20μελής ορχήστρα στα δεξιά και πίσω αριστερά, με το πιάνο στο μπροστινό μέρος δεξιά, ευρύχωρος λευκός καναπές στα αριστερά ώστε να μπορούν να κάτσουν όλοι οι συμμετέχοντες ερμηνευτές και εκμετάλλευση του χώρου πίσω από την κυρίως σκηνή ως πίστας για ζευγάρι χορευτών: με αυτόν τον ευφάνταστο τρόπο σκηνοθέτησε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης την ειδική συναυλία «...Και Ο Μήνας Έχει Εννιά» για τα 50 χρόνια από τον θάνατο του Μιχάλη Σουγιούλ. Συναυλία την οποία και υποδέχθηκε ένα κατάμεστο Ηρώδειο, τιμώντας με τον πρέποντα τρόπο έναν από τους σπουδαιότερους συνθέτες του ελληνικού πενταγράμμου, ο οποίος δυστυχώς δεν λαμβάνει πάντοτε τη δέουσα αναγνώριση. Κινδυνεύοντας να γίνω γκρινιάρης, για άλλη μια φορά βρέθηκα στο Ηρώδειο νιώθοντας σαν τη μύγα μες το γάλα των διοπτροφόρων μεσήλικων (και βάλε) – οι άνθρωποι της ηλικίας μου λίγο φάνηκε να συγκινήθηκαν από ένα ζωντανό αφιέρωμα στον Σουγιούλ...
Η παράσταση ξεκίνησε με έναν ακορντεονίστα να διασχίζει τον διάδρομο που χώριζε τη σκηνή από τις κερκίδες παίζοντας τον ρυθμό του “Άστα Τα Μαλλάκια Σου”, το οποίο τραγουδήσαμε όλο το κοινό μαζί, δημιουργώντας «κλίμα» ήδη από το ξεκίνημα. Τον διαδέχθηκε – στο ίδιο τραγούδι – η Παιδική Χορωδία Σπύρου Λάμπρου, για να αρχίσει στη συνέχεια η κυρίως παράσταση, χωρισμένη σε δύο μέρη: το πρώτο ήταν αφιερωμένο στα αμιγώς Ελαφρά τραγούδια του Σουγιούλ, το δεύτερο στα λεγόμενα Αρχοντορεμπέτικα. Οι συμμετέχοντες ήταν πολλοί και μια διεξοδική αναφορά στα πεπραγμένα τους θα χρειαζόταν ένα εκτενές και μάλλον κουραστικό στην ανάγνωση κείμενο. Θα σταθώ επομένως στα βασικά μιας παράστασης την οποία, παρά κάποιες επιμέρους ενστάσεις που διατηρώ, ευχαριστήθηκα και ο ίδιος πολύ μα και νομίζω ότι πέτυχε τον στόχο της. Άλλωστε, με τόσες τραγουδάρες τις οποίες διαθέτει το ρεπερτόριο του Σουγιούλ, θα έπρεπε να γίνουν...χοντράδες για να μη συμβεί αυτό – και οι καλλιτέχνες οι οποίοι επιμελήθηκαν το «...Και Ο Μήνας Έχει Εννιά» δεν είναι τίποτα τυχαίοι.
Μεγάλος πρωταγωνιστής της βραδιάς ήταν, βέβαια, ο Μπάμπης Τσέρτος, ο οποίος έχει πρόσφατα βγάλει και διπλό δίσκο-αφιέρωμα στον Σουγιούλ. Δεν τον βρίσκω συναρπαστικό ερμηνευτή, αποδείχθηκε όμως επαρκέστατος στα όσα τραγούδησε, δείχνοντας την καλή και αν μου επιτρέπετε μερακλίδικη δουλειά την οποία έχει καταθέσει στον Σουγιούλ. Φοβάμαι, πάντως, ότι τελικά του έκλεψε την παράσταση ο παρουσιαστής Ηλίας Λογοθέτης: αυθόρμητος, ετοιμόλογος και αεικίνητος, ο Λογοθέτης θύμισε κάποιους διαολεμένους κονφερασιέ του παρελθόντος – «είχες και στην εποχή σου μικρόφωνο;», απάντησε αυστηρά σε κάποιον από το κοινό όταν παραπονέθηκε για το ότι συνέχισε να διαβάζει ενώ το μικρόφωνό του δεν είχε πια ήχο, ενώ αργότερα παρέπεμψε κάποιον άλλον στις υπάρχουσες εγκυκλοπαίδειες, όταν ζήτησε διευκρινήσεις για το ποιοι ήταν οι στιχουργοί των τραγουδιών που ακούγονταν. Όταν δε πήρε και ο ίδιος το μικρόφωνο, τραγουδώντας θαυμάσια τη “Μπιρμπίλω”, ανταμείφθηκε με ζεστό και παρατεταμένο χειροκρότημα. Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης πάλι δεν πήρε μόνο τα εύσημα της σκηνοθεσίας, μα και του ερμηνευτή, όντας ο γνωστός χειμαρρώδης και εκφραστικός εαυτός του, με καλύτερή του στιγμή το “Πάμε Μια Βόλτα Στο Φαληράκι”.
