Παρά τον μουντό καιρό και το ξαφνικό, καλοκαιρινό αεράκι, που στο ύψος του θεάτρου Λυκαβηττού σε «έτσουζε» λιγάκι, το Avopolis Greek βρέθηκε την Τρίτη το βράδυ στη συναυλία - γιορτή του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα για τα 20 χρόνια της solo δισκογραφίας του. Τη συναυλία άνοιξε ο εδώ και πολλά χρόνια κιθαρίστας του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Άλκης Κωνσταντόπουλος, ερμηνεύοντας με πολύ-πολύ χιούμορ και με την παρεΐστικη διάθεση που αναλογούσε στη συγκεκριμένη περίσταση, ένα δικό του τραγούδι αφιερωμένο - όπως ο ίδιος μας είπε - σε όλους τους «χρεωμένους και άφραγκους τους κόσμου». Κι όταν μετά από λίγα λεπτά, με τον Κωνσταντόπουλο να κοιτάει προς τα πίσω φωνάζοντας: «Λαυρέντη, σ’ευχαριστώ!!!», εμφανίστηκε στη σκηνή ο Μαχαιρίτσας, ένας ασφυκτικά γεμάτος Λυκαβηττός, πετάχτηκε ο μισός όρθιος, ενώ ο άλλος μισός επιδόθηκε σε κραυγές και χειροκροτήματα.
Και είναι πραγματικά άξιο απορίας πως είναι δυνατό, έπειτα από τόσα χρόνια (Τόσα Χρόνια Μιά Ανάσα ήταν, άλλωσε, ο τίτλος της εν λόγω συναυλίας), έπειτα από τοσες παρόμοιου ύφους «ζωντανές» γιορτούλες και τόσες χειμερινές εμφανίσεις όπου συμμετείχαν, έτσι κι άλλιως, οι περισσότεροι από τους παραπάνω προσκεκλημένους, ένας καλλιτέχνης να είναι ακόμα σε θέση να ξυπνήσει στο κοινό τέτοια ενθουσιώδη, ολόφρεσκα συναισθήματα. Συναισθήματα τέτοια που έκαναν την 75χρόνη κυρία πίσω μου (μας είχε πει την ηλικία της λίγο πριν την έναρξη της συναυλίας) να σηκώσει τα χέρια ψηλά καθώς κουνιόταν ολόκληρη στο άκουσμα του “Βασίλισσα Της Σιωπής”. Κατά την εκτέλεση του οποίου ο Αντώνης Μιτζέλος στα δεξιά του Μαχαιρίτσα και ο Δημήτρης Σταρόβας στα αριστερά απέδειξαν πως υπάρχει κάποιος καλός λόγος για να θεωρούνται εξαιρετικοί κιθαρίστες.
Με το θέατρο να σείεται στη ξεσηκωτική εμφάνιση του Σάκη Μπουλά με το “Μπανάκι Μανάκι”, καθώς και στο επιβλητικό παρόν που έδωσε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ερμηνέυοντας - όπως πάντα υπέροχα - το “Πριν Το Τέλος” και το αριστουργηματικά απλό ποίημα του Νίκου Καββαδία “Ο Νέγρος Θερμαστής Από Το Τζιμπουτί”, παρέα με τον Θάνο Μικρούτσικο να τον συνοδέυει στα πλήκτρα, η γιορτή συνεχίστηκε. Τα Κίτρινα Ποδήλατα χοροπηδούσαν στη σκηνή ανάμεσα σε πολύχρωμα φωτορυθμικά τα οποία έλουζαν τα γεμάτα κόσμο βραχάκια απέναντι. Ο Βαγγέλης Γερμανός μας θύμισε πόσο όμορφος δίσκος ήταν τα Μπαράκια. Ο Μπάμπης Στόκας ερμήνευσε τον “Νότο” και ο Χρήστος Θηβαίος τον “Παλιό Στρατιώτη”. Ο Γιώργος Νταλάρας το εκπληκτικό “Διδυμότειχο Μπουζ”. Τέλος, βγήκε ο Τσακνής που για τον Μαχαιρίτσα - όπως ο ίδιος παραδέχτηκε - «είναι τώρα, ήταν τότε και θα είναι πάντα» για να πούνε αγκαλιά τα “Γυρίζω Τις Πλάτες Μου Στο Μέλλον” και το “Kαι Τι Ζητάω”. Και λίγο πρίν το κλείσιμο, παρέα με τους Τερμίτες, ένα από τα πλέον αναγνωρήσημα, απλούστερα μα και πιο αληθινά τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας, το “Πόσο Σε Θέλω”.
Όσο γίνονταν όλα αυτά, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας διέκοπτε που και που τη ροή των τραγουδιών για να πει κάποια ιστορία ή κάποιο αστείο σχόλιο. Κι αν εξαιρέσει κανείς την κάπως αποτυχημένη αναφορά του στην ανάγκη του ήχου των Ιmigrι να υιοθετήσει περισσότερα «αριστερά» στοιχεία (είναι κάπως κρίμα για έναν καλλιτέχνη ο οποίος έχει προσφέρει τόσα πολλά και όμορφα πράγματα να προάγει μία τέτοια είδους προκατάληψη), ήταν διασκεδαστικότατος και απολαυστικός. Για εμάς πάντως που τον έχουμε δει ξανά και ξανά και ξανά το να βλέπουμε γύρω μας 18χρόνα πιτσιρίκια με σταράκια να αναμίζουν στον αέρα φωσφωρούχες ράδβους, ήταν ένας επιπλέον λόγος για ένα τσίμπημα ζήλειας και νοσταλγίας. Και, τελικά, αυτό που μένει πάντα στο τέλος, τόσα χρόνια τώρα, είναι το ίδιο πλατύ χαμόγελο. Και το παρατεταμένο «Έεεεελα!» του Λαυρέντη πριν το refrain των τραγουδιών...