Ιστορικής σημασίας βραδιά χθες στο Ηρώδειο, ρετροσπεκτίβα στο έργο μιας σπουδαίας μορφής της ελληνικής μουσικής που εξακολουθεί, λίγο πριν τα 60 της, να παραμένει μια Άσκηση Φυσικής Άλυτη. «αν είσαι ολομόναχο κι εσύ H Λένα Πλάτωνος πάντα με τρόμαζε. Με τρόμαζε επειδή δεν την καταλάβαινα, κι ό,τι δεν το καταλαβαίνουμε, συνήθως μας τρομάζει λίγο. Αυτό το Άγνωστο, το «τι στο διάολο θέλει να πει τώρα αυτή;», οι στίχοι της, που ακροβατούσαν μεταξύ ενός παλιρροϊκού σουρεαλισμού και μιας αφαιρετικής, αλλά βιωματικής διήγησης η οποία σε έκανε να ξύνεις το κεφάλι σου από απορία. Και μετά ήταν και η μουσική της, στις παρυφές ενός Θαυμαστού Νέου Ηχητικού Κόσμου. Στο μυαλό μου, η Λένα ήταν κάτι μεταξύ Syd Barrett (χωρίς τους πειραματισμούς), Laurie Anderson (χωρίς το βιολί) και Ian Curtis (με αυτή τη σκοτεινή και μανιοκαταθλιπτική της λυγμολαλιά). Η δική μου η γενιά δεν μεγάλωσε με την Πλάτωνος. Η δική μου γενιά έκανε κτήμα της την μουσική της παρακαταθήκη, όλη δηλαδή τη δισκογραφία των Στέρεο Νόβα. Οπότε, όποιος 30+κάτιψιλά σας πει πως «μεγάλωσε με την Πλάτωνος», μάλλον σας δουλεύει. Μην τον πιστέψετε. Όλοι εμείς την ανακαλύψαμε αργότερα. Απλά ακούγαμε στο σχολείο τη Λιλιπούπολη, χωρίς να φανταζόμαστε πως δυο δεκαετίες μετά θα πηγαίναμε στη συναυλία της γυναίκας που μας έκανε να χορέψουμε το «Χορό των Μπιζελιών» στην Ε’ Δημοτικού. Το βράδυ της Δευτέρας ήταν όλοι εκεί: και οι όψιμοι θαυμαστές της, και οι παλιοί, τωρινοί 40αρηδες που την ανακάλυψαν εγκαίρως στις αρχές των 1980s, ασφαλώς όλοι οι γκέι της πόλης - η πρώτη κατηγορία πληθυσμού που βρίσκεται παραδοσιακά στην ηχητική πρωτοπορία - και το κοινό της Lifo και της Athens Voice (εμείς δηλαδή…), που την έβγαλαν από τη ναφθαλίνη με απανωτά αφιερώματα και ελπίζω να μην την «κάψουν». Πιο πολύ βέβαια αξίζουν συγχαρητήρια στο Ελληνικό Φεστιβάλ, το οποίο κατάφερε και έπεισε αυτό το υπέροχο, αγοραφοβικό πλάσμα να εκτεθεί ξανά στη σκηνή. Στην τέχνη, όσο πιο ακριβοθώρητος είσαι κι όσο πιο σπάνιες είναι οι κοινωνικές σου εμφανίσεις, τόσο ανεβαίνει η ονομαστική σου αξία. Φυσικά αυτό δεν ισχύει για τη Λένα Πλάτωνος, η ονομαστική αξία της οποίας είναι ήδη εκεί ψηλά, δίπλα στον Χατζιδάκι, τον πρώτο που την ανακάλυψε και τη βάφτισε συνεχιστή του έργου του. Η Λένα βγαίνει στη σκηνή αφού πρώτα έχει ακουστεί το tranceοrave του “Σ’ Αγάπησα” και στην αρχή είναι λίγο δύσκολο να δεχτείς την απόκοσμη φιγούρα της, εν είδει ενός μουσικού Ελ Σιντ, καθισμένη στο μεγάλο της πιάνο με ουρά, να αναρωτιέσαι «παίζει τώρα όντως ή