>

Η πλατεία πίσω από το Δημαρχείο του Πειραιά θύμιζε κάτι από τις παγωμένες, στολισμένες και καλογυαλισμένες πόλεις της βόρειας Ευρώπης, όταν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Τσουχτερό κρύο, αέρας που σε έκοβε σαν ξυράφι (άτιμη θάλασσα) και χιλιάδες πολύχρωμα φωτάκια να κρέμονται από τις βιτρίνες, τα μπαλκόνια και τις λάμπες του δρόμου. Και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο οποίος ετοιμαζόταν για ένα ακόμα live στον ολοκαίνουργιο πολυχώρο PassPort, άφηνε για λίγο τα απομονωμένα λημέρια του, ερχόμενος στο λιμάνι. Η ιδιαιτερότητα της ημέρας υπονοούσε πως μάλλον ήρθε για να φέρει μαζί του την ξαφνική μα πολυπόθητη παγωνιά και τη μαγεία των γιορτών. 

Η ζεστή ατμόσφαιρα του PassPort στάθηκε καλοδεχούμενο αντίβαρο στο κρύο. Ο κόσμος πάρα πολύς: από νωρίς το μπαρ και τα τραπέζια γέμισαν ασφυκτικά και ίσα-ίσα μπορέσαμε να βολευτούμε κάπου στα πλαϊνά της σκηνής, χάρη στη βοήθεια των ανθρώπων του χώρου.  Συνεσταλμένος και λιγάκι νευρικός μα συνεπέστατος στο ραντεβού των έντεκα, με την πάντα μακριά του αλογοουρά που έχει αρχίζει να γκριζάρει τελευταία («γοητεία», λέει μια φίλη), ο Αλκίνοος Ιωαννίδης έκανε την εμφάνισή του ανάμεσα στα πολλά όργανα που φιλοδοξούσε να παίξει εκείνο το βράδυ μόνος του. Αν και, όπως μας εξομολογήθηκε, δεν κατάφερε ποτέ να γίνει αυτό που ονειρεύτηκε –δηλαδή ένας πραγματικά καλός οργανοπαίχτης. 

Όμως, το ζήτημα με τους τραγουδοποιούς είναι πως δεν έχεις την απαίτηση από αυτούς να γίνουν βιρτουόζοι κάποιου μουσικού οργάνου. Αντίθετα, περιμένεις να γίνουν βιρτουόζοι του ίδιου του εαυτού τους, της μοναδικής τους έκφρασης, του προσωπικού τους στίγματος. Και, υπό αυτή την έννοια, και πάρα το γεγονός ότι είχε παρέα μια αρμαθιά αγαπημένα και όμορφα τραγούδια, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης παρουσιάστηκε το βράδυ της Παρασκευής σαν το ακριβώς αντίθετο από ό,τι τον ανέμενες να είναι: ένας καλλιτέχνης χαμένος πίσω από τα πάμπολλα όργανα του και τα τεχνολογικά κόλπα της προ-ηχογράφησης, ο οποίος δεν μπόρεσε να βρει το πάθος και την ένταση ώστε να πει όσα με τόσο επιτυχημένο τρόπο έχει μετατρέψει σε τραγούδια.

Φυσικά, οι αναγνωρίσιμες, αναμενόμενες και αγαπητές στον κόσμο στιγμές δεν έλειψαν. Από το “Όνειρο Ήτανε” και το “Όσα Η Αγάπη Ονειρεύεται” στην “Αγορά του Αλχαλίλι” και στο “Με Τόσα Ψέματα” το κοινό σιγοτραγούδησε –αλλά συγκρατημένα και όχι με τη ζεστασιά με την οποία το έχουμε συνηθίσει να συμμετέχει στα live του Ιωαννίδη. Από το κυπριακό “Τρεις Καλογέροι Κρητικοί” στον “Καθρέπτη” και από εκεί στο “Αδιέξοδο”, ο Aλκίνοος ήταν καθ’ όλα σωστός και ακριβής μα, για κάποιον απερίγραπτο λόγο, ακαθόριστα αποσυγκεντωμένος, με τις πιο δυνατές στιγμές της βραδιάς (“Γιατί Δεν Έρχεσαι Ποτέ” και “Δεν Μπορώ”) να περνάνε έτσι γρήγορα και χωρίς κορύφωση.

Λίγα λεπτά πριν μας καληνυχτίσει, ο Ιωαννίδης έσκυψε από τη σκηνή και τράβηξε επάνω μια καρέκλα. Την τοποθέτησε άκρη-άκρη, τόσο ώστε νόμιζες ότι θα πέσει μαζί με την καρέκλα και την κιθάρα του στο μπροστινό τραπέζι. Κάπως έτσι επέλεξε να «απολογηθεί», λέγοντάς μας πως την προηγούμενη ημέρα πέθανε στη Ρωσία ο δάσκαλος του και ότι ήταν «πολύ λυπημένος». Δεν είπε στενοχωρημένος –άλλωστε στενοχωρημένος μπορείς να αισθανθείς προσωρινά και για το οτιδήποτε, η λύπη όμως είναι ένα διαφορετικό πράγμα. Του αφιέρωσε το “Ζήνωνος” του Νίκου Ζούδιαρη γιατί αγαπούσε πολύ, όπως μας είπε, την ελληνική μουσική. Περισσότερο απ’ όλα τα τραγούδια που έχει γράψει ο ίδιος, αυτά ήταν τα τέσσερα λεπτά κατά τα οποία ο Αλκίνοος κυριολέκτησε περισσότερο. Κι εσύ, παντογνώστη ακροατή και δισκοκριτικέ,  πόσο άσχημα αισθάνεσαι όταν, πριν από πέντε χρόνια, γελούσες ειρωνικά με την απόφαση ενός νεαρού τραγουδοποιού –στο απόγειο της καριέρας του– να μεταβεί στη Ρωσία για να σπουδάσει μουσική στο πλευρό του Μπορίς Τίσιενκο;  Αισθάνεσαι έστω και λίγο άσχημα. Παραδέξου το...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured