Αν προσπαθήσει κάποιος να σκεφτεί έστω και μια ντουζίνα σύγχρονα μουσικά acts που να κατάφεραν να ξεκλειδώσουν τη μεγάλη επιτυχία στο πεδίο τους στη μετά ‘00s εποχή που όλα περνάνε από τα ατελείωτα φίλτρα και παρακλάδια του ψηφιακού κόσμου το αναμενόμενο είναι να δυσκολευτεί πάρα πολύ. Το αναγκαίο κακό του online presence «μόλυνε» σε μεγάλο βαθμό και τις πιο ανόθευτες underground σκηνές και κουλτούρες με αποτέλεσμα να είναι σταδιακά όλο και πιο αδιανόητο για ένα καλλιτέχνη, είτε ήταν DJ είτε παραγωγός είτε ΜC είτε πάνκης, να μην έχει social media και press photos να μη μοιράζεται ψηφιακό περιεχόμενο (στο οποίο νέο επεισόδιο αυτού του share μας πέταγε η σύγχρονη τεχνολογία). Κι όμως κάποιοι λίγοι τα κατάφεραν και αντιστάθηκαν – έστω και μέχρι να μην μπορούν να αντισταθούν πια.
Η αλήθεια είναι ότι το ντουέτο των Paranoid London (Quinn Whalley και Gerardo "Del" Delgado) πήραν την απόφαση να γυρίσουν την πλάτη στα mainstream trends της ηλεκτρονικής σκηνής στο καλύτερο δυνατό timing: ακριβώς τη στιγμή που το ποτάμι της στέρευε και λίγα στρατηγικής σημασίας χρόνια πριν τα «απαραίτητα social media» απωλέσουν και την τελευταία ικμάδα της αθωότητάς τους και οι αναδυόμενες τότε υπηρεσίες και πλατφόρμες μουσικού srtreaming πάρουν κι αυτές την «απαραίτητη» στροφή προς τον ενήλικο, corporate εαυτό τους. Μεγαλωμένοι έτσι κι αλλιώς στην κουλτούρα του acid και του DJing ξεκίνησαν το 2012 να κάνουν αυτό που κάνουν με τον τρόπο τους, υπόγεια και σχεδόν μυστικά, σε μια εποχή που όλα πρέπει να «φαίνονται», σε μεγάλο βαθμό αναλογικά σε μια εποχή που το «ψευτο-αναλογικά» θα γινόταν σύντομα η νέα μόδα, βγάζοντας τη γλώσσα σε «μεγάλες δουλειές» και «ανοίγματα». Και όταν το 2015 κυκλοφόρησε το ντεμπούτο, φερώνυμο album τους είχαν ήδη δημιουργήσει τις συνθήκες μετατροπής ενός στενού πυρήνα που έκανε ανάρπαστα τα limited δωδεκάιντσά τους σε ένα μεγαλύτερο κοινό που θα τους έφερνε στην πρώτη γραμμή του χορευτικού Λονδίνου και θα ένωνε στην ίδια πίστα καρεκλάδες, ροκάδες, γκοθάδες, και λοιπά νυκτόβια ζώα. Acid βρωμιά, αναπάντεχα samples, punk attitude – μια συνταγή που θα γινόταν αρκετά γνωστή, από αρκετά περισσότερους στο αμέσως επόμενο επεισόδιο, μια συνταγή που τους έφτασε σε line up με τους Chemical Brothers και φεστιβάλ όπως το Glastonbury.
Οι Paranoid London όμως την δοκίμασαν από τους πρώτους, με τον εντελώς δικό τους τρόπο – και απλώς πέτυχε. Το έκαναν όπως ήθελαν και μετά χορέψαμε και χορεύουμε ακόμα ενώ τους περιμένουμε και για την πρώτη τους εμφάνιση στην Αθήνα, ακριβώς τη στιγμή που με τον τρίτο τους δίσκο, Arseholes, Liars and Electronic Pioneers είναι έτοιμοι να αποδεχτούν την ιδέα ότι το act τους έχει «μεγαλώσει».
«Ο Del είναι από την Ισπανία, ερχόταν στον Λονδίνο για να δουλεύει στα διάφορα studios, δούλευε με διάφορους. Κάποια στιγμή όλοι αυτοί με τους οποίους δούλευε ήταν πολύ απασχολημένοι και παράλληλα κανείς δεν ήθελε να δουλέψει με μένα, το στούντιο μου ήταν άδειο. Οπότε ένας φίλος μας έφερε σε επαφή κι έτσι ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μαζί. Δουλεύαμε μαζί περίπου τέσσερα χρόνια πριν αρχίσουμε να κάνουμε αυτό που μας έκανε Paranoid London. Στην αρχή κάναμε μουσική που άρεσε στους άλλους, που νομίζαμε ότι αρέσει στους άλλους. Ναι προσπαθούσαμε να κάνουμε ό, τι ήταν της μόδας, ό, τι περνούσε τότε στον κόσμο. Ο Del ήταν DJ και έβλεπε τις μόδες να αλλάζουν κάθε λίγους μήνες. Αλλά δεν πήγαινε πουθενά δεν είχαμε βγάλει κάποιο δίσκο, τίποτα. Και τότε αποφασίσαμε να κάνουμε τη μουσική που αρέσει σε εμάς και να την κυκλοφορήσουμε έτσι κι αλλιώς, και ό, τι είναι είναι, σε όποιον αρέσει. Και τότε είναι που άρχισε να αρέσει στον κόσμο».
Κάνοντας τα πρόχειρα μαθηματικά συνειδητοποιώ ότι η περίοδος 2012 – 2014 που ξεκίνησαν οι Paranoid London να κάνουν αυτό που κάνουν με τον τρόπο τους, χωρίς να τους νοιάζει τίποτα άλλο, είναι ήδη μια δεκαετία πίσω μας. Στην Ελλάδα της κρίσης η μυρωδιά αυτής της διαφορετικής χορευτικής προσέγγισης ήταν ακόμα ένα καλά φυλαγμένο μυστικό για τους λίγους και το crossover της στη δοκιμαζόμενη αθηναϊκή νύχτα που μοιραζόταν ακόμα μεταξύ του mainstream και του indie θα αργούσε λίγο ακόμα. Αλλά από ό,τι φαίνεται και για το ηλεκτρονικό Λονδίνο ο «αναρχικός» τρόπος των Paranoid London ήταν κάτι καινούριο. «Εκείνη την εποχή όλοι προσπαθούσαν να φτιάξουν “μεγάλους” δίσκους, δίσκους που ακούγονταν σαν να έχουν γραφτεί σε “μεγάλα” studios, με εντυπωσιακά intros και breakdowns και τα σχετικά. Εμείς θελήσαμε να φτιάξουμε in between δίσκους. Χωρίς εισαγωγές, ήχος σαν να φτιάχτηκαν σε κρεβατοκάμαρες. Και ήταν μια ευτυχής συγκυρία ότι πήραμε την απόφαση και ξεκινήσαμε όταν ο κόσμος είχε κάπως βαρεθεί τον λουστραρισμένο ήχο που έπαιζε πολύ τότε. Θέλαμε να φτιάξουμε τραχείς, “βρώμικους” δίσκους. Και δεν μας ένοιαζε καθόλου αν θα πουληθούν – αυτό επίσης ήταν πολύ σημαντικό. Δεν μας ένοιαζε καθόλου αν θα αρέσουν. Κάναμε τη μουσική μας χωρίς να μας απασχολεί κανένας άλλος. Ίσως όταν ξεκινάς να σκέφτεσαι τι θα πει ο κόσμος, τι του αρέσει, να ξεκινάς και να κοπιάρεις άλλους. Και αυτό δούλεψε για εμάς, το timing ήταν πολύ σωστό. Ακριβώς τη στιγμή που ο κόσμος είχε βαρεθεί, ήρθαμε εμείς με μια απλή μπασογραμμή και πέτυχε. Ήταν πολύ απλό. Δεν είμαστε τόσο έξυπνοι για κάτι πιο πολύπλοκο (γέλια)».
