Η Jasmine Golestaneh και ο Eddie Cooper αποτελούν τους Tempers, ένα art synth-pop duo από τη Νέα Υόρκη με κάμποσες ηχητικές ανησυχίες (ενίοτε συγγενεύουν με το απαλό darkwave, boy/girl δυάδα γαρ) αλλά και ευρύτερες εικαστικές εξερευνήσεις που καταφέρνουν να αγκαλιάσουν τη μουσική τους με τρόπο σχεδόν ανεπαίσθητο. Το τελευταίο τους LP με τίτλο New Meanings παρουσιάζει μια όχι απαραίτητα αναμενόμενη, ταυτόχρονα όμως και διακριτική εξέλιξη στον ήχο τους, καθότι πιο «γλυκό» και ονειρικό στην ακουστική υφή του. Τους έδωσε, δε, μια μοναδική ευκαιρία να επανέλθουν δυναμικά στο touring στη μετα-COVID (;) εποχή, κάνοντας στάση και από τα μέρη μας, συγκεκριμένα την Πέμπτη 24/11 στη Death Disco.
Μιλώντας μαζί τους απαντήθηκαν σημαντικά ερωτήματα σχετικά με ορισμένες κομβικές στιγμές της πορείας τους, αλλά και επιλογές μελετημένες που έδωσαν ώθηση στο συνολικό όραμά τους σε σύντομο χρονικό διάστημα. Καταρχάς, όμως, γιατί το νέο τους LP δίνει την εντύπωση ότι είναι πιο ήπιων και «στρογγυλεμένων» τόνων συγκριτικά με την post-punkίζουσα ορμή των πρώιμων κυκλοφοριών τους; Ήταν αυτή η αλλαγή «προϊόν» της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης ή μια ανεξάρτητη, νομοτελειακή πρόοδος του ήχου και της αισθητικής τους; «Νομίζω ισχύουν και τα δύο, λέει ο Eddie, ο ήχος του New Meaning αναπτύχθηκε οργανικά, ωστόσο ως ένα άμεσο αποτέλεσμα της κρίσης στην οποία βρεθήκαμε – ήταν το πρώτο album που δεν ηχογραφήσαμε σε studio, κάτι που αυτόματα αλλάζει κάμποσα πράγματα σχετικά με τον τρόπο εργασίας. Ενδιαφέρον που το βρίσκεις πιο «γλυκό» - δεν διαφωνώ απαραίτητα αλλά δεν υπήρξε και αυτοσκοπός. Μάλλον είναι αποτέλεσμα του ότι οι ζωές μας ήταν πιο ήσυχες εκείνη την περίοδο».
Η αρχετυπική σύνθεση των μοντέρνων (και μη) “darkwave” – με την ευρύτερη έννοια – σχημάτων απαρτίζεται από το κλασικό boy/girl δίπολο, άρα μήπως υπήρχε ως εκ τούτου ένα έξτρα κίνητρο για να αφήσουν το δικό τους, διακριτό σημάδι στον ήχο; «Όταν ξεκινήσαμε το σχήμα δεν είχαμε υπ’ όψιν μας το ότι παίζουμε “darkwave”, απλά γράφαμε τραγούδια με χαρά πειραματισμού, ανακαλύπτοντας παράλληλα τη δημιουργική μας αλχημεία, σύμφωνα με την Jasmine. Ο ήχος μας μορφοποιήθηκε περισσότερο από στιγμές που μας συγκινούσαν εν μέσω αυτοσχεδιασμού παρά από σκέψεις σχετικά με το τι genre μας χαρακτηρίζει. Ο Eddie έπαιζε πλήκτρα σε μια προηγούμενή μου μπάντα, επομένως ξεκινήσαμε τους Tempers όταν αυτή διαλύθηκε – η ίδια η (δυαδική) φύση του σχήματος προσδιορίστηκε από τις συνθήκες, παρά από κάποιο σχεδιασμό».
