Φωτογραφίες: PhoenixAnima
Το να μεταφέρεις με επιτυχία σε ένα τρίωρο μιούζικαλ τη ζωή μιας από τις σπουδαιότερες τραγουδίστριες αυτής της χώρας απαιτεί, εκτός από μεγάλο θάρρος, ακόμα μεγαλύτερη δεξιοτεχνία. Κάτι που οι βασικοί συντελεστές της μουσικής παράστασης Μαρινέλλα: Το Μιούζικαλ δεν με έπεισαν ότι διέθεταν. Οι Θανάσης Παπαθανασίου και Μιχάλης Ρέππας –οι οποίοι έγραψαν τα κείμενα– και ο Σταμάτης Φασουλής που σκηνοθέτησε, δεν κατάφεραν να προσεγγίσουν παρά επιφανειακά το φαινόμενο Μαρινέλλα. Όσο καλές προθέσεις και αν υπήρχαν, το κείμενο, το στήσιμο και οι αισθητικές επιλογές δεν συνέβαλαν ούτε στο ελάχιστο να καταλάβουν οι θεατές πώς ένα απλό, λαϊκό κορίτσι, η Κυριακή, η οποία ξεκίνησε θέλοντας απλά να ανέβει στο σανίδι, κατάφερε να εξελιχθεί στη Μαρινέλλα. Στην πρώτη δηλαδή μεγάλη ντίβα της ελληνικής μουσικής, στο άλυτο αίνιγμα «Μ», όπως πολύ εύστοχα τη χαρακτηρίζει ο Γιάννης Ξανθούλης σε ένα κείμενο από το πρόγραμμα της παράστασης.
Πρόκειται εξάλλου για ένα αίνιγμα που δεν λύνεται ούτε με αφελή, μελό σενάρια, ούτε με την ελαφριά ηθογραφία της Ελλάδας των δεκαετιών 1950-60-70, ούτε με κλισαρισμένα αστεία, ούτε με την παρωχημένη παρουσίαση πρώτα του 1950s εξωτισμού, ύστερα της εισβολής του rock ‘n’ roll, κατόπιν της κόντρας μεταξύ λαϊκού και δυτικότροπου τραγουδιού. Όλα μοιάζανε κάτι ανάμεσα σε μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη και εορταστικό σόου στο ξεκίνημα της ιδιωτικής τηλεόρασης. Οι πιο γνήσιες και αληθινές στιγμές του μιούζικαλ ήρθαν όταν η ίδια η πρωταγωνίστρια μας αφηγήθηκε, με τον δικό της τρόπο κάποιες –δυο-τρεις όλες κι όλες– προσωπικές ιστορίες από την καριέρα της. Ας αφήσω όμως κατά μέρους όσα σχόλια άπτονται του δραματολογικού μέρους και ας επικεντρωθώ στη μουσική πλευρά της παράστασης. Δυστυχώς και εδώ υπήρξαν αρκετά στοιχεία μετριότητας. Πρώτο μεγάλο ατόπημα τα λίγα τραγούδια που ακούσαμε από την ίδια τη Μαρινέλλα –μόλις οχτώ τον αριθμό– ελάχιστα για μια παράσταση η οποία βασίζεται ή θα έπρεπε να βασίζεται κυρίως στη ζωή και στην καριέρα της. Δεύτερο πρόβλημα η ενορχήστρωση, η οποία με λίγα όργανα προσπάθησε να δώσει μια ατμόσφαιρα μεγάλης ορχήστρας, εξασθενώντας στην ουσία τη δύναμη και τον συναισθηματισμό των συνθέσεων. Εμφανέστατη υπήρξε μάλιστα η απουσία του μπουζουκιού –τι οξύμωρο, αν σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για μια τραγουδίστρια που σταδιοδρόμησε στο λαϊκό τραγούδι. Έτσι, ακόμα και κομμάτια όπως το “Άμα Δείτε Το Φεγγάρι” ή το “Σταλιά Σταλιά” ακούστηκαν εντελώς άνευρα και ισοπεδωμένα, καθώς έλειπε και η αμεσότητα της πενιάς, αλλά και η τυχόν μεγαλοπρέπεια που θα τους προσέδιδε μια μεγάλη ορχήστρα.
Ένα ακόμα σχόλιο δεν μπορεί παρά να αφορά στην κουραστική και ενοχλητική τακτική συρραφής πολλών ρεφρέν –το γνωστό ποτ πουρί– σε διάφορα σημεία της παράστασης, προκειμένου να αποδοθεί μια συγκεκριμένη μουσική τάση ανάλογα με την εποχή. Ας κλείσω, όμως, με τα θετικά σημεία της παράστασης, τα οποία περιορίζονται δυστυχώς στο ερμηνευτικό κομμάτι. Θα ήταν λάθος να παραλείψω τις ερμηνευτικές επιδόσεις των τεσσάρων πρωταγωνιστών (Αντώνης Λουδάρος, Μέμος Μπεγνής, Ευαγγελία Μουμούρη και Τζένη Μπότση), οι οποίοι συνδύασαν εξαιρετικά την υποκριτική με το τραγούδι. Κυρίως, όμως, θα πρέπει να υποκλιθώ μπροστά στη Μαρινέλλα. Η τραγουδίστρια-σύμβολο, η τραγουδίστρια που για πρώτη φορά σηκώθηκε από την καρέκλα του λαϊκού πάλκου και κινήθηκε στην πίστα με μια τόλμη, μια ανεξαρτησία και έναν ερωτισμό πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα, απέδειξε ότι όσα χρόνια και αν έχουν περάσει από το 1956 –τότε δηλαδή που ο Τόλης Χάρμας «βάφτισε» την πρωτοεμφανιζόμενη Κυριακή Παπαδοπούλου με το καλλιτεχνικό «Μαρινέλλα»– διατηρεί ατόφια τη δύναμη της φωνής και την εκφραστικότητα της ερμηνείας της, αλλά και αυτό το μοναδικό στιλ, που την καθιέρωσε και την έκανε αγαπητή σε κάθε είδος κοινού.