Ακούγοντας τις απαρχές της ιστορίας τους και ανατρέχοντας στα πρώτα tracks και albums σκέφτομαι ότι ο τελευταίος τους δίσκος Arseholes, Liars and Electronic Pioneers είναι ό, τι πιο «μεγάλο», «επαγγελματικό», «συνεκτικό» και «προσιτό» στη δισκογραφία τους μέχρι σήμερα. Με keywords τον συγκεκριμένο δίσκο άλλωστε βρίσκουμε online και περισσότερες καταχωρήσεις, φωτογραφίες και συνεντεύξεις του ντουέτου από ό, τι όλα τα προηγούμενα χρόνια μαζί. Δηλώνει άραγε αυτό το album μια αλλαγή κατεύθυνσης ή στάσης; «Ναι όντως είναι ένα διαφορετικό album και αυτό γιατί τώρα πια βαρεθήκαμε να κάνουμε μόνο bedroom tracks και θέλαμε κάτι πιο επιμελημένο. Για αυτό φωνάξαμε τη φίλη μας Margo Broom να μας βοηθήσει λίγο με τη μίξη, να έχουμε κάτι πιο στουντιακό, συνεκτικό. Ναι τώρα που όλοι έχουν αφήσει τα studio για τις κρεβατοκάμαρες τους εμείς βαρεθήκαμε και θέλαμε να γυρίσουμε στον ήχο του μεγάλου studio (γέλια). Ίσως όμως και αυτό το album να ακούγεται και να είναι “μεγαλύτερο” γιατί τώρα μας κλείνουν και για μεγαλύτερα φεστιβάλ. Αυτό που κάνουμε με τα δύο πρώτα albums για 500 – 600 τρελαμένους acid clubbers που χορεύουν ιδρωμένοι ασταμάτητα στις 4 το πρωί, έπρεπε να το μεταφράσουμε σε κάτι για 10.000 ανθρώπους σε κάποιο μεγάλο φεστιβάλ που πιθανώς θα πίνουν και θα χορεύουν διασκορπισμένοι σε ένα χωράφι. Το Arseholes, Liars and Electronic Pioneers δημιουργήθηκε με αυτήν τη σκέψη, με την προοπτική του crossover από τα μικρότερα σκοτεινά clubs στα μεγάλα φεστιβάλ. Είναι μια μετάφραση του ήχου μας στο momentum μας».
Για να φτάσουν όμως τόσο στα μεγάλα φεστιβάλ όμως όσο και στα underground «ιδρωμένα» clubs οι Paranoid London έκοψαν δρόμο μέσα από μια ήδη νέα διαμορφωμένη πραγματικότητα που πια έχει καταλήξει ένας ιδιαίτερα ανελαστικός κανόνας – αυτή που όλα στη μουσική και πολιτισμική βιομηχανία περνάνε αναγκαστικά από το διαδίκυτο, τα social media και το πιασάρικο online presence. Αυτήν την πραγματικότητα και τους κανόνες αγνόησαν παντελώς οι Paranoid London κάνοντας και στο management του act τους αυτό που έκαναν και με τον ήχο τους – δηλαδή το αντίθετο από αυτό που έκαναν όλοι. «Είναι κάτι που το θέλαμε από την αρχή. Θέλαμε να το κάνουμε δύσκολο για να έχει αξία. Όπως όταν ήμασταν παιδιά και πηγαίναμε σε κάποια πολύ αυστηρά clubs και τρώγαμε πόρτα κι αυτό μας έκανε να θέλουμε πιο πολύ να μπούμε και επιστρέφαμε την επόμενη εβδομάδα καλύτερα προετοιμασμένοι, πιο αποφασισμένοι να μπούμε. Έτσι κι εμείς καταστήσαμε δύσκολο το να μας βρουν, να μας μάθουν, ακόμα και να αγοράσουν τους δίσκους μας. Την εποχή που όλα κινούνται γρήγορα και η μουσική κατεβαίνει και ακούγεται μόνο στο internet εμείς είπαμε ότι “όχι, δεν θα έχεις τη μουσική μας με αυτόν τον τρόπο”. Τυπώναμε τους δίσκους σε λιγότερα αντίτυπα από όσα μας ζητούσαν. Έτσι αυτός που θα έχει τον δίσκο θα τον παίξει πολύ περισσότερο, θα έχει μεγαλύτερη αξία για αυτόν, όταν ξέρει ότι υπάρχουν αλλά δυο τρία αντίτυπα εκεί έξω. Και όσο λέγαμε όχι, τόσο περισσότερο μεγάλωνε η ζήτηση. Αυτό ίσχυε και με τα bookings στα clubs. Λέγαμε πολλά όχι σε clubs που υποτίθεται ότι πήγαιναν να παίξουν όλοι. Και μετά έρχονταν και μας ζητούσαν και μας ξαναζητούσαν».
