3 Νοεμβρίου 202, στο Fuzz Live Music Club, δειλή επάνοδος στα lives και στα ηλεκτρονικά gigs πριν την τελευταία περίοδο περιορισμών με την επιστροφή του Christian Löffler στην Αθήνα. Στον προθάλαμο του venue οι αφίσες των επερχόμενων acts και συναυλιών, προφητικά προγραμματισμένες για την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2022. Μεταξύ τους η αφίσα που αναγγέλλει την επιστροφή του Βρετανού παραγωγού Rival Consoles ενώπιον του αθηναϊκού κοινού στις 18 Μαρτίου, και αυτό που σκέφτεται ο μέσος fan της ηλεκτρονικής σκηνής είναι "μακάρι να γίνει".
Χαρισματικός και βαθιά μελωδικός μουσικός, συνθέτης και παραγωγός, ο Rival Consoles -κατά κόσμον Rayn Lee West- είναι από τους πιονέρους των οπτικοακουστικών shows ηλεκτρονικής μουσικής και έχει καταφέρει να χτίσει ένα στιβαρό όνομα στη βρετανική και ευρωπαϊκή σκηνή της electronica, κερδίζοντας με τις αρετές του τον σεβασμό όχι μόνο του παραδοσιακού κοινού της dance σκηνής αλλά και των πιο "απαιτητικών" ακροατών άλλων στρατοπέδων. Από τα εξαιρετικά προσωπικά του albums μέχρι τα remixes κορυφαίων ηλεκτρονικών μουσικών παγκόσμιας κλάσης -όπως ο Jon Hopkins και ο Max Cooper- και από τις συνθέσεις του για παραστάσεις σύγχρονου χορού (βλ. τη δουλειά του για την παράσταση "Overflow" του Alexander Whitley) μέχρι το soundtrack του Black Mirror, ο Rival Consoles είναι ένας καθαρόαιμος σύγχρονος ηλεκτρονικός συνθέτης με το ταλέντο και την τεχνική που απαιτείται για τη διάνοιξη νέων μουσικών οδών και τη σταθερή τροφοδότηση του πολύχρωμου ηλεκτρονικού οράματος που έχει εδραιωθεί τις τελευταίες δεκαετίες κυρίως από τους μουσικούς παραγωγούς της γενιάς του.
Πώς ξεκίνησε το μουσικό ταξίδι του Rival Consoles, και πώς έχει πορευτεί όλα αυτά τα χρόνια σε ένα μουσικό τοπίο που ευνοεί την καινοτομία όσο δυσκολεύει και την πραγματική διάκριση ενός παραγωγού, όπως αυτό της ηλεκτρονικής μουσικής; «Ξεκίνησα με την ηλεκτρονική μουσική γύρω στο 2004, και γενικώς θα έλεγα ότι είμαι ο τύπος που του αρέσει να κάνει πολλά πράγματα και ουσιαστικά να σκέφτεται δυνατά κάνοντάς τα. Έχω κάνει πολλά όλα αυτά τα χρόνια και έχω κυκλοφορήσει πολλή μουσική, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της είχε να κάνει με μια διαδικασία έρευνας και εξερεύνησης – και τότε και τώρα αυτά που με ενθουσιάζουν και οι στιγμές και οι ιδέες που πραγματικά «μου μιλάνε» γίνονται τραγούδια και δίσκοι που μοιράζομαι με τον κόσμο. Θα έλεγα ότι με τον καιρό έχω γίνει πιο ευαίσθητος στις λεπτομέρειες – άλλωστε στην ηλεκτρονική μουσική χρειάζονται πολλά πολλά χρόνια στην παραγωγή για να καταλάβει κανείς πώς να ακούει μέσα από όλα όσα συμβαίνουν στο τεχνικό φόντο. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι στόχος μου να κάνω μουσική που εντυπωσιάζει τους ανθρώπους, αλλά που τους συγκινεί ουσιαστικά και συναισθηματικά. Υπάρχει ένας ωκεανός μουσικής πληροφορίας εκεί έξω, και ένας ακόμα δεύτερος ωκεανός σε ό, τι αφορά τη μουσική παραγωγή. Οπότε θεωρώ ότι ένα από τα προβλήματα στην ηλεκτρονική και dance μουσική παραγωγή είναι να καταλάβει κανείς τι ακριβώς θέλει να κάνει στην πράξη και γιατί. Νομίζω ότι πολλοί παρασύρονται σε διάφορες κατευθύνσεις εξαιτίας της μόδας, κοιτάνε τι είναι δημοφιλές, τι εντυπωσιάζει τον κόσμο – όμως η πρωτοτυπία επιτυγχάνεται πιο εύκολα αν συγκεντρωθείς σε αυτό που σ’ ενδιαφέρει πραγματικά, κάτι έτσι κι αλλιώς πολύ δύσκολο, όταν συμβαίνουν εκατομμύρια πράγματα κάθε λεπτό. Προσωπικά δεν σταματάω ποτέ. Έχω μάθει πολλά από δουλειές όπως το “Odyssey”, το “Revocery” και το “Untravel” αλλά προσπαθώ δουλεύοντας ασταμάτητα να δημιουργώ σιγά – σιγά μικρά ορόσημα που μπορούν ίσως να μετουσιωθούν σε κάτι πραγματικά μεγάλο».
