Στην Ελλάδα δεν έχουμε συνηθίσει οι εκδηλώσεις να αρχίζουν στην ώρα τους. Αλλά την Τρίτη στον Παρνασσό η εκκίνηση δόθηκε ακριβώς δέκα λεπτά μετά την ανακοινωμένη ώρα έναρξης (19.30), κι αφού ήδη η αίθουσα ήταν σχεδόν εντελώς γεμάτη, με λίγες μόνο θέσεις να έχουν απομείνει κενές, στις πίσω σειρές. Δεν έχουμε, επίσης, αίσθηση της οικονομίας χρόνου, όταν στο (όποιο) πρόγραμμα περιλαμβάνονται ομιλίες. Αλλά στον Παρνασσό οι ομιλίες υπήρξαν λιτές, περιεκτικές, σύντομες και μακριά από άσκοπους πλατειασμούς. Υπεύθυνος για όλα αυτά τα άξια επαίνου ο Σύλλογος «Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού». Τα υπόλοιπα ωραία της βραδιάς –τη συγκίνηση, τις αναμνήσεις, το τραγούδι– τα ανέλαβαν (πρωτίστως) ο Μίμης Πλέσσας με την Ελίζα Μαρέλλι και (δευτερευόντως) ο Μιχάλης Δεσύλλας, η Ελεάνα Ζεγκίνογλου και ο Γιάννης Χριστόπουλος.
Ο παρουσιαστής της βραδιάς, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Κώστας Μπλιάτκας, κήρυξε την έναρξη με έναν συνδυασμό σοβαρότητας και άνεσης στις 19.40, καλώντας στη σκηνή του Παρνασσού τον πρόεδρο του Συλλόγου «Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού» Παύλο Ναθαναήλ –γνωστού, ειδικά στους παλιότερους, δημοσιογράφου και λογοτέχνη. Ο κύριος Ναθαναήλ υπήρξε λακωνικός και καίριος, σημειώνοντας την ανάγκη να προστατευτεί το ελαφρό τραγούδι και να αναδειχθεί όπως του πρέπει, χωρίς όμως –όπως έχουμε συχνά δει σε ανάλογα αιτήματα για το δημοτικό τραγούδι– να δώσει στον λόγο του χαρακτήρα πολεμικής. Ίσα-ίσα, ζωηρή αίσθηση προκάλεσε η επισήμανσή του για τα ωραία ελληνικά ροκ τραγούδια τα οποία έχουν γραφτεί, που έδειξε ότι τόσο ο ίδιος, άρα και ο Σύλλογος, δεν διεξάγουν κάποια νοσταλγική, παρελθοντολάγνα καμπάνια κατά της μοντερνικότητας, αλλά ζητούν απλά μια θέση στα πράγματα και για το ελαφρό τραγούδι. Δικαίως.
Τον κύκλο ομιλιών συμπλήρωσαν ο διευθυντής του Ιανού, Βασίλης Χατζηιακώβου, απαγγέλλοντας ποίηση του Πάμπλο Νερούντα σε μετάφραση της Δανάης και η σύζυγος του Μίμη Πλέσσα και (νυν) παραγωγός του Αθήνα 9.84 Λουκίλα Καρρέρ μιλώντας γενικά για το ελαφρό τραγούδι και το πώς παραμένει επίκαιρο –μια τρίτη ομιλία, αν και υπήρχε στο πρόγραμμα, δεν έγινε ποτέ, καθώς, άγνωστο γιατί, ο πρόεδρος του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, ο ομότιμος Καθηγητής Ιωάννης Μαρκαντώνης, δεν βρισκόταν στην αίθουσα. Ακολούθησαν οι βραβεύσεις του Ζακ Ιακωβίδη και του Ανδρέα Χατζηαποστόλου για την προσφορά τους στη μουσική –εξίσου σύντομες και ουσιαστικές, όπως και οι ομιλίες– όπως βέβαια και η αντίστοιχη του Μίμη Πλέσσα, ο οποίος μας χάρισε και δυο λόγια, πριν μας προτρέψει να ακούσουμε και λίγη μουσική, καλώντας στη σκηνή την Ελίζα Μαρέλλι.
