Μετά το, προ δύο εβδομάδων, αφιέρωμα στο «εθνικό» κλαρίνο στο Μέγαρο Μουσικής, ήρθε η σειρά για τη βραδιά των κρουστών. Αυτή τη φορά η συναυλία έγινε στη μικρότερη αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος, καθώς, από ότι φαίνεται, οι διοργανωτές προβλέπανε λιγότερη προσέλευση. Δείχνει λογικό μιας και, συγκριτικά με την εδώ και δεκαετίες παντοκρατορία του κλαρίνου στη δημοτική μουσική, τα κρουστά μόλις τα τελευταία χρόνια αποκτούν σολίστικο ρόλο επί σκηνής –και άρα έχουν και λιγότερους λάτρεις. Όμως ο κόσμος το βράδυ της Τετάρτης είναι πολύς και μοιάζει γνώστης του αντικειμένου. Νέοι άνθρωποι που φαίνεται να ξέρουν τον μαγικό κόσμο των κρουστών έχουν γεμίσει την αίθουσα για μία από τις σπάνιες συναυλίες τέτοιου είδους.
Οι σολίστες των κρουστών, πέντε στον αριθμό, ανεβαίνουν στη σκηνή ένας-ένας κι ανοίγουν το πρόγραμμα με έναν αυτοσχεδιασμό με νταϊρέδες. Δημιουργούν προσδοκίες για τα επόμενα. Τα ντέφια ανοίγουν τον χορό και ο ήχος της Ηπείρου κατακλύζει την αίθουσα. Το κλαρίνο του Βαγγέλη Παπαναστασίου, εκ περιτροπής συνοδεύει και πρωταγωνιστεί –το χειροκρότημα πολύ από κάτω. Οι δεξιοτέχνες Βαγγέλης Καρίπης, Μιχάλης Κλαπάκης, Πέτρος Κούρτης, Κώστας Μερετάκης και Ανδρέας Παππάς επιδίδονται σε ένα αέναο ρυθμολογικό παιχνίδι με λογιών-λογιών κρουστά. Νταούλια, ξηροντάουλο, νταϊρέδες, ντέφια και τουμπελέκι παρελαύνουν από τα χέρια τους και, μαζί με αυτά, ξετυλίγονται ο ήχοι του Πόντου, του Αιγαίου, της Ρούμελης και της Μακεδονίας. Στην αίθουσα ακούγονται πια μουσικές από όλες τις μεριές του ελληνισμού.
Μ’ αρέσουν οι τύποι αυτοί, γιατί, καθώς βαρούν τα κρουστά, συμμετέχει όλο το κορμί τους. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η εκφραστικότητα του Κούρτη με τον νταϊρέ ανά χείρας, ενώ ο Κλαπάκης κυριολεκτικά σε έκανε να γουρλώσεις τα μάτια όταν φτάνει να χρησιμοποιεί το στήθος, τα μάγουλα και την κοιλιά του ως άλλα φυσικά κρουστά όργανα. Είναι φοβερό το πώς οι μουσικοί εκεί πάνω αυτοσχεδιάζουν και αναδεικνύουν, με έναν ανέλπιστο τρόπο για τα αφτιά ενός πρωτοακούοντα, τη δυναμική του πρωτόγονου ήχου των παραδοσιακών κρουστών.
Στο δεύτερο μέρος οι συνεργασίες δίνουν και παίρνουν. Εν μέσο Τριωδίου –είμαστε ένα βράδυ πριν την Τσικνοπέμπτη, άλλωστε– οι σολίστες δεν ξεχνούν να μας βάλουν στο κλίμα με τα αποκριάτικα της Νάουσας. Με τενεκέδες, νταούλια, τζαμάλα και κλαρίνα ξεσηκώνουν τον κόσμο από κάτω και τον μεταφέρουν απευθείας στον χρόνο και στον χώρο ενός αυθεντικά παραδοσιακού αποκριάτικου γλεντιού. Οι ήχοι από τη Μικρά Ασία, τη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη που ακούγονται εν συνεχεία ανασύρουν μνήμες, ενώ στέκονται καλές αφορμές για νέους αυτοσχεδιασμούς από τους δεξιοτέχνες. Η Κατερίνα Παπαδοπούλου στο τραγούδι και ο Σωκράτης Σινόπουλος στη λύρα συμπληρώνουν, ο καθένας από το μετερίζι του, το μουσικό κάδρο της συναυλίας. Το φινάλε και το encore τους είναι απογειωτικό και τους βρίσκει όλους μαζί –κρουστούς, κλαριντζήδες, λυράρη, τρομπετίστα– σε ένα διονυσιακό μουσικό παραλήρημα.
Πηγαίνοντας στο Μέγαρο σκεφτόμουν την ένταση και τον ρυθμό που θα ζούσα από κοντά. Αυτοί οι εκπληκτικοί δεξιοτέχνες, όμως, ανέδειξαν μια άλλη πλευρά των κρουστών. Εκείνη που μιλά για ένα μουσικό όργανο τόσο πομπώδες όσο και ευγενικό, τόσο δυναμικό όσο και παράξενα λυρικό. Οι έξι σολίστες κατάφεραν να μου κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον, αλλά κυρίως με έκαναν να αντιληφθώ τη μαγεία των κρουστών. Η οποία δεν περιορίζεται σε ένα μεγαλειώδες πρελούδιο ενός φαντασμαγορικού σόου, αλλά αποτελεί ήχο συνδεδεμένο με την αρχέγονη μουσική μας παράδοση.