Γυρνώντας πίσω στον χρόνο και κάνοντας μια αναδρομή στις πρώτες ταινίες που στοίχειωσαν τα εφηβικά μου χρόνια –σκηνοθετώντας ακόμη και τα πιο σκοτεινά όνειρα– θα συναντήσω τρεις μορφές: την ανδρόγυνη ρομποτική μορφή της Brigitte Helm στο Metropolis του Fritz Lang (1927), τη σκελετώδη, κυρτή σκιά του Max Schreck ως Κόμη Ορλόκ ή Nosferatu στην ομώνυμη βωβή ταινία του F. W. Murnau (1922), και την περίεργη, μαυροντυμένη φιγούρα του υπνοβάτη με το σπαρακτικό, βγαλμένο λες από τους εφιάλτες του Πόε βλέμμα, την οποία ενσάρκωνε ο Conrad Veidt στη βωβή ταινία του Robert Weine Das Kabinett Des Doktor Caligari (1920).
Και οι τρεις ασπρόμαυρες ταινίες, πέρα από την αδιαμφισβήτητη αξία τους, μοιράζονται αρκετά κοινά στοιχεία –έχει ενδιαφέρον να αναφέρω εδώ πως η σκηνοθεσία της τελευταίας είχε αρχικά προταθεί στον Fritz Lang, ο οποίος αρνήθηκε να την αναλάβει λόγω υπερβολικού φόρτου εργασίας– με σημαντικότερα την εποχή και το περιβάλλον γέννησής τους: διόλου περίεργο που οι δύο από αυτές δεσπόζουν στο Γερμανικό Μουσείο Κινηματογράφου στο Βερολίνο, την επίσκεψη του οποίου συνιστώ ανεπιφύλακτα. Γερμανία λοιπόν, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, φόβος, βιαιότητα, απουσία λογικής, περιθωριοποίηση, εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, κατάχρηση εξουσίας, ασυμμετρία των πάντων κι ένας κόσμος που αγωνιά για την ελευθερία και την ίδια του την ύπαρξη. Στα πλαίσια αυτά γεννιέται το κίνημα του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού, ξεκινώντας από τη ζωγραφική και περνώντας, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, στον κινηματογράφο. Η αγωνία των καλλιτεχνών για τη μορφή που παίρνει η γερμανική κοινωνία δεν εκφράζεται με ηθικολογίες, αλλά περιγράφεται με τα πιο σκοτεινά και ζοφερά μέσα. Έτσι λοιπόν μέσα από τις ταινίες γεννιούνται ιστορίες κοινωνικών μαχών με επίκεντρο την επιστήμη (Metropolis), ανθρωπόμορφων τεράτων (Nosferatu) και παραφρόνων (Dr. Caligari).
Επικεντρώνομαι στην ταινία Das Kabinett Des Doktor Caligari, η οποία αποτελεί το σημαντικότερο δείγμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας την περίοδο του Μεσοπολέμου (ή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης), εγκαινιάζοντας και εδραιώνοντας το κίνημα του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού στον κινηματογράφο. Οι συνεχείς ανατροπές στην πλοκή, οι εναλλαγές ανάμεσα στον κόσμο του πραγματικού και του φανταστικού, η δραματική απόδοση των ρόλων και η υπερβολή στην ερμηνεία –που πολλές φορές αγγίζει τα όρια του γκροτέσκο– τα εξωπραγματικά κουστούμια και μακιγιάζ, οι έντονες φωτοσκιάσεις ή η παρουσία μίας μόνο πηγής φωτός (συχνά το σώμα αντικαθίσταται από μια σκιά), καθώς και τα σκηνικά που θυμίζουν περισσότερο πίνακα ζωγραφικής παρά πραγματικό περιβάλλον (όλα ζωγραφισμένα σε καραβόπανο, μαζί με τις σκιές, σε ένα αλλόκοτο σύμπλεγμα από παράξενα κτίρια με στραβά παράθυρα, αντικείμενα σφηνωμένα στο έδαφος και ιλιγγιώδη σοκάκια) είναι ιδιαίτερα πρωτοποριακά. Εξυπηρετούν, όμως, κι έναν συγκεκριμένο σκοπό: η παραμόρφωση της πραγματικότητας και η απώλεια κάθε ρεαλισμού μέσα από αυτό το υποβλητικό και γεμάτο συμβολισμούς περιβάλλον, όχι μόνο αντανακλά την ψυχοσύνθεση των ηρώων της ταινίας και εκφράζει τις κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες της εποχής, αλλά επιδιώκει, μέσω της δημιουργίας έντονων συναισθημάτων, να παρασύρει και τους θεατές. Ο Dr. Caligari είναι μια άκρως διαταραγμένη προσωπικότητα, η οποία ασκεί εξουσία με όπλα τη γοητεία που απορρέει από αυτήν και από την ψυχολογική βία. Διόλου τυχαίο που κάποιοι θεώρησαν την ταινία προφητική, βλέποντας στο πρόσωπο του παράφρονα γιατρού τον Χίτλερ.
