Το Σάββατο το βράδυ έπεφτε καταρρακτώδης βροχή στην Αθήνα. Παρόλα αυτά, φτάνοντας στη συναυλία 10 λεπτά πριν αυτή ξεκινήσει, μόλις και μετά βίας βρήκα θέση, πράγμα όχι τόσο σύνηθες στην Ελλάδα για ζωντανές εμφανίσεις εκτελεστών κλασικής μουσικής.
Βλέποντας το πρόγραμμα ξαφνιάστηκα, καθώς ήταν ιδιαίτερα απαιτητικό, πράγμα το οποίο αποδείχτηκε σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας, όπου οι δυο εκτελεστές «συναγωνίζονταν» ο ένας τον άλλο στη δεξιοτεχνία. Το ενδιαφέρον ήταν ότι ακούσαμε τόσο έργα για τσέμπαλο και εκκλησιαστικό όργανο, όσο και έργα για σόλο όργανο (δηλαδή μόνο για τσέμπαλο και μόνο για όργανο). Με αποτέλεσμα και η συναυλία να έχει τις κατάλληλες εναλλαγές - ώστε ο ίδιος ο συνδυασμός ηχοχρώματος να μην την καταστήσει βαρετή - αλλά και να παρατηρήσουμε χωριστά την τεχνική των Χοϊδά και Lejeune, όπως και τον τρόπο με τον οποίο εκτελούν έργα Μότσαρτ και Μπαχ. Ενώ τα έργα ήταν απαιτητικά, η συναυλία δεν κράτησε πάνω από μιάμιση ώρα και το αξιοσημείωτο ήταν ότι δεν υπήρξε διάλειμμα, πράγμα που αποδεικνύει τη φυσική και ψυχολογική αντοχή των εκτελεστών. Η έλλειψη διαλείμματος ήταν μια πολύ ορθή επιλογή, γιατί έτσι η συναυλία ακούστηκε ως μια ενότητα, σύντομα και εύκολα. Υπήρξαν στιγμές που θαρρούσα ότι βρισκόμουν έξω από την Ελλάδα και άκουγα φτασμένους εκτελεστές και αμέσως μετά αναλογίστηκα ότι και οι δύο έχουν τις δυνατότητες να φτάσουν σε ένα πολύ καλό επίπεδο, καθώς έχουν την κατάλληλη προεργασία, τις αναγκαίες σπουδές και την αντίστοιχη ψυχολογία. Κορυφαία στιγμή της βραδιάς πιστεύω ότι ήταν το πρώτο μέρος του κοντσέρτου για δυο πληκτροφόρα σε λα ελάσσονα του Κρεμπς, χωρίς να σημαίνει ότι τα υπόλοιπα υπολείπονταν σε κάτι. Η μόνη μου ένσταση είναι η εμμονή σε έργα της εποχής μπαρόκ και κλασικισμού. Δεν θα ήταν άσχημο να ακούγαμε ένα από τα περίφημα έργα του Μπραμς για όργανο ή σύγχρονα έργα για τσέμπαλο. Η εποχή μας διψάει για ποικιλία και όχι για εξειδίκευση.