Ο Πλέσσας έλαβε λοιπόν θέση στο πιάνο και η Ελίζα Μαρέλλι μας χάρισε το τραγούδι που έδωσε και τον τίτλο στη βραδιά, το “Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε”. Ανασύροντας μνήμες από τη δεκαετία του 1950 και δείχνοντάς μας ότι διαθέτει ακόμα τα ερμηνευτικά χαρίσματα για τα οποία καθιερώθηκε ως ένα από τα σημαντικά ονόματα στο ελαφρό τραγούδι –έχοντας διατηρήσει στο ακέραιο εκείνο το αναγνωρίσιμο χρώμα της. Έμεινε δε στη σκηνή για 3 ακόμα τραγούδια, ανάμεσα στα οποία σημειώθηκε και η, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, κορύφωση της βραδιάς, όταν μας είπε το “Πόσο Λυπάμαι”. Σχεδόν σύσσωμο το ακροατήριο σιγοτραγούδησε μαζί της αυτό το αριστούργημα, αρκετά μάτια δάκρυσαν, η ίδια δε η Μαρέλλι διάλεξε μια προσέγγιση προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή, πολύ κοντά σε εκείνη που γνωρίζουμε από τη δισκογραφία με τη φωνή της. Κατεβαίνοντας από τη σκηνή, χειροκροτήθηκε θερμά. Όχι όμως ως μια σημαντική παρουσία του παρελθόντος, μα ως μια ερμηνεύτρια που μπορεί –και πρέπει– να έχει και παρόν.
Για το υπόλοιπο της βραδιάς, έλαβε θέση στο πιάνο ο Σπύρος Παπαδάτος και πίσω από το μικρόφωνο βρέθηκε πρώτος ο ηθοποιός και τραγουδιστής Μιχάλης Δεσύλλας. Μας είπε ένα δικό του τραγούδι, τον “Θεατρίνο”, μας θύμισε το πιο όμορφο ίσως τραγούδι του Ζακ Ιακωβίδη, το “Να Το Πάρεις Το Κορίτσι”, ενώ μας είπε και Ανδρέα Χατζηαποστόλου –το “Εγώ Θα Κόψω Το Κρασί”. Το κοινό τον αποθέωσε, τον χειροκρότησε θερμά και τραγούδησε μαζί του, καθώς στάθηκε παραπάνω από φανερό ότι ο Δεσύλλας πέτυχε να απευθυνθεί στο συναίσθημα και στις αναμνήσεις των περισσοτέρων στην αίθουσα. Προσωπικά, ωστόσο, έμεινα κάπως αποστασιοποιημένος, καθώς βρήκα την προσέγγισή του ολίγον πιο γλυκερή από όσο νομίζω χρειαζόταν.
Σκυτάλη κατόπιν στην Ελεάνα Ζεγκίνογλου, η οποία ανέβηκε με αέρα επί σκηνής και μας είπε δύο τραγούδια του Αττίκ κι ένα δικό της, από τον πρόσφατο (και καλό) δίσκο της, Ένα Ταξίδι Που Δεν Έκανες Ποτέ. Για το τελευταίο έκατσε μάλιστα και η ίδια στο πιάνο, αποδεικνύοντας κάτι που πιστεύω για αυτήν, ότι είναι –για την ώρα– καλύτερη πιανίστρια από ότι τραγουδίστρια. Όχι ότι δεν είναι καλή, ας μην παρεξηγηθώ. Έχει όμορφη φωνή, τραγουδάει σωστά και μας έδειξε ότι διαθέτει άνεση στο να εναλλάσσει ερμηνευτικά πρόσωπα στο “Δεν Σου Πάει Το Πάχος Δημητράκη”, αν και κάποια σημεία της στο “Ζητάτε Να Σας Πω” θύμισαν τον τρόπο με τον οποίον το έχει προσεγγίσει η Τάνια Τσανακλίδου σε πρόσφατη ηχογράφησή της. Θέλει ενδεχομένως λίγη δουλειά ακόμα στο να μπορέσει να εκπέμψει και στίγμα με τη φωνή της, είναι πάντως από τα νέα ταλέντα από τα οποία δικαιούμαστε να αναμένουμε πράγματα στο μέλλον.
Ο Γιάννης Χριστόπουλος, από την άλλη, ο οποίος κι έκλεισε την εκδήλωση προς τιμήν της Δανάης στον Παρνασσό, είναι τενόρος αναγνωρισμένος και ο δικός του αέρας επί σκηνής είχε μαζί και την άνεση της καταξίωσης. Παντρεύοντας τεχνική και συναίσθημα απέδωσε ωραία, σε λόγιο ύφος, τραγούδια του Τιμόθεου Ξανθόπουλου, του Κώστα Γιαννίδη και του Νίκου Γούναρη –αν και το “Γλυκά Μου Μάτια Αγαπημένα” του τελευταίου έχρηζε, ίσως, μιας λιγότερο «σφιγμένης» ανάγνωσης.
Εν κατακλείδι, ο Σύλλογος «Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού» μας χάρισε μια όμορφη και υποδειγματικά οργανωμένη βραδιά, τιμώντας τη μνήμη της Δανάης αλλά και το ελαφρό τραγούδι γενικότερα. Αξίζει προσοχής και αρωγής το έργο του και ελπίζω να επανέλθει σύντομα με κάποια νέα εκδήλωση.