Όμως o Rival Consoles δεν κάνει απλώς μουσική επί σκηνής, είναι από εκείνους τους παραγωγούς που από πολύ νωρίς αντιλήφθηκαν τις δυνατότητες και τις προοπτικές που προσφέρει η σύνδεση της εικόνας με τα ηλεκτρονικά ηχοτοπία, χρησιμοποιώντας τες και διευρύνοντάς τες συστηματικά στα sets του, ανοίγοντας μια άλλη διάσταση στον ήχο του. «Είμαι πολύ οπτικός τύπος, ανέκαθεν ασχολούμουν με την τέχνη και με ενδιέφεραν όλων των ειδών οι εικαστικές τέχνες – νιώθω ότι συνδέομαι μαζί τους, ότι τις κατανοώ όσο και τη μουσική. Επίσης, σκέφτομαι και αντιλαμβάνομαι τη μουσική μου με όρους των visual arts, με τις δομές, τις υφές, τα χρώματα, τα σχήματα που συναντάμε στις παραστατικές τέχνες. Μου βγαίνει φυσικά να δουλεύει με εικόνες, σχήματα και χρώματα, με αφηρημένη κίνηση, η ηλεκτρονική μουσική για εμένα είναι και όλα αυτά, οπότε μου είναι πολύ ευχάριστο να τα εξερευνώ παράλληλα με τη μουσική μου. Υπάρχει μια συνέργεια μεταξύ μουσικής και εικόνας, είναι και οι δύο αφηρημένοι κόσμοι».
«Κατά τη διάρκεια των lockdowns έπινα πολύ! Λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων μου ήταν δύσκολο να βλέπω φίλους και να μένω μέσα στο σπίτι, οπότε κατά κάποιον τρόπο αυτή η περίοδος της καραντίνας ήταν κάπως βολική για εμένα. Επίσης, ήδη από την περίοδο πριν την πανδημία, είχα συνηθίσει πια να δουλεύω μόνος και να το διασκεδάζω. Αν και έχω συνεργαστεί με πολύ κόσμο -ιδίως στην αρχή της καριέρας μου- με την πάροδο του χρόνου συνειδητοποίησα ότι είναι δύσκολο να συγχρονίσω τη δέσμευσή μου σε αυτό που κάνω με τη διαθεσιμότητα των άλλων. Το αρνητικό βέβαια σε αυτό, που φάνηκε τα τελευταία αυτά χρόνια, είναι ότι είναι εμφανώς πάντα πιο υγιές να συνεργάζεσαι και να ανανεώνεις την οπτική σου με την επαφή με άλλους ανθρώπους, κάτι που σκοπεύω να κάνω συχνότερα στο εξής. Στην dance σκηνή βέβαια έγινε αρκετά μεγάλη ζημιά, η κυβέρνηση μας δεν στήριξε όπως έπρεπε τον τομέα των τεχνών, παρότι είναι αναπόσπαστο και ζωτικό στοιχείο της κουλτούρας της Μεγάλης Βρετανίας. Όμως και πάλι πιστεύω ότι οι νέες γενιές θα έχουν το πάθος και την ενέργεια να ξαναφτιάξουν τα πράγματα, ακόμα κι αν χρειαστεί να ξεκινήσουν από την αρχή – βλέπεις, έχω την τάση να σκέφτομαι αισιόδοξα».
Και στη σκιά της ειδησεογραφίας για τις streaming μουσικές πλατφόρμες που μοιάζουν πολλές φορές να ενδιαφέρονται περισσότερο για τους αριθμούς και την αύξηση των χρηστών παρά για το μουσικό περιεχόμενο, ποια είναι η δικιά του σχέση με το ψηφιακό μουσικό σύμπαν; «Ξεκίνησα να κυκλοφορώ μουσική την εποχή του MySpace -τότε δεν υπήρχαν τα κοινωνικά δίκτυα και οι υπηρεσίες streaming που υπάρχουν σήμερα, με τον τρόπο που υπάρχουν σήμερα. Αισθάνομαι πολύ τυχερός που ο κόσμος ακούει τη μουσική μου και με υποστηρίζει για να συνεχίσω αλλά παράλληλα βρίσκω την όλη κατάσταση με τον ψηφιακό κόσμο πολύ περίεργη. Νομίζω είναι πιο δύσκολο για τους νεότερους καλλιτέχνες που νιώθουν ότι πρέπει να μπουν αμέσως στο παιχνίδι της playlist, υποβαθμίζοντας ίσως έτσι τη δημιουργικότητα και την ελευθερία τους. Ελπίζω στο μέλλον η βιομηχανία του streaming να κάνει μια προσπάθεια να ανταμείψει τους ανθρώπους και τους καλλιτέχνες όχι μόνο στη βάση των αριθμών και των μετρήσεων αλλά με έναν πιο βαθύ, ευφυή τρόπο».
O Rival Consoles κάνει λοιπόν τη επάνοδό του στα live shows και έρχεται ξανά στη χώρα μας, στις 18 Μαρτίου, στο Fuzz Live Music Club, με τα εχέγγυα της διοργάνωσης του Plissken Festival. Εκείνη η αφίσα στο live του Chrisian Loffler επαλήθευσε την ανακοίνωσή της χωρίς περαιτέρω απρόοπτα. Τι να περιμένει το ελληνικό κοινό που καραδοκεί για ένα καλό ηλεκτρονικό act; «Με τα shows μου αυτήν την περίοδο σκοπεύω να κάνω ένα “πέρασμα” από την εργογραφία μου από το 2013 μέχρι σήμερα. Πρόκειται για μια μεγάλη ανθολογία υλικού με υψηλή ποικιλομορφία αλλά αυτό που πραγματικά προσπαθώ να επιτύχω είναι να μεταδώσω μια ποικιλία αισθήσεων: ευφορία, βάρος, θλίψη, ελπίδα. Δεν προσπαθώ να κάνω τη μουσική μου άνευ ετέρου χορευτική – περισσότερο θέλω να είναι μια προσωπική ιστορία».