Φωτογραφίες: Σμαρώ Μπότσα
Είναι κάποιοι καλλιτέχνες που για την ελληνική μουσική πραγματικότητα αποτελούν αξιακές μορφές. Τα χαρακτηριστικά τους είναι πολύ συγκεκριμένα: έχουν δώσει σταθερά καλά τραγούδια στην πάροδο των ετών, έχουν μείνει πιστοί για αυτό που τους αγάπησε το κοινό τους, έχουν φανατικούς θαυμαστές και κουβαλούν ακόμα πάνω τους την αγωνία και την αθωότητα της πρώτης περιόδου της καριέρας τους –από τις δεκαετίες του 1980 και 1990. Ο Δημήτρης Ζερβουδάκης ανήκει σε αυτή τη συνομοταξία καλλιτεχνών. Η πρεμιέρα του στη σκηνή της Αυλαίας αδιαμφισβήτητα σου ξυπνάει μνήμες –ευχάριστες μνήμες– από το παρελθόν σου. Από τότε δηλαδή που καθόσουν και έγραφες κασέτες και η έννοια του repeat ήταν μία χρονοβόρα διαδικασία. Είναι αξία πια ο Ζερβουδάκης στον χώρο και οι ζωντανές του εμφανίσεις μία καλή αφορμή για να το ξαναθυμηθείς.
Δεν πρωτοτύπησε ούτε προσπάθησε να μπει στη λογική επαναπροσδιορισμού του υλικού του ο Ζερβουδάκης. Τραγούδησε, αντίθετα, όπως ξέρει και όπως μας έχει συνηθίσει. Δεν είναι λίγο ο καλλιτέχνης από σκηνής να προκαλεί συναισθήματα οικειότητας στον άνθρωπο που τον παρακολουθεί από κάτω. Και δεν μου λέει και πολλά όταν αγγίζει το φανατικό κοινό που τον ακολουθεί συνεχώς, αλλά μου λέει περισσότερα όταν αγγίζει όλους όσους δεν παίζουν αναγκαστικά στα δάκτυλα του ενός χεριού το ρεπερτόριο του καλλιτέχνη. Και αυτό το πράγμα ο Ζερβουδάκης το πέτυχε. Μίλησε με το σύνολο του ρεπερτορίου του, από τότε που τραγουδούσε με τους Νέους Επιβάτες μέχρι και με τα τελευταία του τραγούδια από το Πώς Να Αναπνεύσω, και κατάφερε να βάλει στον δικό του μικρόκοσμο όλους όσους βρέθηκαν εκείνη τη βραδιά στην Αυλαία για να τον ακούσουν.
Το ερώτημα που τίθεται βέβαια είναι κατά πόσο το κλίμα που επιμένει ο Ζερβουδάκης να δημιουργεί εν έτει 2010, αφορά και συγκινεί. Χωρίς περισυλλογή σας λέω ότι το δεύτερο ισχύει. Για το πρώτο σίγουρα θα υπάρξουν αντιρρήσεις –και από τον γράφοντα, και από άλλους. Όμως το επιχείρημα εδώ είναι ότι ο Ζερβουδάκης είναι ένας βιωματικός τραγουδιστής που, εκ των πραγμάτων, δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσει αδιάφορο. Ένας τροβαδούρος, ευτυχώς όχι γλυκανάλατος, που θα καταφέρει ακόμα και τον πιο απαιτητικό να τον αγγίξει –έστω να του μιλήσει για ένα τρίλεπτο, όσο διαρκεί δηλαδή ένα μικρό τραγουδάκι. Η φωνή του μένει ακόμα αναλλοίωτη, βαθειά και πάντα αρρενωπή –τραβιέται συχνά-πυκνά από το μικρόφωνο για να κρύψει το ιδιαίτερο μπάσο της φωνής του. Η παρουσία δε της Σοφίας Γεωργαντζή στάθηκε ευχάριστη για το κοινό. Καλή φωνή, ιδιαιτέρως όμορφη παρουσία, πρόσωπο που έδειχνε ότι αγαπάει το τραγούδι και κυρίως η απαραίτητη θηλυκή πινελιά, η οποία βοήθησε να μη μπατάρει η βάρκα, ισορροπώντας στις ηχητικές όχθες του ακροατή.
Ο Ζερβουδάκης φέρει μαζί του λίγη από τη σκόνη της δεκαετίας όπου μεσουρανούσε το ελληνικό ροκ και εμφανιζόταν το κύμα των τραγουδοποιών. Πρόκειται για ένα κράμα χαρακτηριστικών που, όταν τα συνδυάζει στην κιθάρα του, καταφέρνει να τον κάνει αυτόν τον αναγνωρίσιμο καλλιτέχνη που αγαπήσαμε –ο καθείς για τον δικό του λόγο. Αν πάτε στην Αυλαία θα το επιβεβαιώνει αυτό στην κάθε του νότα. Προσοχή: το “Γράμμα Σε Ένα Ποιητή”, όσες φορές και να ακουστεί, όσους πειραματισμούς και να δεχθεί, θα παραμένει το υπερτραγούδι-ταυτότητα του καλλιτέχνη. Το καταλαβαίνεις ακόμα μία φορά όταν ο Ζερβουδάκης το κρατά για το τέλος του προγράμματος και πειραματίζεται εντέχνως μαζί του.