>Φωτογραφίες: Σταμάτης Λεόντιος
Πριν μπω στον Σταυρό Του Νότου Plus χάζεψα για λίγο απ’ έξω το πόστερ του σχήματος: Ζουγανέλη, Ματιάμπα και Αλευράς σε μια σκηνή που έφερνε κάτι από την γκλαμουριά του Μπρόντγουεϊ και τη λάμψη των αμερικάνικων μιούζικαλ. Πλάκα έχει, αν μη τι άλλο είναι από τις πιο στιλάτες και καλοφτιαγμένες αφίσες νυχτερινού σχήματος γι’ αυτή τη σεζόν. Όμως τελικά η αφίσα σε προϊδεάζει για λιγότερα από όσα σου επιφυλάσσει το πρόγραμμα.
Στη σκηνή του Plus, η Ελεωνόρα Ζουγανέλη πετυχαίνει να σε κρατήσει σε εγρήγορση με ένα μουσικό πρόγραμμα το οποίο κρατάει τέσσερις ολόκληρες ώρες. Ξεπερνώντας, λοιπόν, το μεσοκόπιασμα που θα καταβάλει τους ορθίους –πλην φανατικούς– θαυμαστές του σχήματος, έχουμε να κάνουμε με ένα πρόγραμμα ολοκληρωμένο, με ευρηματικό συνδυασμό τάσεων και αισθητικών, με πολύ κέφι και, κυρίως, με απίστευτη ενέργεια. Είχα πάρα πολύ καιρό να παρακολουθήσω ένα πρόγραμμα στο οποίο οι διασκεδαστές θα διασκέδαζαν περισσότερο από τους διασκεδαζόμενους. Η Ζουγανέλη είναι αεικίνητη, με εξαιρετική παρουσία πάνω στη σκηνή και ανεπανάληπτη όρεξη να τραγουδήσει. Ο Ματιάμπα ακολουθεί με την ίδια αστείρευτη ενέργεια για τραγούδι ενώ ο σόουμαν Θανάσης Αλευράς κλέβει την παράσταση με το ταλέντο του.
Κύριος σύμμαχος των τριών πρωταγωνιστών της βραδιάς, το ταλέντο τους. Αναμφισβήτητα. Τα παιδιά αναμετρόνται μ’ έναν απίστευτο αριθμό μουσικών ρευμάτων και ειδών και καταφέρνουν να τραγουδήσουν με την ίδια άνεση από Μάνο Χατζιδάκι και Σταμάτη Κραουνάκη μέχρι U2, Θέμη Καραμουρατίδη και Κώστα Λειβαδά. Στα πλαίσια λοιπόν της επιλογής να φτιάξουν ένα ολοκληρωμένο, διασκεδαστικό ποπ, αλλά όχι αναγκαστικά δομημένο με εύκολα τραγούδια πρόγραμμα, ανταποκρίνονται με το παραπάνω.
Τώρα θα μου πείτε τι σχέση υπάρχει μεταξύ των Evanescence και του Σταμάτη Γονίδη ή της Μαρινέλλας με τα Κίτρινα Ποδήλατα, ώστε να ακούγονται στο ίδιο πρόγραμμα. Προφανώς καμία, αλλά έλα που η πρωταγωνίστρια της βραδιάς, η Ελεωνόρα Ζουγανέλη, καταφέρνει να τους συνδυάσει τεχνηέντως με την ερμηνεία της και με τη φωνή της. Το κορίτσι αυτό είναι μαγικό. Καταφέρνει να βγάλει έναν ιδιαίτερο λυρισμό στο σύγχρονο λαϊκό “Με Τα Μάτια Κλειστά”, το οποίο είχε αποθεώσει με την ερμηνεία της η Γιώτα Νέγκα. Ξεσηκώνει τα πλήθη με τα εκ των πραγμάτων ανώδυνα σουξέ της (“Έλα”, “Αττική Οδός” κ.α.). Γίνεται μία αυθεντική λαϊκή τραγουδίστρια όταν τραγούδα άσματα που τα έχουμε ταυτίσει με τη Μοσχολιού. Είναι μία απόλυτη ποπ σταρ με προσωπική σφραγίδα όταν τραγουδά το “Bad Romance” της Lady Gaga. Και, τέλος, κοντράρει σε αίσθημα, εκτόπισμα και συγκίνηση τις κύριες Αλεξίου, Τσανακλίδου, Αρβανιτάκη των πρώτων εκτελέσεων.
