Λένε ότι οι γυναίκες είναι οι θεματοφύλακες της μνήμης. Είναι αυτές που θα διαφυλάξουν την παράδοση και την ιστορία της καθημερινότητας, μεταβιβάζοντάς την στις επόμενες γενιές. Οι πράξεις τους γράφονται πάνω σε απλές κινήσεις όπως το άναμμα του καντηλιού, το νανούρισμα του μωρού, τη φροντίδα του νεκρού, το τραγούδι. Με αυτό το τελευταίο η Τάνια Τσανακλίδου και η Μάρθα Φριντζήλα, με την ταπεινότητα μιας λαϊκής γυναίκας και τη λάμψη μιας αρτίστας, ανέβηκαν στο πάλκο και μας γρατζούνισαν τη μνήμη. «…Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα – μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα – λυπητερά…..» ακούστηκε εμβόλιμα στο “Γυφτάκι” και οι δυο αυτές γυναίκες μετουσιώθηκαν στις ιέρειες της βραδιάς στο θέατρο Βράχων, που είχε κάτι λίγο από πανσέληνο.
>
Επ’ ουδενί δεν έφτιαξαν ένα αφιέρωμα στις παραδοσιακές μουσικές του τόπου. Τραγούδησαν τη λύπη, τον έρωτα, την αγάπη, όλα όσα απασχολούν δυο γυναίκες στην ακμή της ζωής τους. Τι κι αν λέει η Τσανακλίδου, με μια δόση αστειότητας και μια δόση πίκρας, πως τραγουδάμε ό,τι δεν ζούμε. Ψέματα έλεγε. Ο προσδιορισμός «ερωτικός», που με τόση ευκολία τον αποδίδουμε σε ο,τιδήποτε προσωρινώς μας συναρπάζει, βρίσκει στο πρόσωπο και στην ερμηνεία της Τάνιας την ετυμολογική του ερμηνεία. Η γυναίκα σαρώνει. Έχει πάρει κοντά της το ουίσκι της και τα τσιγάρα της και ξεκινά. Ξεδιπλώνει το ρεπερτόριό της μπροστά μας με όλη την ωριμότητα μιας γυναίκας η οποία έχει ζήσει όσα δεν έχουν ζήσει εκατό. Και δεν το συζητώ αν σε πείθει. Αυτό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Την ακούς και κρέμεσαι από τα χείλη της. Ξέρεις πολύ καλά ότι κλείνει το μάτι στις γυναίκες όταν ανεβαίνει στη σκηνή, αυτές συμπονεί και αφουγκράζεται, όμως τραγουδά για τους άντρες. Γιατί αυτοί είναι το πάθος της, αυτοί είναι το νόημα του βίου της… και μαγκιά της. Τραγουδά τον έρωτα γιατί τον έχει ζήσει μέχρι το μεδούλι. Κάθε φορά που παρακολουθώ την Τσανακλίδου επί σκηνής μου βγάζει ένα απίστευτο αίσθημα σεβασμού – και μην ακούσω αηδίες για ηλικίες και τα σχετικά. Δεν υπάρχει περίπτωση, λοιπόν, να απαρνηθείς ή να λοιδορήσεις τη συγκίνησή της μετά από το τέλος του “Μαμά Γερνάω”. Όσο και ψευδής να φαντάζει αυτή της η καθιερωμένη πια αντίδραση, βλέπεις ότι λέει αλήθεια, συγκινείται για άλλη μια φορά. Έψαχνε το φεγγάρι πίσω από τους βράχους του θεάτρου, να του ψελλίσει δυο ερωτικά λόγια αλλά δεν της έκανε την χάρη να εμφανιστεί. Οχτώ φεγγάρια πάνω της έριξε ο φωτιστής κι εκείνη έκανε το κομμάτι της με ένα “Χάρτινο Φεγγαράκι”. Τρεις φορές χόρεψε ζεϊμπέκικο και την τρίτη σε καθήλωσε με το “Αυτή Η Νύχτα Μένει”. Η γυναίκα αυτή ξέρει να σε γειώνει με το παθιασμένο τρεμούλιασμα της φωνής της και να σε συντονίζει με την πηγαία κίνηση του νευρικού κορμιού της. Ακριβώς εδώ, συνειδητοποιείς ότι μια γυναίκα με τόση ενέργεια μέσα της επέλεξε για παρτενέρ στη σκηνή – ποιαν; - τη Μάρθα Φριντζήλα.
