Μια κυρία που έχει πλησιάσει επικίνδυνα την ηλικία των –όντα, παρακαλάει τον υπάλληλο του Μεγάρου πίσω από το γκισέ για ένα δεύτερο εισιτήριο. Αυτός, με βλέμμα προφανούς αδιαφορίας κι ενώ σκανάρει τον χώρο της εισόδου για απροσδιόριστους λόγους, της απαντά ορθά-κοφτά πως δεν υπάρχουν άλλα. «Έλα τώρα που δεν έχεις…», λέω από μέσα μου και φαντάζομαι τη γηραιά κυρία, έτσι στολισμένη όπως την έχω μπροστά μου με το ταριχευμένο ζωάκι που στολίζει τους ώμους της και τα τεράστια χρυσά σκουλαρίκια που κρέμονται από τα αφτιά της, να παρακολουθεί φανατικά ένα υπαίθριο δημοτικό ρεσιτάλ –κοινώς πανηγύρι– στην κεντρική πλατεία της αρκαδικής Περδικοβρύσης.

Με τέτοιου είδους εικόνες να τρέχουν στο μυαλό μου, ανεβαίνω τις μνημειακές σκάλες του Μεγάρου για να φτάσω στα θεωρεία. Ομολογώ ότι η βασική σκέψη η οποία μου τριβελίζει το μυαλό είναι το πώς συνδυάζονται τα κλαρίνα και τα μέγαρα. Δεν είμαι από αυτούς που αντιμάχονται τις αντιθέσεις, τουναντίον τις γουστάρω απίστευτα. Αλλά να, είναι που εκείνο το υπερβολικά γυαλισμένο μάρμαρο του φουαγιέ μοιάζει τόσο ξένο σκηνικό για τον βραχνό και λυπητερό ήχο του κλαρίνου.

Η παράσταση ξεκινά, η αίθουσα Χρήστου Λαμπράκη είναι γεμάτη και ο Πετρολούκας Χαλκιάς ανοίγει τη συναυλία. Ο ήχος της Ηπείρου, βαρύς και αργόσυρτος, θες δεν θες σε καθηλώνει. Το βιολί του Αχιλλέα Χαλκιά συνοδεύει και δημιουργεί τις συνθήκες για φανεί το κλαρίνο συμπαθητικό ακόμα και σε όσους εγγενώς δεν ταιριάζει ηχητικά. Ακολουθούν δεξιοτεχνικές αναγνώσεις παραδοσιακών ακουσμάτων από τη Θράκη, τη Μικρά Ασία και τη Μακεδονία. Ο Νίκος Φιλιππίδης, ο Γιώργος Κωτσίνης και ο Δημήτρης Κώτσικας –οι έτεροι βιρτουόζοι του κλαρίνου– συμπληρώνουν το πρωταγωνιστικό καρέ και μοιράζουν τον ήχο ανά γεωγραφικές περιοχές. Τι κι αν ο Φιλιππίδης με τον Κωτσίνη κατάγονται από την Ήπειρο, συνδράμουν με το παίξιμό τους στο ανάλαφρο πετάρισμα του θρακιώτικου ήχου και στην ευγένεια των σμυρναίικων μελωδιών, αντίστοιχα. Ο Μακεδόνας Κώτσικας κλείνει το πρώτο μέρος της παράστασης, με τον αναμενόμενο διονυσιασμό τον οποίο προκαλούν τα Χάλκινα Πνευστά της Κοζάνης που τον συνοδεύουν.

Στη δεύτερη εμφάνιση του Πετρολούκα Χαλκιά, ένας κύριος από την πλατεία σφυρίζει κλέφτικα. Γελάω, γιατί τέτοιου είδους εκφράσεις διαταράσσουν την ακαδημαϊκότητα του εγχειρήματος. Καπάκι, οι τρεις κλαρινιντζήδες με την κοινή ηπειρώτικη καταγωγή συνδιαλέγονται σε έναν αυτοσχεδιασμό. Εκεί ξεχωρίζεις την τεχνοτροπία, τον χαρακτήρα και την ψυχή του καθενός. «Να, το μυστικό» σκέφτομαι: άμα κλείσεις τα μάτια και τεντώσεις λίγο παραπάνω το αφτί, θα καταλάβεις με μηδενικές αποκλίσεις αποτυχίας ποιος σολάρει. Τα Χάλκινα βρίσκονται ξανά επί σκηνής αλλά δεν μου κάνουν πολύ αίσθηση –νιώθω ότι κρύβουν τη δύναμη του κλαρίνου. Όλοι μαζί επί σκηνής, οι δεκατρείς οργανοπαίχτες και οι τέσσερις λαϊκοί σολίστες μας αποχαιρετούν. Η συνδρομή των κρουστών στην ενορχήστρωση και το παιχνίδισμα του Κώστα Μερετάκη και του Σπύρου Αλεύροντα με ενθουσιάζει, ενώ μου κλείνει το μάτι για τη δεύτερη βραδιά που έπεται σε λίγο καιρό, αφιερωμένη στον ήχο των κρουστών.

Στην έξοδο δεν έφυγα με απαντήσεις στα βασανιστικά ερωτήματα τα οποία με κατέκλυζαν κατά την είσοδό μου. Το να απομακρύνεις μία τέχνη μακριά από τον βιωματικό της χώρο και να την τοποθετείς σε ένα διαφορετικό σκηνικό, στα πλαίσια ενός ακαδημαϊκού αφιερώματος, δεν με κάνει να αντιδρώ και πολύ. Ίσως να μη με αφορά, εντέλει. Η στιλιστική εικόνα του Φιλιππίδη όμως (μαύρο κουστούμι και πουκάμισο με κατάλευκη γραβάτα), σε συνδυασμό με το κλαρίνο στα χείλη τα λέει όλα. Το κλαρίνο συντηρεί ακόμα τον μύθο του περί εθνικού οργάνου. Τι και αν έχασε για λίγο το φυσικό του φόντο, η ψυχή του κλαρινιντζή το κάνει να παραμένει ακόμα ζωντανό, μπροστά σε ένα κοινό που διψά να επαναφέρει τις μουσικές του ρίζες. Τη μνήμη του.

Φωτογραφίες: Σμαρώ Μπότσα

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured