
Ομολογώ πως τα τρία (αν δεν με απατά η μνήμη μου) τραγούδια που μας παρουσίασαν οι Χαονία με καθήλωσαν με τη δυναμική τους. Μια δυναμική που την αντλούσαν τόσο από το χορωδιακό τους μέρος, τους ισοκράτες (υπήρξε και μία μικρή εξήγηση των ρόλων μέσα στο ηπειρώτικο πολυφωνικό τραγούδι), όσο και από τους δύο σολίστ (για να το θέσω με Δυτικούς όρους): τον πάρτη, ο οποίος ξεκινούσε το τραγούδι, και τον γυριστή που του απαντούσε, όσο βέβαια και από τον συνδυασμό των διαφορετικών τονικοτήτων όπου πατούσαν οι τρεις αυτοί ρόλοι. Εν ολίγοις, το σχήμα των Χαονία μου έδωσε έναν ακόμα λόγο να θεωρώ την ηπειρώτικη ως μία από τις σημαντικότερες μουσικές παραδόσεις που διασώζονται στα μέρη μας.
Η συνέχεια άνηκε στο φωνητικό σύνολο Εμμέλεια, που απαρτιζόταν από τέσσερις κλασικής παιδείας τραγουδιστές (τρεις άνδρες-μία γυναίκα), οι φωνές των οποίων κάλυπταν ένα μεγάλο τονικό εύρος, από τον μπάσο ως την σοπράνο. Μας παρουσίασαν Αναγεννησιακά πολυφωνικά τραγούδια (συγκράτησα τη φωνητική απόδοση μιας σύνθεσης του Γάλλου Clement Janequin), στα οποία δεν μπορούσες παρά να θαυμάσεις τέσσερις επιδέξιες φωνές να μπλέκουν τα τονικά τους ύψη. Τρίτη στη σειρά (και τελευταία πριν το διάλειμμα), εμφανίστηκε η μικτή χορωδία του Δήμου Αθηναίων ξεκινώντας με την εισαγωγή της κλασικής όπερας του Rossini, ο Κουρέας Της Σεβίλλης, για να καταλήξει με ένα νέγρικο spiritual, το “Go Tell It On The Mountain”, κάνοντας μία γρήγορη αναφορά στο πώς οι ακόμα σκλάβοι νέγροι του 17ου και 18ου αιώνα προσάρμοσαν στις δικές τους ανάγκες τη χριστιανική μουσική, με τα γνωστά θεάρεστα αποτελέσματα.
Η Σαβίνα Γιαννάτου ήταν εκείνη που ανέβηκε στη σκηνή αμέσως μετά το διάλλειμα, για έναν ελεγχόμενο αυτοσχεδιασμό, ενταγμένο σε ένα ιδιόμορφο παραμύθι. Δίνοντας έτσι στο κοινό την ευκαιρία να δει πώς μπορεί να δημιουργηθεί ένα τραγούδι δίχως λέξεις, ως συρραφή φθόγγων και ήχων. Χαρακτήρισα τον αυτοσχεδιασμό της Γιαννάτου ελεγχόμενο, καθώς έχω την τύχη να την έχω δει σε μερικές αυτοσχεδιαστικές συναυλίες της μαζί με εγχώριες προσωπικότητες της jazz σκηνής –όπου κι έμεινα άφωνος με τις εκπληκτικές της δυνατότητες και την αστείρευτη φαντασία της στο πλάσιμο ήχων. Στο Μέγαρο βέβαια ήταν λογικό να μην επεκταθεί, παρά να δώσει επαρκείς νύξεις ως προς το ότι ένας πρωταρχικός ρόλος της μουσικής και των μουσικών οργάνων (μεταξύ αυτών και η ανθρώπινη φωνή) ήταν να αναπαριστούν ανθρώπινες κραυγές ή άλλους ήχους του περιβάλλοντος.
Τη σκυτάλη πήραν λίγο αργότερα οι Word Of Mouth, ένα ντουέτο που ασχολείται με την τεχνική του beatbox, δηλαδή την αναπαραγωγή ρυθμών (κάποιες δε φορές ολόκληρων μουσικών κομματιών) με μοναδικό μέσο τη φωνή. Όσοι δεν είχαν καμία επαφή με την ιδιαίτερη αυτή τεχνική, νομίζω ότι έμειναν έκπληκτοι με τη χρήση του στόματος ως sampler –αν και πάλι έχω την αίσθηση πως η φυσιολογία της συγκεκριμένης εκδήλωσης έθετε κάποιους μουσικούς περιορισμούς (κάτι απολύτως φυσιολογικό, αφού προείχε ο παιδευτικός ρόλος της). Πάντως, το ντουέτο των Word Of Mouth (μαζί με τη Νατάσσα Μηνδρινού που το συνέδραμε για λίγο) έδωσε μία κατατοπιστική περί της τέχνης τους παράσταση. Και με περάσματα από γνωστά κομμάτια (μεταξύ αυτών και από Michael Jackson) κατάφερε να κερδίσει το χειροκρότημα και τη συμμετοχή του κοινού.
Το κλείσιμο ανέλαβε μία ιδιαίτερη χορωδία, η Ου-τοπία, πολύχρωμη και πολυπολιτισμική, αποτελούμενη από παιδιά μεταναστών ηλικίας 6 ως 15 ετών, η οποία περιττό να πω ότι έδωσε έναν ξεχωριστό αέρα. Την εξαιρετική αυτή προσπάθεια διηύθυνε ο Βαλερί Ορέσκιν (είχε προηγουμένως εμφανιστεί με το κουαρτέτο Εμμέλεια) και με τη χορωδία να τραγουδά το “Imagine” του John Lennon έκλεισε η εκδήλωση, συμπυκνώνοντας με τον πιο ευχάριστο τρόπο τη σημασία του αφιερώματος του Μεγάρου Μουσικής στην ανθρώπινη φωνή. Διότι, πέρα από τον προφανή σκοπό, να εξοικειωθούν δηλαδή τα παιδιά (και όχι μόνον) με την ανθρώπινη φωνή ως μέσο έκφρασης και να ακούσουν εκ του σύνεγγυς κάποιες από τις δυνατότητές της, υπήρχε κι ένα άλλο μήνυμα, μάλλον σημαντικότερο, το οποίο διέτρεχε υπογείως το σύνολο σχεδόν της παράστασης: ότι δηλαδή οι λαοί μπορεί να υφίστανται ως διακριτές οντότητες, με τις όποιες διαφορές και ιδιαιτερότητές τους, αλλά τελικά αυτό που μας ενώνει είναι η ίδια η φυσιολογία μας, το γένος στο οποίο ανήκουμε, το οποίο υπερβαίνει τοπικισμούς, εθνικισμούς και λοιπές αγκυλώσεις. Το γένος το ανθρώπινο.
Στην εποχή μας και πολύ περισσότερο φαντάζομαι στον κόσμο όπου θα κληθούν να μεγαλώσουν τα σημερινά παιδιά, μια τέτοια διαπίστωση ή υπενθύμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτονόητη και, ως εκ τούτου, είναι νομίζω σημαντικό να τονίζεται με κάθε τρόπο. Το Μέγαρο Μουσικής το έκανε από το δικό του μετερίζι και απλώς ελπίζω τέτοιου είδους προσπάθειες να συνεχίσουν…