Όντας για πρώτη φορά σε συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου, δεν ήξερα τι θα συναντήσω. Η συνήθειά μου να μην ενημερώνομαι από πριν για το τι παίζεται, πώς παίζεται και τι κλίμα επικρατεί σε μια συναυλία πριν το διαπιστώσω ιδίοις όμμασι, ενίσχυε την απορία μου (ή την ανησυχία μου για να το θέσω διαφορετικά), μήπως τα γνωστά συναυλιακά συμπτώματα των Ελλήνων έντεχνων καλλιτεχνών γίνουν ορατά και στο Fuzz.
Μιλάω δηλαδή για συμπτώματα όπως η ανεπαρκής ενορχηστρωτική ικανότητα –με αποτέλεσμα την ανούσια παρουσία οργάνων επί σκηνής, με το καθένα να παλεύει να βρει χρόνο μέσα στα κομμάτια μέσω ανούσιων σόλο– η αδυναμία σημείου αναφοράς του καλλιτέχνη –με αποτέλεσμα να παίζονται κομμάτια από όποιον άλλο μουσικό μπορείς να φανταστείς– και η παντελής απουσία δομής και συνέχειας των live. Απόρροια, αυτό, των απαιτήσεων του κοινού μέσω της γνωστής ιαχής «κι άλλο», «κι άλλο», η οποία καταλήγει σε ένα τεράστιο ξεχείλωμα της βραδιάς, με τους καημένους τους μουσικούς να έχουν παίξει γύρω στα 40 τραγούδια.
Ευτυχώς το Σάββατο, μόνο το αναπόφευκτο τρίτο σύμπτωμα έδωσε το παρών. Σε ένα κατάμεστο Fuzz, με εισιτήρια εξαντλημένα, ο Λαρισαίος τραγουδοποιός έδωσε –με αφορμή το νέο του άλμπουμ Ελάχιστος Εαυτός– μια παράσταση υψηλής μουσικής ποιότητας και αισθητικής. Και προπαντός ροκ χαρακτήρα, που δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει από ό,τι ροκ αναζητούμε σε ξένους καλλιτέχνες. Δίπλα στον Θανάση Παπακωνσταντίνου στάθηκε μια απίστευτα δεμένη μπάντα, η οποία, φτάνοντας μέχρι και τα 10 άτομα σε αριθμό, μπορεί άνετα να αποκαλείται ως ελληνική μουσική κολεκτίβα. Δέσποσαν το βιολί και τα πλήκτρα του Φώτη Σιώτα, η ακουστική κιθάρα του Δημήτρη Μυστακίδη, αλλά και η ηλεκτρική, το μπουζούκι, το λαγούτο, τα ντραμς, το κοντραμπάσο, η τρομπέτα, το κλαρίνο και βέβαια τα φωνητικά των τριών τραγουδιστών (του Σιώτα, του ίδιου του Παπακωνσταντίνου και της Ματούλας Ζαμάνη).
Το θέμα όμως δεν είναι αυτό, αλλά ο καθαρός και γεμάτος ήχος που έβγαζαν, δίνοντας δυναμική και βάθος σε κάθε τραγούδι, χωρίς αυτό να το προϋποθέτει το ίδιο. Γιατί καλά και ωραία να λέμε ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει στον “Πεχλιβάνη” (που δεν συμβαίνει, απλά το θηριώδες ξέσπασμα στο τέλος σφραγίζεται στον εγκέφαλό σου για πάντα), άλλα όταν γίνεται στο “Φεϊρούζ” ή στο καινούργιο “Σιμούν”, τότε πρόκειται για επίτευγμα. Το γεγονός πως υπήρχε η δυνατότητα να ξεχωρίσεις τη συμβολή του κάθε οργάνου και ότι βρισκόταν εκεί χωρίς να αποτελεί διακοσμητικό στοιχείο το οποίο θα έχει την ευκαιρία να κάνει αισθητή την παρουσία του στο τέλος κάποιου κομματιού –ξεχειλίζοντας απλά τη χρονική του διάρκεια– δείχνει, επιτέλους, σύγχρονη αντίληψη και εφαρμογή των ενορχηστρώσεων. Και βέβαια ότι ο Παπακωνσταντίνου μπορεί να περηφανεύεται πως βρήκε αντάξιους αντικαταστάτες των Λαϊκεδέλικα, επικαλούμενος την άποψη του έγκυρου (και παγκοσμίου φήμης, πλέον) μουσικογράφου Γιώργου Μιχαλόπουλου, ο οποίος εύστοχα απέδωσε την όλη βραδιά με το σχόλιο «γάμησε η μπάντα, αλλά 4 ώρες με γάμησε η μέση μου».