Είναι λογικό μια τόσο σημαντική βωβή ταινία να εμπνεύσει ακόμα και σύγχρονους σκηνοθέτες και σεναριογράφους (βλέπε The Imaginarium Of Dr. Parnassus του Terry Gilliam ή το Shutter Island του Martin Scorsese) και να κεντρίσει το ενδιαφέρον συνθετών: είναι πολυάριθμες οι μουσικές εκδοχές για την επένδυση της ταινίας.
Μία από αυτές ανήκει και στον Ανδρέα Μιμαίο και το μουσικό του σύνολο Weimar Ensemble, ένα μουσικό σύνολο που δημιουργήθηκε από μέλη της Συμφωνικής Ορχήστρας Βόλου. Με μεγάλη έκπληξη διάβασα πως σκοπός του σχήματος αυτού είναι η ζωντανή μουσική συνοδεία ταινιών του ευρωπαϊκού βωβού κινηματογράφου, με έμφαση στη δεκαετία 1920-1930 και κυρίως του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού. Αν προσθέσουμε και το πρόσφατο Φεστιβάλ Αμερικανικού Βωβού Κινηματογράφου (έγκυρες πηγές λένε πως του χρόνου θα επαναληφθεί με βωβές ευρωπαϊκές ταινίες), αλλά και τις σποραδικές προβολές βωβών ταινιών με ζωντανή μουσική συνοδεία, διαπιστώνω με ευχαρίστηση μια προσπάθεια αναβίωσης του τρόπου προβολής αυτού του κινηματογράφου.
Ο Μιμαίος, λοιπόν, με τη βοήθεια του κουϊντέτου του (Μάνος Βρόντος στο φλάουτο, Μιχάλης Ισκάς στο βιολί, Αφροδίτη Μιχαηλίδη στο τσέλο, Γιώργος Αγγελάκης στο τρομπόνι και Εύη Φιλίππου στα κρουστά και στους προηχογραφημένους ήχους), προσπάθησαν να συγχρονίσουν εικόνα και ήχο, μένοντας πιστοί (ή προσκολλημένοι, για άλλους), στα πρότυπα των πρώτων ζωντανών μουσικών συνοδειών βωβών ταινιών. Με βασικό έτσι άξονα τη χρήση ατονικών μελωδιών και κάποιων αυτοσχεδιαστικών ψηγμάτων, η μουσική του Μιμαίου προτίμησε να κινηθεί αποσπασματικά, χωρίς ενιαίο πλάνο συνολικής μουσικής σύνθεσης, περιγράφοντας κι επαναλαμβάνοντας μεμονωμένες σεκάνς. Ακολουθώντας πιστά τις κινήσεις, τον ρυθμό και τον ψυχισμό των ηρώων του Weine, ενορχήστρωσε με υποστηρικτικό τρόπο τις υποκριτικές του φόρμες κι ενέτεινε με τη σύνθεσή του στιγμές-κλειδιά της πλοκής.
Αν και μου έλειψε αισθητά η ύπαρξη κορύφωσης, κατάφερε τελικά, μαζί με τους μουσικούς του και κυρίως με τις καθηλωτικές ασπρόμαυρες εικόνες του Weine, να κρατήσει προσηλωμένο το κοινό που γέμισε την αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής το βράδυ της Κυριακής.