Τι κοινό υπάρχει όταν το “My Funny Valentine” συνδιαλέγεται με το “Αν Σ’ Αρνηθώ”, το “Caravan” με το “Τα Ματόκλαδα Σου Λάμπουν” ή το “Βασιλικός Θα Γίνω” με το “Mack The Knife”; Εφέτος το αγαπημένο στέκι του Half Note Jazz Club αποφάσισε να κατεβάσει τη μουσική του αυλαία με πρωταγωνιστή τον Μίμη Πλέσσα, και τολμώ να πω ότι κέντραρε σωστά και σκόραρε. Τρεις μουσικοί διαφορετικής γενιάς και προέλευσης κλήθηκαν να αναδείξουν το ευρύ πεδίο της jazz και τα κατάφεραν, έχοντας ως βασικό τους όχημα την εμπειρία, το μεράκι, τη χημεία, το «γόνιμο» αυτί και φυσικά την αγάπη για το γνήσιο αυτοσχεδιασμό. Ο Πλέσσας παρέα με τους Βασίλη Ρακόπουλο (κιθάρα), Αντώνη Λαδόπουλο (σαξόφωνο), Γιώργο Πολυχρονάκο (κρουστά) και Εύη Σιαμαντά (φωνή), μάς απέδειξαν την ουσία του πράγματος που λέγεται μουσική και τα σχόλια είναι περιττά. Εξάλλου, όπως ανέφερε και ο ίδιος ο Πλέσσας, «jazz δεν είναι τι παίζουμε, αλλά πώς το παίζουμε».
Πολλοί με ρώτησαν τί σχέση έχει η
jazz με τον Μίμη Πλέσσα. Και η απάντηση ήρθε άμεσα, στην αρχή της συναυλίας, από τα χείλη του ιδίου, αναφερόμενος φυσικά στην 50χρονη πορεία του που ξεκίνησε με τη jazz και έφτασε στις συνεργασίες του με Dizzy Gillespie, Quincy Jones στις αρχές της δεκαετίας του 1950 (για να συμπληρώσω εγώ και τις συνεργασίες του με Sarah Vaughn, Lester Young, Coleman Hawkins κ.α.). Λίγο μετά τις 10.30 ο αέρας της παραδοσιακής μελωδίας του “Θαλασσάκι” ανοίγει μία ζεστή βραδιά, σε έναν κατάμεστο χώρο, με ηλικίες αρκετά μεγάλες. Δεν ξέρω αν όλοι αυτοί ήταν θιασώτες της jazz, πάντως του Μίμη Πλέσσα σίγουρα, και για να είμαι απολύτως ειλικρινής, αυτό μετέπειτα με ικανοποίησε πολύ και συνέβαλε σημαντικά στην επιτυχία της βραδιάς. «H jazz ξεκίνησε από χαμηλά, για να θεωρείται σήμερα η κλασική μουσική του 21ου αιώνα» ανέφερε ο Πλέσσας, για να υπογραμμίσει κατόπιν ότι «στην Αμερική είχα την τύχη να παίξω με τους σημαντικότερους τζαζίστες του κόσμου. Αυτό όμως το πλήρωσα ακριβά στη χώρα μου και αναγκάστηκα να κρύψω την αγάπη μου για τη jazz». Για εκείνη τη βραδιά, πάντως, μας υποσχέθηκε κάτι διαφορετικό ή, καλύτερα, κάτι λιγότερο οικείο για τους περισσότερους οι οποίοι παρευρίσκονταν.Η ελληνική μουσική παράδοση συνομιλεί με τη
Εκείνο το βράδυ της Παρασκευής τρεις γενιές,
3G (Three Generations), βρέθηκαν, ακολουθώντας τα μονοπάτια της αναζήτησης, σ’ ένα σταυροδρόμι - εκείνο της μουσικής. Και, όπως αναφέρεται μέσα στο ομώνυμο cd που μόλις κυκλοφόρησε, «το G δεν είναι η γενιά αλλά η επιτάχυνση της βαρύτητας σε ελεύθερη πτώση, και όταν αυτή ξεπερνιέται, τότε μπορούμε να φτάσουμε στο διάστημα, εκεί που μόνον η μουσική μπορεί».