> Φωτογραφίες: Έφη Κρητικού Οι συναυλίες του Σωκράτη Μάλαμα συνοδεύονται από μια φήμη που λέει πως είναι πάντα κοσμοπλημμυρισμένες εξαιτίας ενός φανατικού κοινού, το οποίο τον ακολουθεί παντού σε κάθε γωνιά της Ελλάδας (σύμφωνα με τις καλές γλώσσες, γιατί οι κακές γλώσσες λένε πως κάθε συναυλία του είναι η χαρά των τσαμπατζήδων). Όπως και να έχει, η φήμη επιβεβαιώνεται από χιλιόμετρα μακριά – και πιο συγκεκριμένα από το σημείο όπου στρίβει ο περιφερειακός του Καρέα για Βύρωνα, καθώς ένα ατελείωτο κομβόι αυτοκινήτων είχε ως προορισμό το Θέατρο Βράχων και μόνο με την ώρα ήδη να σημαδεύει τις 21:15. Τελικά, μίσή ώρα αργότερα, παρκάροντας στον Θεό και ψάχνοντας από ποια πόρτα θα παραλάβουμε την πρόσκλησή μας – ανάμεσα στους τσαμπατζήδες που περιμένανε το σύνθημα – καταφέραμε να εισέλθουμε σε ένα κατάμεστο θέατρο, προσπαθώντας να βρούμε σε «ποιανού την καμπούρα θα κάτσουμε» (κυριολεκτικά όμως...). Ο Μάλαμας είχε ήδη ξεκινήσει και στην προσπάθεια μου να βολευτώ οι πρώτες νότες του “Διάφανου” μου τράβηξαν την προσοχή. Με στιβαρή και σίγουρη φωνή και συνοδευόμενος από μια πλήρη μπάντα αποτελούμενη από τα βασικά (ηλεκτρική, ακουστική κιθάρα, μπάσο, ντραμς) και από τα πιο ειδικά (λαγούτο ή μπουζούκι ανάλογα την περίπτωση, αυλός, βιολί), ο Μάλαμας επέβαλε από την πρώτη στιγμή την παρουσία του στη σκηνή και στον υπόλοιπο χώρο του θεάτρου μέχρι και τις τελευταίες σειρές θέσεων – μεταδίδοντας το κλίμα των τραγουδιών του, που απορρέει από τους πάντα «εύστοχους» στίχους του. Η παρουσία της εκ Κρήτης ορμώμενης Μαρίνας Δακανάλη, με καθήκοντα γυναικείων φωνητικών, έβαλε στο «παιχνίδι» τραγούδια όπως το “Όλα Ζουν Αν Τα Θυμάσαι” (που κάποτε συνήθιζε να ερμήνευε η Μελίνα Κανά) και έτσι το live κύλησε με μια συνεχόμενη ροή τραγουδιών από όλη την κοντά εικοσάχρονη καριέρα του Μάλαμα. Η οποία του επιτρέπει να μεταπηδά από έντεχνο σε λαϊκό, από παραδοσιακό σε ζεμπέκικο και από ροκ σε χορευτικά τσιφτετέλια και καρσιλαμάδες. Χαρακτηριστικά αναφέρονται: “Το Γράμμα”, “Τα Ξωτικά”, “Ριφιφί”, “Στης Πικροδάφνης Τον Ανθό” (παραδοσιακό ηπειρώτικο – έχει δανειστεί και το στίχο που ξεκινά το “Όλα Ζουν Αν Τα Θυμάσαι”), “Τσιγάρο Ατελείωτο”, “Τα Πάγια”, “Στα Είπα Όλα Και Άλλα Τόσα”. Χαρακτηριστικές είναι και οι εικόνες με νεαρές και μεγαλύτερες κυριούλες – καθώς το ηλικιακό εύρος του κοινού κυμαίνονταν από 15 έως 65 – να λικνίζονται στις εξέδρες του θεάτρου, στην αρένα αλλά και πάνω στην ίδια τη σκηνή (με έναν έκπληκτο Μάλαμα να παρακολουθεί) σαν να βρίσκονταν σε κέντρο διασκέδασης της παλαιάς εθνικής οδού. Φυσικά δεν έλειψαν τα φοβερά κλισέ των ελληνικών συναυλιών, που επιβάλουν στον εκάστοτε τραγουδιστή να τραγουδά όλη την ελληνική δισκογραφία μιας και είναι πρόχειρα διαθέσιμος, παίρνοντας π.χ. γεύση από Θανάση Παπακωνσταντίνου – Γιάννη Αγγελάκα (“Όταν Χαράζει”), Ψαραντώνη (“Τίγρης”), Σιδηρόπουλο (“Μου ’Πες Θα Φύγω”), Βαμβακάρη (“Μαγικό Μελαχρινό Μου”) και πάνω απ’ όλα να τραγουδά με το κιλό «μέχρι τις τέσσερις η ώρα», όπως προστάζει το γνωστό σύνθημα. Συνολικά η βραδιά, αν εξαιρέσει κανείς την ανεξέλεγκτη πολυκοσμία, ήταν ιδιαίτερα πετυχημένη και ευχάριστη. Φυσικά το πώς εκτελέστηκαν τα κομμάτια, αν υπήρχε κάποια ιδιαίτερη καινοτομία σε αυτό ή έστω αν άλλαξε κάτι σε σχέση με – αν όχι την προηγούμενη εμφάνιση, τουλάχιστον την προηγούμενη περιοδεία – δεν αποτελεί στο ελάχιστο κριτήριο του κόσμου ο οποίος πήγε εκεί. Οπότε γιατί να είναι αυτού του κειμένου;