Είναι από τις περιπτώσεις εκείνες που μιλάς μαζί τους και αμέσως μετανιώνεις που δεν τις γνωρίζεις κάπως καλύτερα πριν εντρυφήσεις στην περίπτωσή τους με την αφορμή μιας παράστασης στο Ηρώδειο – που, κακά τα ψέματα, για πολλούς τραβάει τα βλέμματα λόγω του ονόματος του John Malkovich στους τίτλους. Cool, άνετος και διασκεδαστικός, εξαιρετικά ενδιαφέρων, με πηγαίο χιούμορ και δεκάδες δημιουργικές ιστορίες να διηγηθεί ο Aleksey Igudesman, δημιουργός του έργου “The Music Critic” -μια δαιμόνια μουσικοθεατρική performance φτιαγμένη από τις «χειρότερες» μουσικές κριτικές των τελευταίων αιώνων που γράφτηκαν από τους διασημότερους μουσικούς κριτικούς του κόσμου για μερικά από τα σπουδαιότερα έργα της παγκόσμιας μουσικής, με τον John Malkovich στον ρόλο του «κακού κριτικού»- είναι πολλά περισσότερα από έναν εγνωσμένο παγκοσμίως βιολιστή. Συνεργάτης του Hans Zimmer επί σειρά ετών και εμπνευστής πολλών και διάφορων μουσικών projects, παραγωγός, συνθέτης αλλά και σκηνοθέτης -το mockumentary για την κλασσική μουσική “Noseland” με τους John Malkovich και Roger Moore είναι κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να τσεκάρει ο μέσος fan των Monty Python- ακόμα και entrepreneur της τεχνολογίας – το app του Music Traveller βοηθάει δεκάδες μουσικούς ανά τον κόσμο να βρίσκουν χώρους μελέτης και πρόβας ανά πάσα στιγμή όπου κι αν βρίσκονται.
H παρουσίαση του “The Music Critic” στο Ηρώδειο στις 6 Οκτωβρίου είναι η αφορμή για να φιλοξενήσουμε την τέχνη του Aleksey Igudesman για πρώτη φορά στην Ελλάδα, να ευχηθούμε να ακολουθήσουν κι άλλες και φυσικά να συζητήσουμε μαζί του για το, αν μη τι άλλο, πρωτότυπο αυτό έργο και το τι ήταν αυτό που τον οδήγησε σε αυτήν την σύλληψη;
«Γεννήθηκα πολύ νέος (γέλια) σε μουσική οικογένεια. Μεγάλωσα με κλασσική μουσική αλλά πάντα είχα την επιθυμία και την έμπνευση να προχωρήσω πέρα από αυτήν. Πάντα ασχολούμουν με πολλά διαφορετικά πράγματα, στιλ, projects, πάντα πηδούσα από το ένα στον άλλο – όλο αυτό κατά κάποιον τρόπο προήγαγε τις ίδιες τις ιδέες και μου έδινε νέους φρέσκους τρόπους να βλέπω τα πράγματα. Σπούδασα βιολί, προέρχομαι από την κλασσική μουσική αλλά εμπνέομαι από πολλά διαφορετικά είδη, όπως πολλοί συνθέτες κλασσικής μουσικής. Μου αρέσει η πολυφωνία, ο πλουραλισμός προσπαθώντας βέβαια πάντα να μη χάσω το προσωπικό μου στιλ. Αλλά ναι ως συνθέτης και καλλιτέχνης εμπνέομαι από τα πάντα. Για παράδειγμα το “The Malkovich Torment” με το οποίο κλιμακώνεται το έργο, η performance ή ό, τι άλλο είναι το “The Music Critic” το έγραψα υπό την έμπνευση της ρυθμολογίας της τουρκικής μουσικής – άλλωστε τη φερώνυμη κακή κριτική για τον John (Malkovich) την υπογράφει Τούρκος (γέλια).