μας δουλεύει ψιλό γαζί;». Ποτισμένη από πάσης φύσεως ηρεμιστικά που θα εμποδίσουν τον εύθραυστο ψυχισμό της να φρικάρει από τις εκδηλώσεις λατρείας του κοινού, είναι αρχικά μαγκωμένη (τι μαγκωμένη; Άθλος πραγματικός είναι που κατάφερε και βγήκε από το σπίτι της) και το μόνο που λέει είναι «σας ευχαριστώ που ήρθατε» και αστειεύεται λέγοντας «σήμερα θα ακούσετε τραγούδια που δεν πολυπαίζονται στο ραδιόφωνο». Στη σκηνή έχουν πάρει θέση η Έλλη Πασπαλά (υπέροχη όπως πάντα, απίστευτα όμορφη με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου) και η Μάρθα Φριντζήλα (που ξαναπάχυνε, αλλά είναι το ίδιο ζωηρή και πεταχτή, όσο πριν): δυο υπέροχες φωνές, οι οποίες όμως αδυνατώ αρχικά να κατανοήσω πώς έχουν θέση στο Πλατωνικό, ηλεκτρονικό σύμπαν. Κι όμως, το πείραμα πιάνει: η Έλλη χορεύει, η Μάρθα απαγγέλλει Πλατωνικά τις ρίμες της, αλλά σαφώς και το μυαλό μου ταξιδεύει στην άλλη μεγάλη, που δεν είναι εκείνη την ώρα ανάμεσα τους: τη Σαββίνα Γιαννάτου, που, άγνωστο γιατί, δεν κατάφερε να παρευρεθεί στη συναυλία της αδελφικής της φίλης - έχουν πάει και σχολείο μαζί, αν δεν απατώμαι. Μέχρι τη στιγμή όπου βγαίνει στο σανίδι ο δωρικός Γιάννης Παλαμίδας, που εδώ και χρόνια απορώ πως στην ευχή γίνεται, με τη φωνή που διαθέτει, να μην είναι όνομα πρώτου μεγέθους. Επιλογή του ήταν προφανώς - και είναι προς τιμήν του. Ο Παλαμίδας είναι συγκλονιστικός: στο “Αλίμονο” κουβαλάει μαζί του το συναίσθημα από το “Τυχερό Αστέρι” του προ δεκαετίας Angel Baby, τη σκυτάλη παίρνουν ξανά Πασπαλά και Φριντζήλα για το “Τι Νέα Ψιψίνα;” από το Γκάλοπ (ένα από τα 5-6 σημαντικότερα ελληνικά albums, αν θέλετε τη γνώμη μου) και κατόπιν “Αιμάτινες Σκιές”, “Εμιγκρέδες Της Ρουμανίας” - κι όταν ο Κωνσταντίνος Βήτα τραγουδάει για το amores perros του Μάρκου «γιατί / σήμερα / που ο ήλιος / με κινήσεις / θεού / ηδονιστή / τα φύλλα / των δέντρων / γυαλίζει / απάνω στα παγκάκια / γιατί / ο Μάρκος / να λείπει», ε, ΟΚ, δεν είναι και δύσκολο να κλάψεις με ένα κομμάτι που σε μερικές δεκαετίες μετά θα στείλουμε στο διπλανό Γαλαξία, ως την πιο συγκινητική ιστορία αγάπης που δεν γράφτηκε για έναν άντρα και μια γυναίκα. Η πρώτη (από τις τρεις συνολικά) εκτελέσεις της “Πρωτομαγιάς” με την Πασπαλά και τη Φριντζήλα ξεσηκώνουν τα πλήθη με την εξωστρεφή τους διάθεση, σε άψογη αντίθεση με την ήρεμη, διαπολιτισμική εσωστρέφεια της “Ρωσικής Ρομάντζας”, από τη ρωσίδα Βικτώρια Μπόζικ, η οποία το τραγουδάει στη γλώσσα της. Η κόκκινη καρφίτσα σπάει το κέλυφος των Λεπιδόπτερων και οι θραυσματικοί ήχοι από