Επιστρέφοντας στο νέο album Arseholes, Liars and Electronic Pioneers μετράμε πέρα από τα bits και τα bytes της πιο élevé παραγωγής και μερικές ακόμα εντυπωσιακές συνεργασίες, με χαρακτηριστικό το feature του Bobby Gillespie στο “People (Ah Yeah)” «O manager μας ήταν πολύ καλός φίλος με τον Andrew Weatherall και μέσω του Andy και του manager μας, έπεσε η ιδέα και με ένα τηλεφώνημα ουσιαστικά ήρθε στο studio ο Bobby και κάναμε ένα take. Δεν πήγε πολύ καλά, έπρεπε να το ξανακάνουμε. Και αντί γι’ αυτό ξαναήρθε δυο ημέρες αργότερα, με ένα ολοκαίνουριο τραγούδι, και είναι το τραγούδι που είναι στο album. H συνεργασία με τον Bobbie Gillespie ήταν απλή και σπουδαία, ενθουσιάζεται πραγματικά με τη μουσική, μόνο αυτό έχει σημασία για εκείνον, δεν τον πειράζει να δοκιμάσει ξανά και ξανά, αρκεί να βγει όπως πρέπει. Οι συνεργασίες με την Jennifer Touch ήταν επίσης υπέροχες, μας εντυπωσίασαν περισσότερο απ’ όλα, μας πήραν το μυαλό. Ήταν επίσης μια ιδέα του manager μας και ήρθε για φωνητικά σε ένα track. Μαγευτήκαμε και της ζητήσαμε άλλο ένα. Ήταν η μεγαλύτερη έκπληξη. Και είναι και οι άλλες συνεργασίες με ανθρώπους που ξέρουμε και συνεργαζόμαστε χρόνια, τον Mutado Pintado, τον Josh Caffe, την DJ Genesis. Είναι μεγάλη μας χαρά να συνεργαζόμαστε πάντα μαζί τους, είναι πολύ ξεχωριστοί, τους αγαπάμε».
Andrew Weatherall, να δυο λέξεις για τους Paranoid London, για όλους τους προφανείς και σωστούς λόγους. «Ναι, ήταν υπέροχος. Το στιλ του, το attitude ήταν μεταδοτικό για εμάς. Έκανε και εκείνος μόνο αυτό που ήθελε χωρίς να τον νοιάζουν οι άλλοι. Μάλλον το μάθαμε από εκείνον αυτό. Ο αυθεντικός moody DJ, o DJ που θα παίξει τον δίσκο ακριβώς που γουστάρει, τη στιγμή που γουστάρει χωρίς να τον νοιάζει κάτι άλλο, ο αυθεντικός του αυθεντικού. Ήταν μοναδικός. Μπορούσε να παίξει οτιδήποτε, οποιοδήποτε είδος μουσικής και όλα να βρίσκουν τη θέση τους μέσα στο ίδιο set. Σε πέταγε από την techno σε κάτι αδιανόητο που σε έκανε από το να παραιτηθείς και από την προσπάθεια να ψάξεις τι είναι. Δεν είχε νόημα, ήταν οι δίσκοι του Andy. Υπήρχαν DJs και υπήρχε και ο Andrew Weatherall. Άλλαξε τα πάντα, επηρέασε τους πάντες. Και έδωσε σε όλους μας ένα μέρος να πάμε και να υπάρξουμε. Ήταν ιδιοφυϊα».