Εκτός από τη μουσική και τη σύνθεση aσχολούμαι επίσης με την κινηματογραφία, τα ντοκιμαντέρ, και το θέατρο. Μερικές φορές το έχω σκεφτεί αν θα πρέπει να πάρω την απόφαση και να εστιάσω κάπου, να ασχοληθώ μόνο με ένα πράγμα. Αλλά όχι. Τα αγαπώ ειλικρινά όλα αυτά με τα οποία ασχολούμαι, είναι όλα κομμάτι μου. Επίσης έχω την αίσθηση ότι είναι ένας τρόπος να διαχειριστώ το ADHD μου (Αttention Deficit Hyperactivity Disorder – Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής), δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι μου δίνει ατέλειωτη ευχαρίστηση να ασχολούμαι με πολλά και διαφορετικά πράγματα. Και είναι και όλα αυτά που εν τέλει μπορούν να ενσωματωθούν και να οδηγήσουν σε μια δουλειά όπως το “The Music Critic”.
To θέατρο, το λατρεύω το θέατρο. Όταν ήμουν μικρός διάβαζα με μανία τα έργα του George Bernard Shaw, του Oscar Wilde – όχι ότι με έκανε καλύτερο άνθρωπο αυτό αλλά αυτά τα έργα με ενέπνευσαν με τη φιλοσοφία τους και την οπτική τους για τον άνθρωπο. Κι αυτή η φιλοσοφική διάσταση είναι που θέλω και προσπαθώ να κρύβω στα έργα μου – θέλω ο θεατής να φύγει έχοντας περάσει καλά, έχοντας γελάσει αλλά ταυτόχρονα να του έχω δώσει και κάτι για να σκεφτεί, να προβληματιστεί.
Αυτό ήθελα να κάνω και με το “The Music Critic”. Είναι μια ιδέα που μου ήρθε όταν σκεφτόμουν τι θα μπορούσα να κάνω με τον John Malkovich για το Φεστιβάλ Julian Rachlin, πριν 12 χρόνια. Άκουγα αυτά τα αδιαμφισβήτητα , κλασσικών μουσικών αριστουργήματα και μετά μπήκα στη διαδικασία να σκεφτώ τι μπορεί να είχε ειπωθεί στην εποχή τους από το κοινό, τον κόσμο και τους τότε κριτικούς γιατί ήμουν σίγουρος ότι δεν μπορεί τότε να άρεσαν σε όλους. Κατάφερα να κάνω τη σχετική έρευνα, να διατρέξω κείμενα αιώνων και να βρω όλες αυτές τις απαίσιες κριτικές. Και κάπως έτσι γεννήθηκε το έργο.
Είναι σημαντικό όμως να πούμε ότι δεν θέλουμε να μεμφθούμε αυτούς που έχουν γράψει αυτές τις κριτικές, δεν προσπαθούμε να ασκήσουμε κριτική στους κριτικούς -καλά ίσως λίγο (γέλια)- αλλά να δείξουμε ότι στο τέλος της ημέρας πρόκειται απλώς για γνώμες. Ο καθένας έχει τη γνώμη του και μπορεί να την γράψει. Κάποιες θα είναι καλογραμμένες και κάποιες άλλες όχι, κάποιες είναι αστείες, άλλες ξεκαρδιστικές, άλλες γελοίες, αλλά παραμένουν πάντα γνώμες και ο καλλιτέχνης παραμένει υπόλογος μόνο στον εαυτό του. Πολλοί επίσης μας κατηγόρησαν ότι κοροϊδεύουμε, ότι σπάμε πλάκα με τη μουσική όμως όχι. Περνάμε καλά, διασκεδάζουμε με τη βοήθεια της μουσικής και προσπαθούμε να εκφράσουμε και έναν προβληματισμό. Μπορεί να ακούγεται παράξενο και αστείο να μιλάμε για κριτική σε ιερά τέρατα όπως ο Beethoven, ο Schumann ή ο Brahms σε κάνει να σκέφτεσαι και να αναρωτιέσαι τι είναι η κριτική, που αποσκοπεί και γιατί, εν τέλει, θα πρέπει να μας νοιάζει, γιατί να μην μπορούμε να τραβήξουμε τον δρόμο μας χωρίς την τροχοπέδη της κριτικής; Το συζητούσαμε και με τον John (Malkovich) τις προάλλες και αυτό λέγαμε: ότι θέλουμε μέσα από αυτό το έργο να χαρίσουμε σε όλους ένα βράδυ ενθάρρυνσης, ιδίως σε όσους προσπαθούν να βρουν τον δρόμο τους στη μουσική βιομηχανία».
