Νιώθω ότι προλαβαίνω δεν προλαβαίνω, και εννιά παρά πέντε βρίσκομαι στο φανάρι της Βουκουρεστίου απέναντι από το (παλιό) Ζόναρς, να διασχίζω τη Σταδίου κυριολεκτικά με την ψυχή στο στόμα. Ρίχνω κλεφτή ματιά λίγο πιο κάτω για να κοζάρω πόσο κόσμο θα έχει απ’ έξω από το θέατρο: η συνηθισμένη εικόνα του Παλλάς, με παλαίμαχους celebrities, μανιώδεις καπνιστές και φωνασκούντες γιάπηδες εκλείπει. Ψυχή ζώσα. Έχει γούστο, σκέφτηκα, να μην έχει πατήσει άνθρωπος στη συναυλία...
Η είσοδός μου στο Παλλάς με κάνει να αναφωνήσω λάθος, τρις. Πλατεία και εξώστης είναι αρκούντως γεμάτα από κόσμο –έναν κόσμο λίγο διαφορετικό. Λιγότερο δήθεν, περισσότερο προσιτό και απίστευτα εναρμονισμένο με το κλίμα της βραδιάς. Όλοι δε περιμένουν στη θέση τους, δείχνοντας έτοιμοι να απολαύσουν την αγαπημένη τους Ευανθία Ρεμπούτσικα.
Η παράσταση ξεκινά λίγο μετά, με τη μπάντα να ανεβαίνει σιγά-σιγά στην αυλαία. Είναι πολύ όμορφος ο τρόπος που επέλεξαν οι μουσικοί για να κάνουν την είσοδό τους: με τα όργανά τους ανά χείρας, περιπλανώνται επί σκηνής σαν να είναι μουσικοί του δρόμου. Η εμφάνιση της συνθέτριας, κατόπιν, έλαβε και το μεγαλύτερο χειροκρότημα. Λογικό. Συγκρατημένη και σεμνή, η Ρεμπούτσικα μας χαιρετά και μιλά για το ταξίδι Αθήνα-Κωνσταντινούπολη που θα κάνουμε παρέα. «Για την πόλη που ζω και την πόλη που αγάπησα», λέει και η παράσταση παίρνει τα πάνω της.
Eπί σκηνής ακούγονται μελωδίες από τους Μεγάλους Έλληνες, την Πολίτικη Κουζίνα, το Αστέρι Κι Ευχή, τις Μικρές Ιστορίες και από το Ulak. Το βιολί πρωταγωνιστεί και επιδίδεται σε ένα ατέρμονο φλερτ με το κόντρα μπάσο του Fergus Curry, αλλά και με την πολίτικη λύρα του Σωκράτη Συνόπουλου και με το τσέλο του Πλούταρχου Ρεμπούτσικα. Ο κόσμος συνεχίζει να με εκπλήσσει: χειροκροτεί παθιασμένα σε κάθε παύση των κομματιών και παρακολουθεί με πλήρη προσοχή. Αναρωτιέμαι, τόσος κόσμος για τη Ρεμπούτσικα; Όχι, δεν υποτιμώ το γκελ της συνθέτριας στο κοινό –που, μεταξύ μας και όπως διαπιστώνω, μοιάζει σχεδόν ισάξιο με εκείνο του Σπανούδακη στη δεκαετία του 1990.
Ναι, οι μελωδίες της Ρεμπούτσικα είναι κινηματογραφικές, είναι κατάλληλες για να ντύσουν το soundtrack της κυριακάτικης μελαγχολίας σου, είναι αυτές που θα συνοδεύουν το τρεχαλητό των σύννεφων πάνω στον μουντό ουρανό. Κι όμως έφυγα από το Παλλάς με ένα αίσθημα ανικανοποίητου... Ήθελα η έξυπνη ιδέα της εισόδου των μουσικών στη σκηνή να έχει και συνέχεια. Ήθελα το παιχνίδι των μουσικών να γίνει ακόμα πιο allegro, όταν μάλιστα εκεί πάνω δεν μιλάμε για ένα one woman show, αλλά για μία ευκαιρία να αναδειχτούν οι μουσικοί πίσω από τα όργανα. Ήθελα μία μεγαλύτερη ευκαιρία στην εικόνα να συμβάλει και αυτή στο αισθαντικό σκηνικό της Ανατολίας, που τόσο αγαπά η Ρεμπούτσικα. Φευ, οι αξίες είναι αξίες και το πολυπληθές κοινό του Παλλάς μάλλον κάτι παραπάνω θα ξέρει από μένα, που έφυγα τρέχοντες προς την έξοδο να προλάβω το λεωφορείο.
Μία αυθεντική μπάντα του δρόμου έξω από τις πύλες του Παλλάς μου έκλεινε πονηρά το μάτι. Έχω να δώσω πολύ καιρό λεφτά σε πλανόδιο μουσικό. Με έκαναν να χαμογελάσω και να βάλω το χέρι στη τσέπη να πιάσω τα ψιλά. Το κρύο έγινε ακόμα πιο τσουχτερό και τα λεωφορεία για μία ακόμη φορά απεργούν... Ο ήχος του ακορντεόν, της πολίτικης λύρας και του βιολιού παίζουν στα αφτιά μου. Γλυκιές μελωδίες, σκέφτομαι…..
Φωτογραφίες: Σμαρώ Μπότσα