Νομίζω, οι περισσότεροι που έχετε δει τη Μάρθα Φριντζήλα να τραγουδάει ζωντανά επί σκηνής θα έχετε αντιληφθεί ότι έχουμε να κάνουμε με μία από τις μεγαλύτερες show-women της εποχής μας. Όσοι ειδικά την έχετε παρακολουθήσει στο Kubara Project, τότε ξέρω ότι μπορούμε να συνεννοηθούμε μόνο με τα μάτια. Όσοι όμως δεν είχατε αυτή την εμπειρία, τότε νομίζω ότι επιβάλλεται να αποδοθούν σε αυτό το χαρτί κάποιες γλαφυρές λεπτομέρειες για το ποιόν της.
Δεν έχω δει ποτέ μου μια ερμηνεύτρια να τσαλακώνει απανωτά την εικόνα της και να μπορεί να μεταπηδά από τη χαρά στη λύπη χωρίς ίχνος συναισθηματικών εκπτώσεων. Η Φριντζήλα σε καθηλώνει με το “Θα Σε Δικάσουν” του Λάγιου – ακόμα αναρωτιέμαι αν μετά τη Μπέλλου αποπειράθηκε κάποιος να το τραγουδήσει σε ένα ευρείας κατανάλωσης πρόγραμμα – και σε τρελαίνει όταν, σφήνα στο “Κομμωτριάκι” του Θανάση Παπακωνσταντίνου, αμανάρει χρησιμοποιώντας αποκλειστικά την «επιστημονική» ορολογία της κομμωτικής (permanent, de coupage κλπ). Διαθέτει ιδιαίτερη μεστότητα όταν ερμηνεύει αυτά τα ιδιαίτερα παραδοσιακά που τα ανακαλύπτει και τα εμπλουτίζει από μόνη της. Διαχειρίζεται την υπερβολή χωρίς υπερβολή (πώς το πες αυτό;), ειδικά όταν σολάρει στο “Titina” και αγριεύει στο “Κυκλοφορώ Και Οπλοφορώ”. Σε αφήνει αποσβολωμένο όταν διαπιστώνεις ότι αυτή η γλυκιά μπαλάντα που ακούς είναι η διασκευασμένη “Γυφτοπούλα Στο Χαμάμ”. Σε πείθει ότι είναι μια βέρα ναπολιτάνα στο “Marucella” και ναι, είναι εξαιρετική ως μια άλλη, εντάξει λίγο πιο εύσωμη, Edith Piaf στο “Padam Padam”. Πριν προλάβεις δε να την αποδομήσεις σε έχει προλάβει αυτή, με όπλο της πάντα το πνευματώδες χιούμορ της. Η κυρία Μάρθα Φριντζήλα σου επιβάλει να της παραδοθείς. Και της παραδίνεσαι εντέλει καθ’ ολοκληρίαν, ως ένας άλλος Οδυσσέας στην αγκαλιά της μάγισσας Κίρκης.
Αναρωτιέμαι, λοιπόν, μετά από όλα αυτά, πώς συνεργάζονται επί σκηνής δύο γυναίκες με ισχυρό ταπεραμέντο; Πώς συνδυάζονται επί σκηνής δύο γυναίκες που το προσωπικό τους εκτόπισμα δεν επιτρέπει μια δεύτερη παρουσία δίπλα τους; Πώς διαχειρίζεσαι τελικά το υπερβολικό ταλέντο; Δεν ξέρω να απαντήσω, γιατί μάλλον τέτοιου είδους ισορροπίες κινούνται πάντα πάνω σε μια λεπτή κόκκινη γραμμή. Αηδίες. Δυο φιλαράκια είναι, τα οποία το διασκεδάζουν επί σκηνής. Τίποτα παραπάνω, τίποτα παρακάτω. Και το πράττουν με απόλυτη επιτυχία. Να προλάβετε να πάτε να τις ακούσετε σε κανένα εναπομείναν καλοκαιρινό φεστιβάλ γιατί του χρόνου δεν θα είναι μαζί, έχουν και δουλειές. Δικά τους λόγια χρησιμοποιώ πάντα...