Το Andrew Weatherall blend στο οποίο φαίνεται ότι μαθήτευσαν ακούσια ή εκούσια οι Paranoid London έχει στη βάση του την acid και chicago house των ‘80s, τον ήχο δηλαδή εκείνον που το ντουέτο σύμφωνα με μία μερίδα του μουσικού τύπου έχει αναβιώσει ή/και σώσει, και σύμφωνα με μια άλλη έχει απαναπροσδιορίσει. «Δεν ξέρω αν έχουμε επαναπροσδιορίσει κάτι, σίγουρα όμως δεν νιώθουμε ότι έχουμε αναβιώσει κάτι, όπως λέγεται συχνά, ή τίποτα τέτοιο. Πάντα ακούγαμε αυτή τη μουσική και το να κάνουμε αυτή τη μουσική είναι κάτι δικό μας. Μπορεί ο ήχος μας να πατάει στους παλιούς acid house δίσκους αλλά έχουμε βρει έναν νέο τρόπο να το κάνουμε. Έχει να κάνει και με τoν εξοπλισμό. Την εποχή που όλοι πια χρησιμοποιούσαν υπολογιστές και plug ins εμείς ξεκινήσαμε να χρησιμοποιούμε ξανά μηχανήματα, drum machines, Rolland 303 και τα λοιπά, όλα αυτά που χρησιμοποιούσαν οι παραγωγοί τότε. Οπότε ο ήχος μας καταλήγει να ακούγεται παρόμοια με το acid του τότε. Κι αν πάμε πίσω και στα πρώτα μας tracks, σε κομμάτια όπως το “Eating Glue” ή το “Transmission 5”, έχουν πραγματικά βαριές μπασογραμμές, κάτι που το παραδοσιακό house, το acid house δεν είχε, υπήρχε το χαρακτηριστικό του squelching αλλά όχι τέτοιου είδους μπασογραμμές. Οπότε ίσως να έχει να κάνει περισσότερο με την αισθητική και την επιρροή του ήχου παρά με οποιαδήποτε αναβίωση ή επιστροφή».
Αυτόν τον ήχο περιμένουμε λοιπόν να μας χορέψει για πρώτη φορά στην Αθήνα την Κυριακή 24 Φεβρουαρίου σε ένα ακόμα άχαστο κυριακάτικο EDEN πάρτι και μαζί του περιμένουμε και όλα τα κρυμμένα easter eggs για τα οποία φημίζονται τα ιδιαίτερα edits των Paranoid London. Ποιο είναι το πιο απρόβλεπτο tune ή sample που φυλάνε για εμάς; Θα το μάθουμε -αν καταφέρουμε να το μάθουμε- στο dancefloor. «Υπάρχουν πάρα πολλά που δεν μπορούμε να τα πούμε γιατί θα μπλέξουμε. Μας αρέσει να κρύβουμε μέσα στους δίσκους μας μικρά μικρά κομματάκια από τεράστιους δίσκους, πειραγμένα με τέτοιον τρόπο που κανείς δεν μπορεί να αναγνωρίσει. Μας αρέσει να τα κρύβουμε εκεί. Αλλά δεν μπορούμε να πούμε περισσότερα, γιατί θα έχουμε πρόβλημα, θα μας πάρουν τα παιχνίδια μας (γέλια)».
Διαβάστε επίσης:
2ManyDJs - As Heard on Radio Soulwax pt.2
Τα EDEN parties επιτέλους έφεραν τη μόδα των "daytime raves" και στην Ελλάδα