το “Brenthis” (οι φαν τσεκάρετε και το σπάνιο βιντεοκλίπ, στο http://www.youtube.com/watch?v=f6I9v4QJswU&feature=related) είναι το αποκορύφωμα ενός ούτως ή άλλως στρυφνού δίσκου, που όμως ακούγεται πολύ πιο φιλικός με θέα τα σύννεφα να κυκλώνουν τον Αυγερινό πάνω από το Ηρώδειο. Το “Άπιαστος Λέιζερ” και «το ολόγραμμά του επί σκηνής κινείται/ παρωδία του εαυτού του/ τραγωδία όταν γελάει το κοινό/ ενώ εκείνη χαϊδεύει το κενό του» διαδέχεται ο Βασιλικός που βυθίζει εαυτόν στο καρυωτακικό σύμπαν. Είναι ίσως η μοναδική στιγμή που κοίταξα το ρολόι μου - και σίγουρα δεν φταίει ο Βασιλικός γι’ αυτό, απλά εγώ βαριέμαι αφόρητα τον συγκεκριμένο δίσκο. Το “Κοπερτί” (σίγουρα το σημαντικότερο τραγούδι χωρισμού της ελληνικής δισκογραφίας εκτός σκυλάδικων) είναι η πιο συγκινητική στιγμή της βραδιάς, ξανά δια στόματος Παλαμίδα. Πάμε πάλι, «είμαι ευτυχισμένη» από την “Πρωτομαγιά”, αλλά το κοινό αναγκάζει τη Λένα να βγει και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη φορά (η τελευταία) στη σκηνή, αποζητάει τη “Ρόζα Ροζαλία”, που η Λένα κάνει τη χάρη να τραγουδήσει a cappella έστω τους πρώτους δυο-τρεις στίχους του. Η τρίτη εκτέλεση της “Πρωτομαγιάς” δεν εκνευρίζει κανέναν, γιατί απλά γνωρίζουν όλοι καλά ότι πλέον η Λένα έχει πάρει το «κολλάει» της σκηνής κι είναι όντως αυτό το οποίο τραγουδάει: κατευτυχισμένη. Βγαίνει μπροστά, σηκώνει και τα δυο της χέρια ψηλά και ευχαριστεί τον κόσμο, ζητώντας συγγνώμη που δεν θυμάται κάποια άλλα τραγούδια από το Σαμποτάζ ή το Γκάλοπ. Η μπάντα της, ο Tσίκο στα drums (τα οποία συχνά κρατούσαν τον μετρονόμο που η Λένα άλλοτε κρατούσε με το beat από τα συνθεσάιζερ της), ο υπερκινητικός Vlastur στο μπάσο, ο Στράτος Σπηλιωτόπουλος στην ηλεκτρική κιθάρα και βέβαια ο ταλαντούχος Στέργιος Τσιρλιάγκος, ο οποίος επιμελήθηκε τόσο την παραγωγή των Ημερολογίων της, όσο και τους προγραμματισμούς και τις ενορχηστρώσεις της βραδιάς, τη βγάζουν μπροστά, την αγκαλιάζουν. Η Λένα, μέσα σε δυο ώρες, πρέπει να εισέπραξε όση αγάπη δεν είχε λάβει μαζεμένη τα προηγούμενα είκοσι χρόνια, τότε που, αν έπαιζε live σε έναν οποιοδήποτε χώρο, κατά πάσα πιθανότητα θα μάζευε το πολύ 200 άτομα… Είτε σου άρεσε, είτε όχι το βράδυ της Δευτέρας, ένα είναι λοιπόν σίγουρο: έγινες μάρτυρας μιας πολύ σπουδαίας στιγμής της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Υ.Γ: Άσχετο, αλλά το Ηρώδειο διαθέτει μακράν τις πιο όμορφες ταξιθέτριες (σημ. αρχισυντάκτη: με βρίσκεις απολύτως σύμφωνο!)
πάρε ένα ταξί
κι έλα κοπερτί μου
έλα να γεράσουμε
μαζί...»