Φωτογραφίες: PhoenixAnima
Το πρόγραμμα που παρουσίασε ο Διονύσης Σαββόπουλος τα περασμένα Χριστούγεννα στο Παλλάς, μαζί με ολόκληρη τη σειρά εκδηλώσεων που στήθηκε υπό τη δική του επιμέλεια (από προβολές ταινιών μέχρι δωρεάν συναυλίες σε κεντρικά σημεία της πόλης) φέροντας τον τίτλο Οι Εκδρομείς του ’60, θα μπορούσε με χαρακτηριστική άνεση να είναι πέρα για πέρα γραφικό –και σημειολογικά ξεπερασμένο. Όλα αυτά αν η πολιτικοκοινωνική κατάσταση την οποία βιώνουμε και οι σημερινοί ιθύνοντες δεν είχαν κάνει ό,τι περνάει, κυριολεκτικά, από το χέρι τους για να καταφέρουν το ακριβώς αντίθετο.
Στην ίδια λογική με το χειμερινό του πρόγραμμα, λοιπόν, διαδραματίστηκε και η πρώτη καλοκαιρινή εμφάνιση του Διονύση Σαββόπουλου για φέτος στο θέατρο Βράχων Μελίνα Μερκούρη του Βύρωνα –του έλληνα Bob Dylan, όπως συνηθίζουν να τον αποκαλούν, του ανθρώπου που έμπλεξε την ελληνική παράδοση με τον Δυτικό ήχο όσο κανένας άλλος πριν (και μετά;) από αυτόν. Το πάρκινγκ του θεάτρου άρχισε να γεμίζει με αυτοκίνητα πριν καλά-καλά τελειώσει το sound check και, όταν άνοιξαν οι πόρτες, οι κερκίδες ξεχείλισαν σε χρόνο dt από κοριτσοπαρέες, κυρίους ώριμης ηλικίας, νεαρά ζευγάρια, γονείς με τα έφηβα παιδιά τους κι ένα μικρό κοριτσάκι 2 χρονών, ντυμένο στα μωβ, το οποίο έτρεχε πάνω-κάτω στον χώρο παρά τις μάταιες προσπάθειες του πατέρα της. Τα όργανα είχαν τοποθετηθεί στο κέντρο του θεάτρου, αφήνοντας άδεια την σκηνή και δίνοντάς μας τη δυνατότητα να χαρούμε από πολύ κοντά το αστείρευτο κέφι και τις θεατρικές κινήσεις του Σαββόπουλου. Το στρώσιμο των στρογγυλών γυαλιών του στο σωστό σημείο πάνω από τη μύτη, την αναπαράσταση του παιξίματος της κιθάρας ακόμα κι όταν δεν κρατούσε κανένα όργανο στα χέρια του, τα ζωηρά χοροπηδητά που δεν σε αφήνουν να πιστέψεις πως ο Νιόνιος έγινε κιόλας 66 χρονών. Κι όσο για τον κόσμο έμοιαζε ενθουσιασμένος. Ήταν ενθουσιασμένοι που άκουγαν για πολλοστή φορά τις ίδιες μουσικές επιλογές πριν τη συναυλία, που γελούσαν ακόμη μια φορά με τις ίδιες, παλιές ιστορίες του Σαββόπουλου, για το ότι χειροκροτούσαν τις ίδιες ακριβώς εκτελέσεις με εκείνες που χειροκρότησαν τον περασμένο χειμώνα.
Όχι, εκπλήξεις δεν υπήρχαν στη συναυλία της Δευτέρας. Μονάχα μία: η ξαφνική εμφάνιση του Κώστα Χατζή στο δεύτερο μέρος της παράστασης, ο οποίος, αφού μας μίλησε εμφανώς συγκινημένος για τη σημασία που έχει γι’ αυτόν και για την εποχή του ο Διονύσης Σαββόπουλος, τραγούδησε με τρομερό πάθος ένα ποτ-πουρί από δικά του τραγούδια και στη συνέχεια το “Μη Μιλάς Άλλο Για Αγάπη”, το οποίο έγινε δεκτό με επιφωνήματα. Θα μπορούσα να συνεχίσω αυτό το κείμενο γράφοντας για την εκφραστικότητα του Σαββόπουλου, για το πόσα πολλά σημαντικά τραγούδια έχει γράψει ή ακόμα για το πόσο όμορφα μας τραγούδησε προχθές το βράδυ ολόκληρο το Περιβόλι Του Τρελού παρέα με το μεγαλύτερο μέρος από το Φορτηγό, πείθοντάς μας για ακόμη μια φορά πως όσα έλεγε κάποτε τα εννοεί ακόμη. Νομίζω όμως ότι το νόημα δεν βρίσκεται εκεί.
Άλλωστε, πόσο νόημα μπορεί να έχει ένα παραπάνω εγκώμιο ενός ανθρώπου τον οποίο έχουν πλέον παραδεχτεί οι πάντες; Η ουσία βρίσκεται στο γιατί να πάει κανείς να ακούσει το συγκεκριμένο πρόγραμμα, το βουτηγμένο στη νοσταλγία, στην παρελθοντολογία και στις εξιστορήσεις από κατορθώματα και κατακτήσεις μιας εποχής η οποία έχει φύγει ανεπίστρεπτη. Και γιατί να περάσει δύο ώρες (και κάτι) παρακολουθώντας στο video wall φωτογραφίες από τον γαλλικό Μάη, τον πόλεμο του Βιετνάμ και τον χαμό στους δρόμους της Αθήνας; Μα επειδή, αν υπάρχει κάτι που έχουμε ανάγκη στις μέρες μας, μέσα στην παρηκμασμένη κοινωνία την οποία κατασκευάσαμε, είναι να θυμηθούμε τη γεύση από τη συνταγή που τότε άλλαξε τον κόσμο. Και φαίνεται πως ο Διονύσης Σαββόπουλος έχει ακόμα στο στόμα του τη γεύση από αυτή ακριβώς τη συνταγή. Και πως είναι σε θέση να μας τη μεταδώσει με πίστη και ακρίβεια για μελλοντική χρήση.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ποιητή Τίτου Πατρίκιου, «Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα, κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες. Οι στίχοι κάνουν κάτι πιο σοβαρό. Μας βοηθούν να συνειδητοποιήσουμε τι συμβαίνει γύρω μας». Λίγο πριν το τέλος της συναυλίας, ο μπαμπάς του κοριτσιού με τα μωβ κατέβηκε από τις κερκίδες για να πάει βόλτα στις σκιές των βράχων την κοιμισμένη κορούλα του. Αν ισχύουν οι θεωρίες για την υπνο-παιδεία και για το υποσυνείδητο-σφουγγάρι των παιδιών ηλικίας κάτω από 3 ετών, τότε είναι ιδιαιτέρως πιθανό να υπάρχει μια μικρή… ελπίδα.