Φωτογραφίες: Έφη Κρητικού
Ποιο είναι το ζητούμενο σε μία όπερα και δη στο επί σκηνής ανέβασμά της; Οι φωνές, τα σκηνικά, το λιμπρέτο, η ορχήστρα, η κινησιολογία να φτάνουν σε επίπεδα που να προσφέρουν αυτή την αγαλλίαση την ψυχική, την οποία το συγκεκριμένο είδος (ακόμα και αν διαφωνούν οι ζηλωτές) είναι από τα λίγα που μπορούν να την προσφέρουν σε ένα τόσο (απο)θεωτικό επίπεδο. Και χωρίς φυσικά αξιολογική σειρά τα παραπάνω. Κατά την προσωπική μου άποψη δεν υπάρχουν καλύτερες και χειρότερες όπερες (προσοχή, όχι αγαπημένες), μα όπερες που έχουν ανεβαστεί σωστά ή όχι. Και σε αυτό το επίπεδο η όπερα Μαραθών Σαλαμίς του Παύλου Καρρέρ τα κατάφερε.
Το έργο του Καρρέρ, γραμμένο το 1888, έχει μία ισχυρή επιρροή από Βέρντι, αλλά κάτι τέτοιο δεν κρίνεται ως αρνητικό, παρατίθεται απλά ως διαπίστωση. Ακριβώς επειδή υπάρχει ο εθνικός αέρας πίσω του (ένεκα θεματολογίας), το λιμπρέτο σφύζει από υπερβολές και θούριους και ενίοτε είναι κουραστική η επανάληψη σε σειρά κάποιων στίχων. Την ίδια όμως στιγμή είναι ευρηματικότατη η παράλληλη και διαφορετικών στίχων εκφορά από μέρους των πρωταγωνιστών, σε διάφορα σημεία της τεσσάρων πράξεων όπερας.
Το θέατρο Ολύμπια ήταν σχεδόν γεμάτο και –ένεκα του ότι το ανέβασμα της συγκεκριμένης όπερας γίνεται στα πλαίσια των εορτασμών για τα 2500 χρόνια από τη μάχη του Μαραθώνα– στην αίθουσα υπήρχαν ευέλπιδες της σχολής Αξιωματικών Πεζικού αλλά και βαθμοφόροι (κυρίως γυναίκες). Με χαροποίησε προσωπικώς το γεγονός (η παιδεία και η καλλιτεχνική μόρφωση ανήκει σε όλους), όμως η αλήθεια είναι ότι ύστερα από το 20λεπτο διάλλειμα μετά τη Β΄ Πράξη έχασα τους (περισσότερους) ευέλπιδες από το ραντάρ μου…
Να οφειλόταν άραγε στην άνευρη χορογραφία στις αρχές της Α΄Πράξης ή μήπως ότι σε όλη τη Β΄ Πράξη κρεμόντουσαν δυο τένοντες μεταφοράς από το ταβάνι της σκηνής (λάθος που επαναλήφθηκε και στη Δ΄ Πράξη…); Δεν νομίζω. Κι αυτό γιατί μετά από τη μάλλον άνευρη είσοδό του, ο βαρύτονος Κύρος Πατσαλίδης (Θεμιστοκλής) πήρε τα ηνία της παράστασης πάνω του, ως όφειλε και ως ρόλος και ως πρωταγωνιστής. Ο τενόρος πάλι Αντώνης Κορωναίος (Αλέξανδρος) υπήρξαν στιγμές όπου δεν έπεισε για την ετοιμότητα του, σε μερικά όμως σημεία απέδωσε πολύ πειστικά και τον αδυσώπητο χαρακτήρα του ήρωα (στη Β΄ Πράξη) αλλά και την οδύνη εμπρός στο λάθος του (στη Δ΄ Πράξη). Οπότε γιατί έφυγαν οι ευέλπιδες; Ήδη από τη Β΄ Πράξη είχαμε επίσης τη θαυμάσια φωνητική παρουσία της υψιφώνου Τσέλια Κοστέα (Φεντίμα), η οποία είχε δώσει στιβαρότητα στον τρόπο εξιστόρησης του μύθου που έχει επιλέξει ο Καρρέρ να πλέξει μέσα στο χρονικό πλαίσιο του έργου Μαραθών Σαλαμίς, τουτέστιν στον απόηχο της νίκης επί των Περσών στον Μαραθώνα και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Χώρια που υπήρχε η καθηλωτική (σε όλα τα επίπεδα) παρουσία της μεσοφώνου Μαρισίας Παπαλεξίου (Μυρτώ), που έδωσε με πληρότητα και τον υπεροπτικό αέρα της αστής κόρης του Αθηναίου στρατηγού αλλά και τη γυναικεία ευαισθησία μπροστά στον πόνο, όταν το απαίτησε –σε διαφορετικά σημεία της παράστασης– ο ρόλος της.
