Είχα υποσχεθεί στην αφεντιά μου ότι πριν τη συναυλία θα είχα φροντίσει να ακούσω ενδελεχώς την καινούργια δουλειά της Μόνικας, αφού θα αποτελούσε καλή ευκαιρία για κάποια πρώτα σχόλια. Δυστυχώς, κάπου στη διαδρομή, έχασα τον δίσκο της πριν προλάβω να τον ακούσω καλά-καλά (στο ενδιάμεσο παρακαλείσθε όπως φτιάξετε μια φανουρόπιτα, γιατί μας τελειώνουν τα λεφτά), οπότε επί της ουσίας άκουσα για πρώτη φορά τα καινούργια της τραγούδια στον Λυκαβηττό. Όπως μπορείτε να φανταστείτε, το θέατρο σχεδόν γέμισε (τουλάχιστον 4.000) και είναι πλέον οριστικό ότι η Μόνικα έχει ανέβει κατηγορία και δεν αφορά αποκλειστικά το ελιτίστικο σινάφι μας. Όσοι ενοχλείστε με την εμπορική της απήχηση μην ανησυχείτε, έχει ακόμα δρόμο –μιας και σε αστυνομικό έλεγχο που μου έγινε νωρίτερα, όταν απάντησα στην ερώτηση: - «Πού πας ρε μάγκα»; - «Στη συναυλία της Μόνικα» αντιμετωπίστηκα σαν εξωγήινος (πριν με αντιμετώπιζαν σαν πίθηκο). Αφού βεβαιωθήκαμε λοιπόν ότι δεν είμαι καμικάζι, έφτασα στον Λυκαβηττό, ευτυχώς χάνοντας μόνο 2-3 τραγούδια –και την ανάσα μου για μισή ώρα... Στο μουσικό κομμάτι τώρα και παίρνοντας θέση γενικότερα για τη δουλειά της Μόνικα, μπορώ να πω ότι το ταλέντο, όταν υπάρχει, δεν κρύβεται. Μπορεί να μην εμφανίζεται συνέχεια, αλλά δεν περιορίζεται μόνο σε ένα “Over The Hill”. Μπορείτε να τσεκάρετε και το εξαίρετο “We Could Break Up”, ας πούμε. Από ’κει και πέρα, το γεγονός ότι πέρασαν πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που «δικιά μας» μουσική μπήκε σε παραπάνω σπίτια, έχει οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου υπερανάλυση αυτού του γεγονότος. Αν και καταλαβαίνω την ανάγκη, δεν μπορώ παρά να γελάσω διαβάζοντας/ακούγοντας τις ξεκάθαρα σημειολογικές αναλύσεις σε όλα τα πιθανά θέματα (στυλιστικά, ενδυματολογικά, κινησιολογικά και βεβαίως στις απαντήσεις τις οποίες δίνει η Μόνικα σε κάθε ερώτηση). Εδώ και καιρό έχω αποφασίσει να απέχω, γιατί και η υπερβολή έχει το όριο της, αν και φέρει νομίζω ευθύνες και η ίδια και η εταιρεία της. Όπως και να έχει, βλέποντας τη Μόνικα προσεκτικά στη συναυλία παρατηρώ πολύ δουλειά στο κομμάτι που για μένα πάντα έστεκε ως το πιο αδύναμο: είτε λόγω απειρίας, είτε άγχους, είτε γιατί απλά εμένα δεν με κάλυπτε ως μουσική παρουσία επί σκηνής. Πλέον η φωνή της είναι χαλαρή, παίζει ερμηνευτικά αλλά και με το κοινό και τους πολλούς μουσικούς της (αν μέτρησα καλά, από την σκηνή πέρασαν 8 άτομα παίζοντας πνευστά, έγχορδα, ακορντεόν, φυσαρμόνικα, κιθάρες, κρουστά, μπάσο και η ίδια στο πιάνο). Αν συνολικά υπήρχαν κοιλιές στο δίωρο σετ της, αυτό συνέβη γιατί δεν υπάρχει τόσο υλικό (ποσοτικά και ποιοτικά) –σύντομα θα γίνει κι αυτό. Έτσι, φρόντισε να παίξει σχεδόν όλα της τα τραγούδια, προσθέτοντας βέβαια και κάποιες διασκευές. Η έκπληξη της βραδιάς ήταν η επιλογή της να τραγουδήσει το “Αν Θυμηθείς Τ' Όνειρο Μου” του Θεοδωράκη. Όσον αφορά στα καινούργια της τραγούδια τώρα, ξεχώρισαν με διαφορά τα υπέροχα μελό “Yes I Do” και “Never”. Αν βέβαια έπρεπε να διαλέξω κάποια highlights της βραδιάς συνολικά, τότε εύκολα κερδίζουν τα “Misery Loves Company” και “Not Young In My Youth”. Θετική έκπληξη ο τσαμπουκάς της, μιας και επέλεξε να παίξει τη μεγάλη της επιτυχία (δεν χρειάζονται συστάσεις) σχετικά νωρίς. Κλείνοντας, η εμφάνιση της Μόνικας στον Λυκαβηττό ήταν η πιο ολοκληρωμένη από όσες έχω δει αλλά και η πιο μεγαλεπήβολη (κάτι που γενικά με ενοχλεί στη μουσική της, η οποία συχνά-πυκνά γίνεται ασφυκτικά «γεμάτη»), χωρίς όμως να διατηρεί σε υψηλά επίπεδα κάποιου είδους συναισθηματική φόρτιση. Για την ώρα θα ήταν εξάλλου μάλλον αδύνατο να συμβεί. Είναι σίγουρο ότι, όταν αρχίσουν να εμφανίζονται οι πρώτες δισκοκριτικές του Exit, θα έχουμε την ευκαιρία να πούμε κι άλλα πράγματα. Oπότε, εις το επανιδείν...Φωτογραφίες: Έφη Κρητικού