Η δισκογραφική τους δουλειά έχει φιλοξενηθεί από δύο εκ των πλέον ενδιαφερόντων και πολύπλευρων indie labels σε παγκόσμια κλίμακα, τα aufnahme + wiedergabe και Dais. Σχετικά με το πώς αυτές οι συνεργασίες έπαιξαν το δικό τους ρόλο στο project των Tempers, ο Eddie παρατηρεί ότι «Aμφότερα labels βρέθηκαν διαθέσιμα την κατάλληλη στιγμή για τα κατάλληλα albums. Εκτός από τη διανομή και το promo, μας βοήθησαν στο να επεκταθούμε σε ένα ευρύτερο μα πάντα σχετικό κοινό. Η Dais συγκεκριμένα (που κυκλοφόρησε και τον τελευταίο μας δίσκο) έχει υπάρξει μια μοναδική εμπειρία για εμάς, δεδομένου του ότι είναι απίστευτα υποστηρικτικοί στο δημιουργικό κομμάτι ενόσω διατηρούν ένα ξεκάθαρο αισθητικό επίπεδο».
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι Tempers έχουν κυκλοφορήσει 4 albums, εάν συμπεριληφθεί η προ τετραετίας συνεργασία τους με τον παγκοσμίου φήμης αρχιτέκτονα και αστικό σχεδιαστή Rem Koolhaas, ιδρυτή και διευθυντή του σημαντικού γραφείου OMA. Η συνεργασία τους ονόματι “Junkspace” καταπιάνεται εννοιολογικά με τα εμπορικά κέντρα – διάσπαρτα samples από συνέντευξη του Koolhaas μέσα σε εμπορικό κέντρο συνοδεύουν τη μουσική του σχήματος, δημιουργώντας κάτι που θα μπορούσε να αποτελεί το πρώτο τους «μουσικό» installation – ειδικά αν συνυπολογιστεί η σημειολογία του πόσο ικανός εκμεταλλευτής της αίσθησης του χώρου είναι αποδεδειγμένα ο πρώτος. Δεν θα μπορούσε κάλλιστα αυτός ο δίσκος να ακούγεται από τα ηχεία ενός οποιουδήποτε shopping mall;
«Το συγκεκριμένο project προήλθε από έναν φίλο που είχε πάρει συνέντευξη από τον Koolhaas σχετικά με τα εμπορικά κέντρα για λογαριασμό της γερμανικής Vogue, λέει η Jasmine, επομένως θεωρήσαμε φανταστική την ιδέα να καταστρώσουμε ένα concept album σαν σχόλιο πάνω στην αρχιτεκτονική του καταναλωτισμού. Λάτρεψα την εργασία του ονόματι “Junkspace” και αισθάνθηκα ότι είχα ένα όραμα μελοποίησής της. Κάθε κομμάτι είναι γραμμένο από την οπτική γωνία μιας ξεχωριστής αρχιτεκτονικής αλληγορίας ενός εμπορικού κέντρου – ψεύτικα φοινικόδεντρα, air conditioning, σιντριβάνι κλπ., επομένως ο δίσκος «ζωντανεύει» αυτά τα αντικείμενα δίνοντάς τους φωνή – άρα ναι, είναι όντως installation κατά μία έννοια! Θα ήταν ωραίο να έπαιζε σε shopping malls ανά τον κόσμο, μήπως τότε αποκτούσαν κάποιου είδους αυτογνωσία και ξεκινούσαν να χορεύουν ας πούμε (γέλια);»
Συνεχίζοντας, η Jasmine αποκαλύπτει κάποιες επιρροές της μπάντας, όχι απαραίτητα μουσικές: «Oι επιρροές μου είναι δυναμικές και εναλλασσόμενες – για την ώρα αναφέρω ονόματα όπως Rosemary Mayer, Annie Ernaux, Fontaines D.C., William Basinski καθώς και την Πόλη του Μεξικό».
Από την άλλη, ο Eddie επιλέγει τρία εμβληματικά albums που δεν ξεκολλάνε από το κεφάλι του: «Low από David Bowie, Songs Of Leonard Cohen καθώς και το ομότιτλο των Fleetwood Mac».
Για το τέλος, κάποιο σχόλιο ίσως για το επερχόμενο live στις 24/11; Μήπως το αθηναϊκό κοινό να περιμένει κάποιου είδους εκπλήξεις; Hey, δεν είναι ποτέ ωραίο να «περιμένεις» εκπλήξεις! Ειλικρινά όμως, είμαστε πολύ ενθουσιασμένοι που θα παίξουμε στην Αθήνα, πάντα θέλαμε να επισκεφτούμε την Ελλάδα και αναμένουμε εναγωνίως τη ζωντανή μας εμφάνιση!»
Για περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια πατήστε εδώ