Δεν θα μείνω στο πόσο εκφραστική και ζωντανή ήταν η φωνή της Ματούλας Ζαμάνη ή πόσο εύστοχη και σωστή αυτή του Σιώτα, αλλά στην παρουσία του Δημήτρη Μυστακίδη που ένιωθες πως καθοδηγούσε τα πάντα πάνω στη σκηνή και έδινε τον ρυθμό για το οτιδήποτε, παίρνοντας άνετα τον τίτλο του άνθρωπου-ορχήστρα. Τώρα, αν κάνα πνευστό έπεσε πάνω σε κάνα έγχορδο ή το ανάποδο, έγινε στιγμιαία και δεν χρήζει παραπάνω λόγου.
Για τα κομμάτια μπορώ να πω ότι δηλώνω αναρμόδιος για να γράψω και να εκφέρω διεξοδική άποψη για κάθε ένα από αυτά, σε σχέση με όσους πιθανόν διαβάζουν το κείμενο. Μπορώ να πω πάντως πως δεν με άφησαν αδιάφορο αυτά του νέου δίσκου, ειδικά το “Του Έρωτα Και Του Θανάτου”, το οποίο έδωσε το έναυσμα για μια μίνι θεματική περί αγάπης και θανάτου μέσα στο live. Ανάμεσα στα υπόλοιπα highlights της βραδιάς ήταν επίσης το “Σ’ Αφήνω Γεια” με την acid jazz αισθητική που εξελίσσεται σε παραλήρημα πνευστών, αλλά και το “Μανάκι Μου” της Μαρίκας Παπαγκίκα, ερμηνευμένο από τον ίδιο τον Παπακωνσταντίνου. Τα κλασικά, πλέον, “Όταν Χαράζει”, “Αποσπερίτης”, “Μιλώ Για Σένα”, “Η Κοιλάδα Των Τεμπών”, “Στην Αμερική”, “Η Ανδρομέδα”, “Αερικό” και φυσικά ο “Διάφανος” –με τον οποίο κι έκλεισε τελικά το τετράωρο σόου στο Fuzz– αρκούσαν να προκαλέσουν πλήθος επιφωνημάτων και χοροπηδητών στον κόσμο.
Τέλος, για τον ίδιο τον Θανάση Παπακωνσταντίνου έχω να πω ότι μου απέδειξε γιατί είναι ο κύριος λόγος που δεν φυτοζωεί εντελώς η ελληνική (έντεχνη) μουσική σκηνή. Και επίσης ότι πρέπει να είναι πάρα πολύ καλός άνθρωπος, για να επιτρέπει τέτοιο χαβαλέ από τους ηχολήπτες: ανέλαβαν σε κάποιο σημείο τη σκηνή και άρχισαν να παίζουν “Ring Of Fire” (όπου ο τραγουδιστής-ηχολήπτης μπέρδεψε τους στίχους), “Fight For Your Right To Party” και “Should I Stay Or Should I Go”. Αν και, απ’ ότι κατάλαβα, μιας και πρωτάρης στο θέαμα, είναι κάτι καθιερωμένο –ως encore. Παρόλα αυτά, ρε παιδιά, τον μπουζουξή της μπάντας, να τα ακούει αυτά, δεν τον σκέφτηκε κανείς;
Φωτογραφίες: Αίγλη Δράκου