Άρα λοιπόν γιατί λάκισαν οι ευέλπιδες; Με λυπεί αυτό διότι έχασαν τη θεαματική εν μέσω δακτυλίου κάθοδο του (χορευτή) Ιγκόρ Σιάτζκο (Απόλλωνας) στο ξεκίνημα της Γ΄ Πράξης, η οποία διαδραματίζεται στο Μαντείο των Δελφών. Γενικότερα η Γ΄ Πράξη υπήρξε εντυπωσιακή και σε επίπεδο φωτισμών και σκηνικού όσο και για τον θαυμάσιο εν εκστάσει χορό των πλησίον της Πυθίας (Ρόζα Πουλημένου) ιερειών (Δήμητρα Αντωνάκη & Δήμητρα Χαραλάμπους) –και είναι στα συν του σκηνοθέτη Ισίδωρου Σιδέρη που οι γυμνοί μαστοί τους δεν έγιναν αντιληπτοί από το κοινό παρά μόνο κατά το μέσο του χορού τους και ενώ ευρίσκοντο ήδη επί 15 λεπτά στη σκηνή. Όχι εύκολος εντυπωσιασμός δηλαδή. Και ας ήταν θαυμάσια, όπως πάντα, τα κουστούμια του Γιάννη Μετζικώφ (με μόνη –αναιδή– αντίρρηση μας στον παραφορεμένο κώδικα που σχετίζεται με τους στρατιωτικούς και τους θέλει με μακριά ελαφρά παλτό). Και ας ήταν υποδειγματική η απόδοση της Ορχήστρας της Λυρικής Σκηνής υπό τη μπαγκέτα του Βύρωνα Φιδετζή –με μόνη διαφωνία μας τα άτεγκτα αφηγηματικά κρουστά στα πρώτα λεπτά της παράστασης.
Το χειροκρότημα του κοινού στο τέλος έχω την εντύπωση ότι όφειλε πολλά στην ίδια την ύπαρξη της όπερας –ήταν δηλαδή ένα μπράβο στην προσπάθεια της πολυπληθούς ομάδας η οποία εργάστηκε για να απολαύσουμε εμείς ως κοινό αυτή τη σπάνια (σε επίπεδο δημοτολογίου και εργογραφίας) κατάθεση του Επτανήσιου συνθέτη. Δεν έχει σημασία αν έχει προηγηθεί μια πρώτη έκφανσή της το 2003. Το καλό είναι ότι η συγκεκριμένη διέθετε, παρ’ όλες τις ελλείψεις της, προσωπικότητα. Όπως είπα και παραπάνω εκεί είναι που κερδίζει τις εντυπώσεις και το χειροκρότημα η κάθε όπερα. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για μία κατάθεση 2,5 ωρών χωρίς κοιλιές. Και ειδικότερα όταν διαπιστώσαμε εγώ και ο υιός μου ότι τα χαμόγελα και οι ευχαριστίες των πρωταγωνιστών και συντελεστών ήταν αυθεντικά ζεστά, όταν επισκεφθήκαμε τα καμαρίνια για τα επιβεβλημένα σε τέτοιες περιπτώσεις (όπως ορίζει ο δικανικός κώδικας της όπερας) συγχαρητήρια.