Αυτό που περιμένουμε όλοι πηγαίνοντας σε μια συναυλία, δεν είναι άλλο από το να μας αρέσει εξ' ολοκλήρου. Η επόμενη καλύτερη επιλογή είναι να μας κερδίσει σταδιακά. Αν υπάρχει, λοιπόν, ένα μυστικό σε μία ζωντανή εμφάνιση, αυτό είναι να τραβήξει τα βλέμματα στην αρχή και να καταφέρει να τα καθηλώσει σιγά-σιγά μέχρι το τέλος. Ανεξάρτητα από το αν θα υπάρξουν και σημεία όχι τόσο ενδιαφέροντα κατά τη διάρκεια. Αυτό ακριβώς νομίζω έκανε το Σάββατο το βράδυ ο Θάνος Ανεστόπουλος στην Αυλαία. Ιδανική αρχή και ένα encore σαν συναυλία σε παράλληλο σύμπαν, όπου ακόμα και σήμερα η απώλεια (των Διάφανων Κρίνων) δεν έχει γίνει συνήθειά μας.
Αρχικά ο Ανεστόπουλος βγήκε στη σκηνή μόνος, με την κιθάρα του. Ήταν 23.35. Ο κόσμος είχε ήδη γεμίσει όλα τα τραπέζια και τις μπάρες που είχαν στηθεί στο μαγαζί. Μάλιστα, κάποιοι είχαν κάτσει κάτω, στον κενό χώρο μπροστά από τη σκηνή. Ακόμα και στις σκάλες είχαν μαζευτεί μερικοί. Λίγο πριν ξεκινήσει η μουσική, ακούστηκε από τα ηχεία η μαγνητοφωνημένη απαγγελία του ποιήματος “Αυτό Το Ποίημα Είναι Για Σένα”, με τη φωνή του Ανεστόπουλου να κατακρίνει όλους τους δήθεν αυτού του κόσμου –και γενικότερα το σαθρό σύστημα της Ελλάδας. Ψιθυριστά σχόλια και μέγα χειροκρότημα ακολούθησε, όπως ήταν φυσικό, αφού όλοι οι παρευρισκόμενοι ταυτίστηκαν μάλλον με την επίθεση στην υποτιθέμενη εναλλακτικότητα και άλλα στραβά τα οποία έχουμε ως έθνος.
Για τα 3-4 πρώτα τραγούδια του σετ, ο Ανεστόπουλος μας ζήτησε να τον κεράσουμε τη σιωπή μας. Και εκείνος με τη σειρά του μας κέρασε τη βαθιά φωνή του με συνοδεία πότε της κιθάρας του και πότε της φυσαρμόνικάς του. Δίκαια πράγματα. Μελωδικοί ήχοι, στίχοι μελαγχολικοί και σαν αποτέλεσμα μία πολύ ατμοσφαιρική έναρξη. Μετά την τόσο ακουστική αρχή, τον πλαισίωσαν στη σκηνή οι μουσικοί του. Η βραδιά πήρε λίγο πιο δυναμική διάσταση, με το theremin του Τηλέμαχου Μούσα να κυριαρχεί σε πολλά από τα τραγούδια. Το χρησιμοποιούσε με τόσο πάθος και το αποτέλεσμα ήταν τόσο εντυπωσιακό, ώστε κάποιος από την παρέα μου άρχισε να σκέφτεται σοβαρά να μάθει theremin. Άλλη μία «καινοτομία» το μουσικό πριόνι του Νίκου Γιούσεφ, του οποίου ο ήχος ήταν ιδιαίτερος. Ωστόσο, εγώ τάσσομαι υπέρ της κιθάρας του Θάνου Ανεστόπουλου, η οποία –σε συνδυασμό με το μπάσο και με την έτερη (ηλεκτρική) κιθάρα– έδιναν έναν τρομερά ολοκληρωμένο και δυνατό ήχο στα κομμάτια.
Το live χωρίστηκε σε δύο μέρη, μεσολάβησε δηλαδή ένα δεκαπεντάλεπτο διάλειμμα. Πριν από αυτό, τα περισσότερα τραγούδια ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες, με σίγουρη ψήφο εμπιστοσύνης στο “Μαύρος Σκύλος” και στο “Μίζερο Φως” από τα παλιά –στο τελευταίο σχεδόν ανατρίχιασα. Στο δεύτερο μέρος, ωστόσο, οι εκτελέσεις δεν στάηκαν τόσο ικανοποιητικές. Περίμενα, για παράδειγμα, πως η “Εφηβική Μπαλάντα των Εξαρχείων” και η “Γαλέρα” θα με ενθουσίαζαν στη ζωντανή απόπειρα, μα δεν συνέβη.
Και μετά από δύο γεμάτες ώρες παρουσίας στη σκηνή, έρχεται εκείνη η μαγική στιγμή όταν ακούγεται η πρώτη νότα από το “Βάλτε Να Πιούμε”. Ο Θάνος Ανεστόπουλος σηκώνει όσους κάθονταν κάτω ενώ πολύς κόσμος σηκώνεται από τις θέσεις του κι αρχίζει να μαζεύεται μπροστά από τη σκηνή. Όσα λεπτά κράτησε το τραγούδι, όλοι σιγοτραγουδούσαν και ο Ανεστόπουλος είχε αυτό το βλέμμα που κοιτάει στο υπερπέραν, αλλά σε μαγνητίζει. Μετά το πέρας του πολυαναμενόμενου τραγουδιού και αφού σείστηκε η Αυλαία, βγήκε για το encore –μόνος του αρχικά και στη συνέχεια με όλη τη μπάντα. “Μέρες Αργίας”, “Τελευταίος Σταθμός”, “Τελευταία Μέρα”, “Θα Πεθάνω Ένα Πένθιμο Του Φθινόπωρου Δείλι”. Όλα παιγμένα, ακριβώς όπως θα έπρεπε να τα παίξουν. Κι ένα κοινό σε απόλυτο συγχρονισμό με τη μουσική και τους στίχους. Το σκηνικό δεν θα μπορούσε να είναι πιο ειδυλλιακό.
Σε γενικές γραμμές, η συναυλία του Θάνου Ανεστόπουλου στην Αυλαία διέθετε πολύ καλές στιγμές, αλλά το κομμάτι που έκλεψε νομίζω την παράσταση είναι η ειδική μνεία στα Διάφανα Κρίνα. Είναι αρκετά πιθανό όλοι όσοι βρέθηκαν εκεί το Σάββατο το βράδυ να περίμεναν ακριβώς αυτό το μίνι αφιέρωμα στο ανύπαρκτο πλέον συγκρότημα. Σίγουρα πάντως δεν έμειναν ανεπηρέαστοι από τη σόλο προσπάθεια του Ανεστόπουλου. Ένα συγκρότημα όπως τα Διάφανα Κρίνα αποτελεί βαριά κληρονομιά, όμως στις 3 ώρες που έπαιξαν συνολικά ο Ανεστόπουλος με τη μπάντα του, κατέστησαν σαφές πως ναι μεν ο παλιός είναι αλλιώς, αλλά και ο νέος μπορεί να είναι ωραίος.