Φωτογραφίες: Τζένη Καπάδαη
Φαίνεται πως για τον Γιάννη Αγγελάκα δεν υπάρχουν ούτε ανέξοδες λύσεις και χώρος για ναρκισσιστική νοσταλγία μήτε διάθεση για μισόλογα και τρύπιους στίχους. Η Σκύλλα του αιφνίδιου σφραγίσματος του θεάτρου του Λυκαβηττού, απότοκο νεοελληνικού vertigo προχειρότητας, ανοργανωσιάς και ενδεχόμενης επιχειρηματικο-πολιτικής διαπλοκής, και η Χάρυβδη της μεταβλητότητας του (κακού μας του) καιρού στάθηκαν αδύνατο να ρουφήξουν στη δίνη τους πομπό και δέκτη. Συνεπείς και οι δυο πόλοι στο επαναπροσδιορισθέν ραντεβού τους, αυτή τη φορά στο Hangar 56 του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού: ένα βιομηχανικό υπόστεγο στον Ταύρο, το οποίο αγνοεί τη λειτουργία του εξαερισμού, με αποτέλεσμα οι παρευρισκόμενοι να υποστούν τη 45λεπτη αναμονή του σχήματος κάθιδροι, μπαϊλντισμένοι μα και ακατάβλητοι, σίγουροι πως θα γίνουν κοινωνοί μιας από τις ελάχιστες αυθεντικές μουσικές εμπειρίες που απέμειναν.
>
Στις 22:45 ένας-ένας οι μουσαφιραίοι του Αγγελάκα άρχισαν να λαμβάνουν τις επί σκηνής θέσεις τους: αριστερά τα έγχορδα (βιολί, τσέλο, κοντραμπάσο), δεξιά τα πνευστά (τρομπόνι, τρομπέτα, σαξόφωνα), ξοπίσω τα κρουστά και εμπρός τους ακουστική και ηλεκτρική κιθάρα μαζί με την γλυκύτατη, cult φιγούρα του Σαδίκη με τον μπαγλαμά του. Η γκροτέσκο, μαυροντυμένη φιγούρα του Αγγελάκα εν μέσω των κλιμακούμενων κρουστών της εναρκτήριας χορωδιακής έκρηξης “Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα”, από το φερώνυμο φιλμ του Νικολαΐδη, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την αποθέωση ενός ελαφρώς ετερόκλητου κοινού. Από τη μια φρέσκες φάτσες, το υγιές κομμάτι μιας πιτσιρικαρίας στην πλειοψηφία της αγγένητης, όταν το 1985 η Ano Kato Records κυκλοφορούσε το ντεμπούτο που έμελλε να αλλάξει τα πάντα, και από την άλλη γκριζαρισμένοι κρόταφοι και βαριά βήματα, από αυτά που περπατούσαν παράλληλα από τότε. Λίγα δευτερόλεπτα μετά ο κύκλος και ο σταυρός πάλλονταν ξαπλωμένα, σχηματίζονταν το Θηλυκό, και ο Αγγελάκας, ως αλλότριος Σαμάνος, να μουρμουρίζει «Δεν ξέρω πως συμβαίνει/ ν’ ακούω τόσα πολλά όταν σωπαίνει/ να νιώθω τόση απλοχωριά/ σε μια αγκαλιά». Κανείς δεν ξέρει Γιάννη... Δεν έλειψε ούτε ένα τραγούδι από την εκπληκτική συνεργασία του με τους Επισκέπτες που να μην αποδοθεί, των οποίων την εκτελεστική δεινότητα, τη μουσική παιδεία, το ανεπιτήδευτο επί σκηνής δέσιμο και δόσιμο θα ζήλευαν οι ανά τον κόσμο μουσικές κολεκτίβες. Όταν ο αστείρευτος πλούτος της ελληνικής μουσικής παράδοσης σμίγει με την αισθητική του σήμερα δεν προκύπτει ένα ανούσιο mash-up: κυοφορούνται άγριες εξομολογήσεις υπό το ημίφως (“Άγρια Των Άστρων Μουσική”), “Παροιμίες Από Τον Κρόνο” («Στης αγάπης το πηγάδι/ όποιος ρίχνεται βαθιά/ αν μπορέσει να βγει πάλι/ δεν τον καίει πια φωτιά»), αλλά και τραγούδια της παρέας (“Επισκέπτες”). Όταν δε τα χάλκινα των Βαλκανίων φλερτάρουν με την avant-garde, o Πάνος Ρώσης θα «ασελγεί» με το δοξάρι στις κιθάρες του, ο πληθωρικός (και ημίγυμνος) Στέφανος Λαζαρινός θα λικνίζεται στο σαξόφωνο, ο Βελιώτης θα ραμφίζει το τσέλο του και ο Αγγελάκας, με τη φωτιά μέσα του να καίει άσβεστη, θα επικοινωνεί τη δική του αδιαπραγμάτευτη αλήθεια. Μοναδικές, ηλεκτρισμένες ερμηνείες το “Μέσα Μου Ο Αέρας Που Φυσά” και το πυρακτωμένο “Από ’Δω Και Πάνω” έδωσαν την σκυτάλη σε ένα καινούργιο κομμάτι (μάλλον τιτλοφορούμενο “Το Ποτάμι”) και σε αγαπημένες στιγμές της ύστερης δισκογραφίας των Τρυπών: στο “Ακούω Την Αγάπη” σείστηκε ο χώρος από τα ποδοβολητά και στη “Γιορτή” δεν ήταν λίγα τα ζευγάρια μάτια που υγράθηκαν. Το εμβατηριακό “Σιγά Μην Κλάψω” έκλεισε το κανονικό set list της συναυλίας, η οποία συνεχίστηκε, κατά λαϊκή απαίτηση, με ένα encore τεσσάρων τραγουδιών από τα οποία ξεχώρισε η ξεχωριστή ερμηνεία του Σαδίκη και το “Θα Ανατέλλω”, με το οποίο ένωσαν σχεδόν όλοι τη φωνή τους ή όση από αυτή τους είχε απομείνει. Μετά από ακριβώς δυο χορταστικές ώρες η τελετή των Επισκεπτών έλαβε τέλος, ο Αγγελάκας μας ευχήθηκε ένα «ζεστό χειμώνα» κρατώντας το κεράκι της εξέλιξης και της εγρήγορσης αναμμένο, ενώ εμείς ήδη μετρούσαμε αντίστροφα για την επόμενη βίζιτα, είτε αυτή θα μας έβρισκε σε συναυλιακό χώρο ή στο κοντινότερο δισκάδικο…