Το Athens Video Art Festival, το αθηναϊκό φεστιβάλ που μας φέρνει τα τέσσερα τελευταία χρόνια σε επαφή με τη σύγχρονη video art και τον ψηφιακό πολιτισμό γενικότερα, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά φιλοξενήθηκε στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, στο Γκάζι. Για καλή τύχη των διοργανωτών, αλλά και δική μας, ο καιρός το τριήμερο ήταν υπέροχος, οπότε κάναμε μια πρώτης τάξεως φεστιβαλική πρόβα τζενεράλε εν όψει καλοκαιριού.
Η δεύτερη μέρα, από μουσικής πλευράς, περιλάμβανε Squirk, Pop Eye και Raining Pleasure. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. O Squirk, με τα δύο μέλη της μπάντας του, βγήκαν στις 9.10 μ.μ., αλλά ενώ από το myspace είχαμε σχηματίσει θετική εικόνα για τους μουσικούς του πειραματισμούς, η σκηνική του παρουσία μας απογοήτευσε. Η αλήθεια είναι ότι τα παιδιά είναι μικρά ηλικιακά και προφανώς εντελώς άπειρα, οπότε δίνουμε περίοδο χάρητος μέχρι την επόμενη φορά που θα τους ξαναδούμε. Οι Pop Eye βγήκαν στη σκηνή και η διαφορά σκηνικής παρουσίας ήταν αισθητή. Ιδιαίτερα ο τραγουδιστής τους, ο Δημήτρης Καμπούρης, έχει πολύ καλή κίνηση κι ένα βρετανικό στιλάκι, το οποίο σου μεταδίδει επιτυχώς αυτό που θέλει να περάσει με τη μουσική τους. Άρχισαν με το “Love Ιs”, συνέχισαν με το “If Υou” - το οποίο περιλαμβάνεται και στη συλλογή Silent Wonder του Δημήτρη Παπασπυρόπουλου. Συνέχεια με “Fly Up High”, που, απ΄ότι μας πληροφόρησαν, θα κυκλοφορήσει τον Ιούνιο από τη Shift Records. Πολύ ωραίες ακόμα στιγμές του set των Pop Eye τα “This Is Game” και “Something More”, όπως και το “Believe Me”, με το οποίο και έκλεισαν. Πολλά υποσχόμενα τα παιδιά, με πολύ ωραίες μουσικές, αν και πιστεύω ότι και στη μουσική τους αλλά και στο στιλ τους, θα τους ταίριαζε καλύτερα η πιο cozy ατμόσφαιρα ενός κλειστού club. Επίσης αξίζει να αναφέρω ότι ο frontman, όταν αποχωρούσαν από τη σκηνή, δήλωσε ότι ήταν τιμή τους που έπαιξαν πριν από τους Raining Pleasure. Μου άρεσε η αναφορά αυτή, όχι γιατί πιστεύω ότι οι τελευταίοι είναι «πατριάρχες» στον χώρο του αγγλόφωνου rock, αλλά γιατί ήταν αυτοί που τράβηξαν την προσοχή και το ενδιαφέρον ενός ευρύτερου κοινού, σε μια εποχή όταν τα πράγματα στο συγκεκριμένο μουσικό είδος είχαν λιμνάσει.
Κάπως έτσι, κι ενώ το φιλοθεάμον κοινό έτρεχε με το κουπόνι του να πάρει καμιά μπύρα για να μπουν τα πράγματα στον ίσιο δρόμο, βγήκαν στη σκηνή οι Raining Pleasure. Eίχα να τους δω καιρό ζωντανά και ομολογώ ότι την συγκεκριμένη τους εμφάνιση τη χάρηκα πολύ. Όχι γιατί ήταν κάτι το ιδιαίτερο, γιατί ούτε τα «έσπασαν», ούτε έδειχναν ιδιαίτερα κεφάτοι. Έκανα ένα flashback όμως στο παρελθόν, στο Rockwave του 2004. Έχοντας κυκλοφορήσει το Forwards + Backwards το 2003 είχαν έρθει δειλά-δειλά τραγουδώντας “Dancing Queen” και ομολογώ ότι είχα νιώσει πολύ αμήχανα γιατί, ενώ τα τραγούδια τους στο σπίτι μου τα άκουγα σε υψηλή ένταση, η σκηνή του Τerravibe τότε τους «κατάπιε»… Κάτι όμως που δεν συνέβη με την σκηνή η οποία είχε στηθεί στην Τεχνόπολη. Ο Βασιλικός και τα άλλα παιδιά έχουν «ενηλικιωθεί» πια σκηνικά και πατάνε γερά στα πόδια τους πια και σε αυτόν τον τομέα. Όπως ήταν αναμενόμενο, μας παρουσίασαν σχεδόν όλον τον καινούργιο τους δίσκο, Who’s Gonna Tell Juliet, με highlights τo ομώνυμο, το αγαπημένο μου “Breathe In, Breathe Out”, το “You Are Not Young Anymore”, το “Our Father”, το οποίο κάθε φορά που το ακούω με παραπέμπει σε ταινία του Ταραντίνο με 1970΄s αναφορές, αλλά και το ατμοσφαιρικό και εσωστρεφές “Rainbow”.