Πώς αντιδρά όμως ο ίδιος ο δημιουργός του “The Music Critic” και πώς διαχειρίζεται μια κακή κριτική; «Έχω δει και διαβάσει πολλές κακές κριτικές για μένα και συνήθως χαίρομαι γιατί μπορώ να τις χρησιμοποιήσω στο show μου (γέλια). Αστειεύομαι, φυσικά μέχρι ένα βαθμό με επηρεάζει αναπόφευκτα. Εμείς οι καλλιτέχνες είμαστε ευαίσθητοι, δηλαδή εμείς, όλοι οι άνθρωποι είμαστε ευαίσθητοι. Και φυσικά το ιδανικό είναι να έχουμε μόνο καλές κριτικές. Αλλά αυτό που είναι σημαντικό όταν λαμβάνουμε μια κριτική είναι να μπορούμε να διαγνώσουμε ποια στοιχεία σε αυτήν αντικατοπτρίζουν την αλήθεια και σε ποιο ποσοστό της είναι απλώς μια γνώμη. Κάθε κριτική είναι μια ευκαιρία να καθρεφτιστούμε και στην αλήθεια αλλά και στη γνώμη των άλλων. Γιατί τα περισσότερα, αν όχι όλα, είναι θέμα οπτικής γωνίας, ιδίως στην τέχνη. Στον αθλητισμό, ας πούμε, τα μεγέθη είναι πιο “αντικειμενικά” – αν είσαι πιο γρήγορος δρομέας από έναν άλλον, είσαι πιο γρήγορος, δεν θα μπει στη διαδικασία κανείς να κριτικάρει αν έτρεξες “πιο όμορφα” από τον άλλον. Στις τέχνες όμως είναι υποκειμενικά, κάποιος θα βρεθεί να πει για τον συναρπαστικό, πανέμορφο ήχο σου κάποιος θα διαμαρτυρηθεί ότι είναι σκέτος θόρυβος. Οπότε όταν διαβάζω μια κριτική προσπαθώ να διαχωρίσω το αντικειμενικό από το υποκειμενικό. Ιδίως όταν διαβάζω μια κακή κριτική για κάτι που ο κόσμος, προφανώς, έχει καταδιασκεδάσει και έχει αγαπήσει και ο κριτικός αναρωτιέται με ένα στιλ «δεν καταλαβαίνω τι του βρίσκουν» αναρωτιέμαι κι εγώ αν ο εκάστοτε κριτικός έχει θέσει τον εαυτό του υπεράνω του κοινού -κάτι που είναι είναι απίστευτα ενοχλητικό ή όντως παραδέχεται ότι δεν κατάλαβε το έργο. Και προσπαθώ πάντα να διαβάσω πίσω από τις γραμμές, να δω αν γράφων έχει κάποιο προσωπικό θέμα που τον οδηγεί σε μια κακή κριτική ή καταφέρνει όντως να βρει μια φλέβα, να υπογραμμίσει κάποια αντικειμενική αδυναμία ή κάτι που να μπορώ να βελτιώσω.
