Όταν καλείται ένας συνθέτης να μελοποιήσει ποίηση, ξένη και ελληνική, και μάλιστα όχι με τον συνήθη τρόπο της εναλλαγής κουπλέ-ρεφραίν, αλλά ασπαζόμενος τον τρόπο και το κλίμα μιας πιο λόγιας εκδοχής της μουσικής, τότε το έργο του γίνεται ακόμα πιο απαιτητικό. Γιατί, συνειδητά ή υποσυνείδητα, συγκρίνεται με φωνητικά έργα για πιάνο και φωνή που έχουν γραφτεί από μεγαθήρια της κλασικής - και όχι μόνο - μουσικής.
Πέρα από το θάρρος του Διονύση Μπουκουβάλα οφείλω να επικροτήσω και το ίδιο το αποτέλεσμα. Ο συνθέτης σεβάστηκε απόλυτα το κείμενο αλλά και το πιο ευαίσθητο μουσικό όργανο, που δεν είναι άλλο από την ίδια την ανθρώπινη φωνή. Η λιτή, επί τω πλείστον, συνοδεία, η οποία σε πολλές στιγμές μιμούταν τη γραφή της άρπας, η επαναλαμβανόμενη νότα (ή νότες), οι επίμονες συγχορδίες, αλλά και οι έξυπνα συγκαλυμμένες αναφορές στην jazz, δημιουργούσαν ένα μουσικό κλίμα που θα το ονόμαζα «έντεχνο μινιμαλισμό». Από τον μινιμαλισμό ο Μπουκουβάλας παίρνει την απλότητα, τη σαφήνεια και τον αντιακαδημαϊσμό του και από την jazz, αλλά και από την ευρύτερη κλασική μουσική παιδεία του, τις πλούσιες αρμονίες, τις αναπάντεχες εναλλαγές, τον συνθετικό οίστρο.
Πιο συγκεκριμένα, από τα 6 τραγούδια σε ποίηση σύγχρονων Ζακυνθινών ποιητών, ξεχωρίζω το “Χωρίς Τίτλο” σε ποίηση του Νίκου Σπάνια, όπου η ακροβασία αποδίδεται προσφυώς με τη συνοδεία στο πιάνο να παίζει τον ρόλο του σκοινιού και με τη φωνή να αποδίδει τα βήματα πάνω σε αυτό. Εξαιρετικής σημασίας το γεγονός ότι η λέξη “Σιωπή” αποδίδεται από την τραγουδίστρια χωρίς συνοδεία πιάνου, κάτι τέτοιες λεπτομέρειες ξεχωρίζουν άλλωστε έναν ικανό συνθέτη από έναν διαχρονικό συνθέτη, για να αποδοθεί ακόμα περισσότερο η ένταση της ίδιας της σημασίας τη λέξης. Επίσης “Ο Άνεμος”, σε ποίηση της Ελένης Δημάκου, είναι απλά ένα μεγάλο, σε αξία αισθητική αλλά και εν δυνάμει εμπορική, κομμάτι. Το μικρό όμως αριστούργημα του Διονύση Μπουκουβάλα είναι η μελοποίηση τεσσάρων ποιημάτων του Λάβκραφτ από το “Fungi From Yuggoth”. Για την ακρίβεια, τα “The Book” και “Pursuit” ακούγονται με τη μορφή απαγγελίας και συνοδείας πιάνου. Ειδικά το δεύτερο αποδίδει απόλυτα την αίσθηση της καταδίωξης, με μια συνεχή ροή ενός κυκλικού μουσικού θέματος το οποίο δεν δείχνει να έχει κάποιο τέλος - όπως άλλωστε και ο ίδιος ο εφιάλτης της καταδίωξης. Μάλιστα ο ίδιος ο τρόπος και η γραφή της απαγγελίας θυμίζουν έντονα αρχαία ραψωδία ή και την πιο σύγχρονη εκδοχή της, το rap. Σε αντίθεση με το παραπάνω κομμάτι το “Continuity” ακριβώς για να αποδώσει τη διάρκεια, ιδιαίτερα στη συνοδεία του πιάνου, απαρτίζεται από νότες μεγάλης χρονικής αξίας. Τέλος, από τα τρία τραγούδια σε ποίηση του Βασίλη Ρώτα ξεχώρισε το “Αγάπη, Φέγγος Αγλαό” το οποίο θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω ένα ωραίο ελαφρό τραγούδι, το οποίο και αυτό θα μπορούσε να έχει, πέρα της αισθητικής, και εμπορική υπεραξία.
Ο Μπουκουβάλας, πέρα από τα παραπάνω, παίζει πολύ ωραίο πιάνο και είναι επαρκέστατος αυτοσχεδιαστής, πράγμα που θα μπορούσε από μόνο του να του δώσει μια εναλλακτική καριέρα. Η Διαλεκτή Καμπάκου ήταν η έκπληξη για μένα, καθώς δεν την είχα ξανακούσει. Δεν υπηρέτησε μόνο την παρτιτούρα και τον συνθέτη, αλλά υπερέβη σε επίπεδο ερμηνείας και τις ίδιες τις αρχικές προσδοκίες μου. Η Καμπάκου ξεχωρίζει, επειδή ακριβώς δεν θέλει να ξεχωρίσει, με επαγγελματισμό, συνέπεια και εξαιρετικές φωνητικές ικανότητες. Δεν ξέρω αν ο Μπουκουβάλας θέλει να ασχοληθεί με τη λόγια ή την εμπορική μουσική, με την ορχηστρική μουσική ή το τραγούδι, αλλά σε αυτή τη σύντομη συναυλία είδαμε στοιχεία ενός συνθέτη με ποικίλες ικανότητες, που θα μπορούσε να φέρει σε πέρας οτιδήποτε με το οποίο θα μπορούσε να καταπιαστεί στο μέλλον.