Προς το τέλος της βραδιάς πήγαν λίγο πιο πίσω στον χρόνο και μας χάρισαν το “Love Μe Love Me Love Me”, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα groovy εκτέλεση. Το τέλος της βραδιάς ήρθε με το “Fake”, για να θυμηθούμε και πως τους γνωρίσαμε. Τηλεοπτικά μεν, παρόλα αυτά όμως οι στίχοι του συγκεκριμένου κομματιού με αγγίζουν ακόμα, παρόλο που τους έχω σιγοψιθυρίσει αμέτρητες φορές. Μέρα 3η
Την τελευταία ημέρα του φεστιβάλ ο κόσμος που βρισκόταν στους εξωτερικούς χώρους της Τεχνόπολης γύρω στις εννιά, ήταν πολύ λιγότερος από την προηγούμενη ημέρα. Όταν βγήκαν οι Ζebra Tracks στη σκηνή, οι τελευταίοι και αργοπορημένοι τεχνόφιλοι προσπαθούσαν να προλάβουν να δουν έστω και την ύστατη ώρα όσα περισσότερα μπορούσαν από τα έργα των καλλιτεχνών. Το τετραμελές αγγλόφωνο group είχε κέφι και ρυθμό, όμως το ύφος ήταν σαφώς σχολικό. Τα συγκεκριμένα παιδιά, όπως και άλλα σχήματα που έχουν αναδειχθεί είτε από το Schoolwave, είτε από μικρές μουσικές σκηνές, μένει να αποδείξουν αν μπορούν να δώσουν κάτι πιο ώριμο στο μέλλον.
Γύρω στα 35 λεπτά έπαιξαν οι νεαρές ζέμπρες και μετά από ένα δεκάλεπτο διάλλειμα οι Ρόδες εμφανίστηκαν στις 21.45. Ο ήχος ήταν κατά γενική ομολογία πολύ μπουκωμένος και μπάσος, χωρίς να μας αφήνει να ακούμε τα λόγια από τον ίδιο τον Νικήτα. Σιγά-σιγά ο κόσμος πλήθαινε, οπότε οι fans τα λόγια τα ακολουθούσαν, όχι όμως επειδή τα άκουγαν, αλλά επειδή βέβαια τα ήξεραν απ΄έξω. Παρακολουθούσα με διάθεση κοινωνιολογικής ανάλυσης τη σύνθεση του κοινού. Ηλικιακά από 18 εώς 25, στη συντριπτική πλειοψηφία. Αναρωτιέμαι πόσοι από τα συγκεκριμένα παιδιά γνωρίζουν τον Νικήτα μουσικά και από την εποχή των Active Member ή πόσοι είχαν παρακολουθήσει τη συγκλονιστική σκηνή, όταν έκαιγε το αμερικάνικο διαβατήριό του ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τους βομβαρδισμούς της Σερβίας από τις συμμαχικές δυνάμεις με «μαέστρο» τον πλανητάρχη τότε Κλίντον… Ο Νικήτας και οι υπόλοιποι εξαιρετικοί μουσικοί Ζαρακάς, Χασαλεύρης κλπ., με συνέπεια ακολούθησαν την αντικαπιταλιστική πορεία που είχαν αρχίσει με την Γιορτή Της Φαντασίας και στον δεύτερο δίσκο τους, το Silent Disco. Ο Νικήτας ήταν στα κέφια του και μας παρουσίασε τα περισσότερα από τα καινούρια κομμάτια. “Live!”, “Kαταθλιπτικιά”, “Mιλάμε Πολυεθνικά”, “Bρώμικο”, μια διασκευή του “Let The Sunsine In!” - του φοβερού κομματιού των Fifth Dimension - αλλά και το έντεχνο, όπως το χαρακτήρισε ο Κλιντ, “Δεν είναι Αργά!”. Ακούγοντας live τα συγκεκριμένα κομμάτια μου κόλλησε η ιδέα ότι, με κάποιον τρόπο, στη σκηνική τους εκτέλεση οι Ρόδες κάνουν το σφάλμα να τα «ισοπεδώνουν» χρησιμοποιώντας δυο λούπες - ουσιαστικά μια σε reggae μορφή και μια σε hip-hop. Όταν ακούς τη στουντιακή εκδοχή των τραγουδιών, ο χαρακτήρας τους είναι περισσότερο ευδιάκριτος. Όταν η ατμόσφαιρα είχε ζεσταθεί ήδη, ερμήνευσαν αρκετά τραγούδια και από τον προηγούμενο δίσκο όπως τα “Στη Λεωφόρο Του Ν.Α.Τ.Ο”, “Xαρταετός”, “Aπομυθοποίηση Τώρα”, αλλά και την κεφάτη εκτέλεση α-λα-Ικαριώτικα του “Στη Γιορτή Της Φαντασίας”. Η βραδιά είχε βέβαια και διασκευή στο “Νο Woman No Cry”, αλλά και στο “Παιδί Του Σωλήνα” από Μουσικές Ταξιαρχίες, επιλογές που οι Ρόδες τις έχουν καθιερώσει στο live ρεπερτόριό τους. Μετά από δύο ώρες κι ένα τέταρτο η βραδιά έκλεισε με την καλύτερη διασκευή που έχουν επιχειρήσει ποτέ κατά τη γνώμη μου. Οι ήχοι από το “Ακκορντεόν” του Μάνου Λοΐζου και του Γιάννη Νεγρεπόντη, σε μια φρενήρη εκτέλεση, μας είπαν καληνύχτα τα μεσάνυχτα. Και μας θύμισαν πόσο μας αρέσει να διαβάζουμε συνθήματα σε τοίχους…