Πρέπει να σκεφτόμαστε ότι κάποιος να μας κριτικάρει ανά πάσα στιγμή, για την ακρίβεια πάντα κάποιος μας κριτικάρει. Οποιοσδήποτε μπορεί να βρει σε οτιδήποτε κάτι που δεν του αρέσει. Ακόμα και ο μεγαλύτερος μουσικός του κόσμου, μπορεί κάλλιστα να υποστεί μια κακή κριτική από τη μουσική του μέχρι το ίδιο το παρουσιαστικό του. Μπορεί να είσαι ο Debussy και κάποιος να βρεθεί να πει ότι είσαι κακάσχημος. Και λοιπόν; Ο καθένας έχει τη γνώμη του, θα γίνω καλύτερος σε ό, τι μπορώ να γίνω καλύτερος, αλλά κατά τα άλλα για εμένα, πάντα, οι αδυναμίες μου θα είναι η δύναμή μου και η δύναμή μου οι αδυναμίες μου, Αν όλοι μπορούσαν να διαχειριστούν την κριτική με αυτόν τον τρόπο ίσως να ζούσαν μια πιο χαρούμενη ζωή».
Μετά από όλα αυτά λοιπόν έχει ρόλο ο «επαγγελματίας» κριτικός στη σύγχρονη μουσική αγορά και στις σύγχρονες δημιουργικές βιομηχανίες; Μήπως πρόκειται για μια ιδιότητα σε υπαρξιακή κρίση; «Νομίζω ότι στις μέρες μας όλοι όσοι κάποτε θα χαρακτηρίζαμε ως κριτικούς αυτοπροσδιορίζονται ως δημοσιογράφοι. Και όταν είσαι δημοσιογράφος μπορείς φυσικά πάντα να γράψεις ένα άρθρο και να ασκήσεις κριτική αρκεί να είναι σαφές ότι εκφράζεις μια γνώμη, τη γνώμη σου. Η δύναμη των “επαγγελματιών”, “επίσημων” μουσικοκριτικών έχει απομειωθεί, αν όχι εξαλειφθεί, αλλά όχι επειδή έχει εξαφανιστεί και η κριτική καθαυτή. Αντιθέτως υπάρχει ακόμα μεγαλύτερη και περισσότερη κριτική σήμερα, εκεί έξω, απλώς έχει μετακομίσει στο Internet. Σήμερα όλοι είναι κριτικοί, ο καθένας νιώθει ότι έχει το δικαίωμα να ασκήσει κριτική. Και δεν μπορούν να αρέσουν όλα σε όλους. Στο τέλος της ημέρας, όπως συνηθίζει να λέει και ο συνεργάτης μου Hyung-ki Joo, “Not everybody likes chocolate”».
Υπάρχει όμως κάποιο πρόβλημα με όλη αυτήν την ευκολία που έχει ο καθένας στην εποχή του Διαδικτύου να ασκεί το δικαίωμά του για κριτική; «Ναι υπάρχει, ίσως, ένα πρόβλημα στο να γράφεται και να ακούγεται το οτιδήποτε με τέτοια ευκολία. Ο κίνδυνος υπερβολικά πολλοί άνθρωποι να ακούσουν κάτι που δεν βγάζει κανένα νόημα, ακόμα και κάτι επικίνδυνο. Είναι υψίστης σημασίας οι άνθρωποι να έχουν τη δύναμη της φωνής τους, αλλά τι γίνεται όταν μια φωνή είναι λάθος και αποκτά δυσανάλογη δύναμη; Ο προπαγανδιστικός λόγος έχει γίνει ευκολότερος, το είδαμε και τα τελευταία χρόνια με την πανδημία, με όλη την παραπληροφόρηση και τα fake news. Αλλά το αν είναι “καλή” ή “κακή” αυτή η συνθήκη είναι δευτερεύον γιατί πολύ απλά είναι εκεί, συμβαίνει. Το Internet είναι περίπου όπως ο ήλιος αυτή τη στιγμή, είναι εκεί και δεν πρόκειται να πάει κάπου. Οπότε πρέπει να δούμε πώς θα το διαχειριστούμε, τι αντηλιακό θα βάλουμε για να μην καούμε».
"The Music Critic"
6 Οκτωβρίου στο Ηρώδειο
Για πληροφορίες και εισιτήρια πατήστε εδώ