Από τους υπόλοιπους τώρα συμμετέχοντες, θα μου επιτρέψετε να μη σχολιάσω τις τραγουδιστικές επιδόσεις του Σπύρου Παπαδόπουλου, που σημειώστε πως μου είναι ιδιαίτερα συμπαθής – άλλωστε ο άνθρωπος ζήτησε προκαταβολικά συγγνώμη για το ότι θα τραγουδούσε. Και μόνο η παρουσία του, πάντως, νομίζω πως θα έφτανε. Από τους...κανονικούς τραγουδιστές, οι καλύτεροι ήταν ο Μανώλης Μητσιάς, η Νατάσσα Μποφίλιου και η Ελίζα Μαρέλλι. Ο πρώτος έδειξε όλη του την κλάση – ιδιαίτερα στο “Βρέχει-Βρέχει”, η δεύτερη απέδειξε γιατί θεωρείται ως η καλύτερη γυναικεία φωνή της νεότερης γενιάς – τραγουδώντας θαυμάσια τόσο στο Ελαφρό μέρος (“Άσε Τον Παλιόκοσμο Να Λέει”), όσο και στο Αρχοντορεμπέτικο (“Μονά-Ζυγά”) – η τρίτη δε θύμισε σε όλους γιατί υπήρξε η τελευταία βασίλισσα του Ελαφρού τραγουδιού, προτού το είδος αυτό πάρει την κατιούσα ανεπιστρεπτί. Αλλά και γιατί οι σημαίνουσες τραγουδίστριες μπορούν να συγκινήσουν ερμηνεύοντας ακόμα και σε μια ηλικία όπου πια δεν έχουν τις φωνητικές δυνατότητες της νεότητάς τους. Κρίμα που δεν τραγούδησε τελικά και η Στέλλα Γκρέκα, όπως είχε αρχικά ανακοινωθεί.
Η Ελένη Δήμου δεν ξεκίνησε καλά – ξεψυχισμένη βρήκα την απόδοσή της στο εκπληκτικό “Ας Ερχόσουν Για Λίγο” – στο Αρχοντορεμπέτικο μέρος, όμως, ανέβασε επιδόσεις. Η Νάντια Καραγιάννη δεν έπρεπε να τραγουδήσει καθόλου στο πρώτο μέρος, όπως έκανε, καθώς τα γνήσια λαϊκά ηχοχρώματα της φωνής της ταίριαζαν γάντι, όπως και αποδείχθηκε, στο δεύτερο μέρος του προγράμματος, ηχώντας εντελώς παράταιρα στον κόσμο του Ελαφρού. Οι Θάνος Πολύδωρας και Χρυσούλα Στεφανάκη έχουν μεν φωνές, δεν ξέρουν όμως ακόμα τι να τις κάνουν, αρκούμενοι έτσι στην αναπαραγωγή ερμηνευτικών μανιέρων του παρελθόντος. Για τελευταία άφησα τη Μάρα Θρασυβουλίδου, η οποία έμοιαζε να είχε ξεκινήσει για χορό στις...Βερσαλλίες με το κατακόκκινο φόρεμά της και τα τόσα πράγματα τα οποία γυάλιζαν πάνω της. Η εκτέλεσή της στο “Για Μας Κελαηδούν Τα Πουλιά” ήταν νομίζω από τις χειρότερες στιγμές της παράστασης, γιατί, συνδυάζοντας τις ενδυματολογικές υπερβολές με τις υπερβολές στην ερμηνεία θύμισε εποχές τέλματος για το Ελαφρό τραγούδι, όταν η γλυκερότητα και οι φωνητικές ακροβασίες υποκαθιστούσαν την ουσία. Η Θρασυβουλίδου, όμως, κάθε άλλο παρά ικανοτήτων στερείται, πράγμα που απέδειξε όταν τραγούδησε, ντουέτο με τον Τσέρτο, το “Αθήνα Και Πάλι Αθήνα” – αυτό μάλιστα, ήταν ανάμεσα στις ωραιότερες στιγμές της βραδιάς.
Τα παραλειπόμενα της συναυλίας ήταν ένας μυστακοφόρος κύριος ο οποίος καθόταν στο μπροστινό διάζωμα στα δεξιά της σκηνής και σηκωνόταν συχνά – στο Αρχοντορεμπέτικο μέρος – χορεύοντας ζεϊμπέκικο ή, για την ακρίβεια, νομίζοντας ότι χορεύει ζεϊμπέκικο. Καλό θα ήταν να ενημερώσει κάποιος τον εν λόγω κύριο ότι το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται με ελαφρά σηκώματα των ποδιών και επίμονους στροβιλισμούς των χεριών – διάκριση εξίσου σημαντική με το ότι το Ηρώδειο μπορεί να βρίσκεται κάτω από την Ακρόπολη, αλλά δεν ταυτίζεται με το εξοχικό κέντρο στο οποίο ενδεχομένως επιδίδεται σε τέτοια κινησιολογία. Η συναυλία, τέλος, είχε μεγαλύτερη διάρκεια από όση έπρεπε για τα δεδομένα μιας καθημερινής και της ηλικίας του κοινού που παραβρέθηκε. Ελάχιστοι ζήτησαν encore, με το τέλος του προγράμματος πετάχτηκαν όλοι όρθιοι να φύγουν – και δεν είναι πως δεν πέρναγαν καλά κατά την ώρα της παράστασης. Το τι γκρίνια ακούσανε δε μετά οι ταξιθέτες και ταξιθέτριες του Ηρωδείου δεν περιγράφεται – κανείς δεν είχε κατανόηση για το ότι ήθελε λεπτό χειρισμό η αποχώρηση 4.500 ανθρώπων μέσης ηλικίας και βάλε... Σημασία, πάντως, έχει ότι στο τέλος έμειναν μόνο οι θετικές εντυπώσεις από μια παράσταση η οποία και έπρεπε να γίνει και καλή υπήρξε.