Σας μοιάζει λίγο αχταρμάς το όλο concept; Μπορεί. Το σίγουρο είναι πάντως ότι, ενώ θα μπορούσε πολύ εύκολα όλο το πρόγραμμα να καταλήξει σε μία καυτή πατάτα, μία ωρολογιακή βόμβα που θα καταπόντιζε σκηνικά, μπάντα και τραγουδιστές, τελικά δεν γίνεται έτσι. Η Ζουγανέλη καταλήγει η θριαμβεύτρια της βραδιάς και βουλώνει τα στόματα όλων όσων την έχουμε στη μπούκα για το δισκογραφημένο της ρεπερτόριο –συμπεριλαμβανομένου και του γράφοντα. Η κοπέλα στο live πετάει και σε ωθεί να χτυπηθείς με χαζοτράγουδα τύπου “Αττική Οδός”, να σαστίσεις με την προσέγγιση της στον Χατζιδάκι και να αναρωτηθείς πώς αυτό το ποπ είδωλο με το πλατινέ-punk μαλλί, το σκουλαρίκι στη μύτη και τα trendy ρούχα τραγουδά Σακελαρίου και σε κολλάει στον τοίχο με το λαϊκό, πηγαίο αίσθημά της.
Εκεί ακριβώς έρχεται και η σύγκριση με τον Ησαΐα Ματιάμπα. Ο οποίος, ενώ κινείται με άνεση πάνω στον ροκ και ποπ σκελετό της ροής του προγράμματος, στο light λαϊκό πρόγραμμα –όπου συμμετέχει απροσδόκητα πολύ– σκοντάφτει καταφανώς. Ερμηνείες επίπεδες και χωρίς τα επιβεβλημένα λαϊκά τσακίσματα, λειτουργούν ισοπεδωτικά με ό,τι λαϊκό καταπιάνεται ο κατά τα άλλα ικανότατος τραγουδιστής. Μέσα σε όλα αυτά οι θεατρικές σφήνες του Θανάση Αλευρά λειτουργούν συνδετικά για το δέσιμο της παράστασης. Και αν δεν σας ξετρελάνουν τα πρώτα επιθεωρησιακά σκετσάκια, τα οποία λειτουργούν ως ανάλαφρο διάλλειμα μέσα στο μουσικό πρόγραμμα, θα του βγάλετε το καπέλο όταν θα βγει στη σκηνή με τον Ευριπίδη Ζεμενίδη και θα αμφισβητήσει τις διαχωριστικές γραμμές του ελληνικού άτεχνου και έντεχνου τραγουδιού. Κάπως έτσι το “Λέει, Λέει, Λέει” του Κότσιρα μετουσιώνεται σε βυζαντινό εκκλησιαστικό ύμνο, το “Απορώ” του Πάριου φοράει λάτιν φορεσιά και το “Boom Boom” της Σαμπρίνας αποκτά χατζιδακική αισθητική –ούτε στα πιο τρελά όνειρα της αοιδού.
Εκεί στον Νέο Κόσμο οι εκπλήξεις είναι όμως ακόμα περισσότερες. Η ενέργεια δεν σταματά ποτέ και οι πειραματισμοί έρχονται ο ένας πίσω από τον άλλο. Παιδιά της γενιάς του 2000 είναι η Ζουγανέλη και ο Ματιάμπα, και καταφέρνουν να πιάσουν άνετα τον παλμό της. Εδώ μην ψάξετε για έντεχνες προσεγγίσεις και για βαθυστόχαστες ερμηνείες. Εδώ θαυμάστε το θάρρος και το θράσος τριών παιδιών να βάλουν κάτω τις επιρροές τους, τα ακούσματα και τον αυθορμητισμό τους, δημιουργώντας μία παράσταση που τους ανακηρύσσει θριαμβευτές. Μπράβο στη σκηνοθέτη Ελένη Γκασούκα, η οποία κατάφερε να οργανώσει με τέχνη ένα πολλαπλών προσδοκιών σύγχρονο ελληνικό πρόγραμμα.