Υπάρχουν σ’αυτό τον κόσμο μουσικές που τις ακούς από μικρό παιδί και μεγαλώνεις μαζί τους. Έπειτα, υπάρχουν εκείνες οι μουσικές που σε σημαδεύουν γιατί είναι αυτές που σου φέρνουν, όσα χρόνια κι αν περάσουν, στο νου προσωπικά βιώματα. Και μετά είναι και κάτι άλλες μουσικές, αυτές που αν δεν υπήρχαν κι αν δεν τις είχε συναντήσει ποτέ το αυτί σου σήμερα δεν θα ήσουνα ο ίδιος άνθρωπος αλλά κάποιος άλλος. Έτσι απλά.
Κι ίσως τελικά όσο αναφορά στα Διάφανα Κρίνα να μην ισχύει μονάχα για εμένα αυτό, αλλά και για πολλά από τα δεκάδες παιδιά που μαζεύτηκαν από νωρίς εχθές το βράδυ έξω από το An Club, κι ας μην είχε εμφανιστεί στους δρόμους της Αθήνας ούτε μια αφίσα που να διαφήμιζε την εμφάνιση του συγκροτήματος το διήμερο 25 και 26 Δεκεμβρίου στο εξαρχειώτικο μαγαζί.
Τα φώτα ενός αποπνικτικά γεμάτου An Club σβήνουν στις 23:15. Ο Κυριάκος πιάνει την κιθάρα, ο Νίκος στέκεται μπροστά στα πλήκτρα, ο Τάσος κάθεται στα drums, o Παντελής «φοράει» το μπάσο του. Παρ’όλα αυτά, αν ακολουθήσεις τα μάτια των περισσοτέρων από το κοινό θα δεις ξεκάθαρα ότι το βλέμμα τους ψάχνει τον Θάνο, front man και σύμβολο -καλώς ή κακώς- του συγκρότηματος που έχει κάτσει λίγο παράμερα σε ένα σκαλί παρακολουθώντας το υπόλοιπο group να ανοίγει την συναυλία. Κι όταν τέλος αυτός ανεβαίνει στη σκηνή, με το Johnny Cash μπλουζάκι του και το χαρακτηριστικό του μαύρο γάντι χωρίς δάχτυλα, για να ντύσει με τη βαριά του φωνή το “Σε Μιά Γη Που Ανατέλει”, ένα καινούριο κομμάτι το οποίο, όπως τονίζει ο ίδιος, «ψάχνει ακόμα τον οριστικό τίτλο του», το χειροκρότημα και οι φωνές έρχονται να καλύψουν και τη μουσική ακόμα. Και είναι τότε που σου περνάει από το μυαλό ότι παίζει να είναι αυτή η τρελή αγάπη του κόσμου προς τους ανθρώπους αυτούς που γέμισε έτσι το An και όχι τόσο η ανθρώπινη μάζα.
Τα Κρίνα επιλέγουν να παίξουν αρκετά καινούρια κομμάτια (ο Θάνος επιμένει ότι «ακόμα δεν γνωρίζουμε με σιγουριά τους τίτλους τους»), ώσπου φτάνεις σε ένα σημείο απίστευτης αγωνίας για το πότε επιτέλους θα κυκλοφορήσει ο καινούριος δίσκος. Η υπέροχη ηλεκτρισμένη σόλο κιθάρα του “Η Αγάπη Πάντα Θα Καλεί”, μαζί με τη φωτεινότατη αισιοδοξία των “Δαίμονες” και “Mε Ρωτούν Oι Χειμώνες”, καθώς και το ρίγος συγκίνησης που σε διαπερνά στο άκουσμα των στίχων του “O Γάτος”, πολλοί εκ των οποίων, δυστυχώς, θάφτηκαν κάτω από το μουρμούρισμα του Θάνου, έρχονται να συναντήσουν την ομορφιά του “Aντί Για Σένα Διάλεξα”. Τίποτα όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με την καταπληκτική εκτέλεση στο “H Γυναίκα Που Διάβαζε Ποιήματα”, η καλύτερη που μπορώ να ανακαλέσω προσωπικά σε live.
Η συναυλία συνεχίζεται για πάνω από τρείς ώρες με έναν Παντελή υπέροχα χαρούμενο και γελαστό να γνέφει συχνά στο Νίκο και αυτός να ανταποδίδει, τον Κυριάκο να πιάνει πότε – πότε την τρομπέτα του, τον Τάσο να σε τρελαίνει στα drums του “H Aγάπη Είναι Ένας Σκύλος Από Την Κόλαση” και τον Θάνο να συμβουλεύεται συνέχεια το αναλόγιο του για να μην χάσει τους στίχους. Και είναι σαν όλοι τους μαζί να σου κλείνουν το μάτι λέγοντας πως από το “Έγινε Η Απώλεια Συνήθεια Μας” και τις “Mέρες Αργίας” έχουν περάσει πιά πάνω από έντεκα χρόνια. Οι κρόταφοι γκριζάρισαν άλλα όλα είναι πάντοτε τα ίδια. Και έρχονται οι δυνατές εκτελέσεις των δύο παραπάνω τραγουδιών για να το αποδείξουν.
Από το κοινό δεν λείπουν, όπως ποτέ άλλωστε, οι μαυροντυμένες παρουσίες. Άλλοτε λεπτές σκοτεινές φιγούρες που μοιάζουν με σκιές, άλλοτε πιο πληθωρικές μορφές με μακριά μαλλιά και πάμπολα δαχτυλίδια. Είναι πάντα οι ίδιοι άνθρωποι στην πρώτη σειρά που καμιά φορά σκαρφαλώνουν στα κάγκελα για να τραγουδήσουν μαζί με τον Θάνο φορώντας και αυτοί ένα μαύρο γάντι χωρίς δάχτυλα και σκουπίζοντας πότε - πότε με αυτό τον ιδρώτα από τα σκυνθρωπά προσωπά τους. Οι άνθρωποι αυτοί που κουβαλούν κάτω από τα μπουφάν τους πλαστικά μπουκάλια με χύμα κρασί μοιάζουν να είναι πλέον ένα πράγμα με τις συναυλίες των Διάφανων Κρίνων. Και μοιάζουν ακόμα να έχουν βρει στη μουσική αυτή την ταύτιση στον πόνο που πιθανόν –ή όχι– να βίωσαν κάποτε και οι ίδιοι. Καλό όμως θα ήταν να θυμόμαστε ότι παρά το γεγονός ότι τα άτομα αυτά αποτελούν ένα πολύ αντιπροσωπευτικό δείγμα οπαδών του συγκροτήματος, τα Διάφανα Κρίνα δεν είναι απαραίτητα το group εκείνο που είναι εδώ για να εξυμνήσει τον θάνατο και τη γοητεία της θλίψης. Αλλά πέντε άνθρωποι που επέζησαν από τον πόνο, που είναι συχνά αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, και συνέχισαν. Να τραγουδάνε και να σκαρώνουν μουσικές και στίχους κάνοντας πολλούς ανθρώπους –είμαι και εγώ ένας από αυτούς- όχι μόνον ελπιδοφόρους και πληρέστερους αλλά και ανείπωτα ευτυχισμένους.