φωτογραφίες: Φωτεινή Ποταμιά
Μετά από υπερδεκαετείς περιπέτειες, το Rousilvo κυκλοφορεί ξανά, αυτή τη φορά «επίσημα», με τη συνεργασία του δικού σου νέου label, της neRED, και της ECM. Σημαίνει ότι ήρθε η ώρα να κλείσει αυτός ο κύκλος, δικαιώνοντας, κατά κάποιον τρόπο, την όλη προσπάθεια;
Συχνά ευχήθηκα να κλείσει αυτός ο κύκλος. Η πρώτη φορά όταν βγήκα από το στούντιο με το υλικό στα χέρια, η δεύτερη όταν πια κατάφερα να το εκδώσω στην Ελλάδα σε μια περιορισμένη έκδοση εκτός δισκογραφικών εταιριών, η τρίτη αφού παίχτηκε το έργο στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, τον Μάρτη του ’16, και άλλη μία τώρα που η νέα έκδοση αρχίζει και διανέμεται στη διεθνή αγορά με τη σφραγίδα των neRED/ECM Records.
Ομολογώ πως δεν έχω απάντηση στο αν ο κύκλος κλείνει ή αν αυτός ο κύκλος μπορεί να κλείσει αν και όποτε το θελήσω εγώ. Με έκπληξη συνειδητοποιώ πως δεν είναι του χεριού μου. Το να γράψεις και να παρουσιάσεις ένα requiem δεν σημαίνει πως ξεμπερδεύεις έτσι εύκολα με τους νεκρούς σου.
Πάμε λοιπόν στην ιστορία πίσω από αυτό το «Ηχόδραμα σαν Ιστορία» (όπως παρουσιάστηκε το έργο στη Στέγη). Δηλαδή στην καταπιεστική διαχείριση της μακεδονικής ετερότητας από το ελληνικό κράτος. Νομίζω πως τα εξώφυλλα των δύο κυκλοφοριών είναι εξόχως κατατοπιστικά: η ερήμωση στην έκδοση του 2010, ως αποτέλεσμα του μακροχρόνιου αποκλεισμού, και τα κλειστά στόματα ή η «απαγορευμένη γλώσσα» στη φετινή. Πώς το Ρουσίλβο, το χωριό κοντά στην Έδεσσα, γίνεται Ξανθόγεια και πώς ο Dine Doneff πολιτογραφείται ως Κώστας Θεοδώρου; Με άλλα λόγια, πώς ο αυτόχθονας ανακηρύσσεται σε επικίνδυνο ξένο;
Είναι μια μακρά και επίπονη διαδικασία για εκείνον που την εκτελεί, πόσο μάλλον για εκείνον για τον οποίον εκτελείται…
Όπως είναι γνωστό, μετά την προσάρτηση του νοτίου τμήματος της Μακεδονίας στο ελληνικό βασίλειο [σ.σ. το 1912-13], εφαρμόστηκαν ευρέως φάσματος κατασταλτικά μέτρα και μέσα σε λίγες δεκαετίες η συντριπτική πλειονότητα των αυτόχθονων σλαβόφωνων Μακεδόνων αναγκάστηκε να εκπατριστεί. Όσοι παρέμειναν στις εστίες τους «ξαναβαπτίστηκαν» με το στανιό από το κράτος και συμπεριλήφθηκαν στους καταλόγους των απογραφών με τα νέα τους ονόματα. Έτσι η οικογένειά μου από Doneff μετονομάστηκε σε Θεοδώρου, το Rousilvo σε Ξανθόγεια κλπ.
Παρόλα αυτά οι κάτοικοι των χωριών, αλλά και των πόλεων, συνέχισαν σε μεγάλο βαθμό να χρησιμοποιούν τα αυθεντικά ονόματα των οικογενειών, των χωριών και των πόλεων στις μεταξύ τους συνεννοήσεις. Η γλώσσα, επίσης, όσο κι αν απαγορεύτηκε η δημόσια χρήση της, κρατήθηκε ζωντανή, ιδιαίτερα στα αμιγώς σλαβόφωνα χωριά ή εντός σπιτιού στα μικτά χωριά και τις πόλεις.
Εγώ μεγάλωσα ως Dine Doneff «εντός» και ως Κώστας Θεοδώρου «εκτός». Άλλη γλώσσα «εντός», άλλη «εκτός». Ο παππούς μου έζησε ως Dine Doneff και θάφτηκε ως Κώστας Θεοδώρου. Αυτή η διπλή υπόσταση, όπως καταλαβαίνεις, εμπεριέχει και μια σχιζοφρένεια, την οποία κατ’ ανάγκη ζήσαμε και ζούμε ως κανονικότητα. Οποιαδήποτε δε δημόσια χρήση των «κακόηχων» ονομάτων εκλαμβανόταν ως ύποπτη και κατ’ επέκταση ανθελληνική πράξη με αποτέλεσμα, όπως λες, ο αυτόχθων να στιγματίζεται ως ξένος και άρα επικίνδυνος.
Τι σημαίνει αλήθεια για σένα αυτή η διάκριση των ονομάτων; Και γιατί στη φετινή έκδοση ο Κώστας Θεοδώρου (ο οποίος εμφανιζόταν στα credits της έκδοσης του 2010) εμφανίζεται μόνο ως ο φωτογράφος του ερειπωμένου σπιτιού της οικογενείας σου στο Ρουσίλβο;
Όπως ήδη είπα, μεγάλωσα με δύο ονόματα, ένα για «μέσα» κι ένα για «έξω». Όταν σιγά-σιγά κατάλαβα πως αυτό ισχύει μόνο για «εμάς», αυτομάτως μου δημιουργήθηκε το δίπολο: εμείς και οι άλλοι. Στο σχολείο, στη δημόσια ζωή καθώς και στα μέσα ενημέρωσης (τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδες κλπ.) υπήρχε αναφορά μόνο σε αυτούς που για μένα ήταν «οι άλλοι», με αποτέλεσμα κατά την εφηβεία και την ενηλικίωση να αναπτύξω ένα υποβόσκον σύνδρομο κατωτερότητας ως προς την καταγωγή.
Η διπλή ταυτότητα, ταυτοχρόνως, προξενούσε ερωτήματα τα οποία ως Κώστας Θεοδώρου προσπάθησα να διερευνήσω. Η επαφή μου με τη μουσική και την τέχνη γενικότερα, μου άνοιξε δρόμους. Ταξίδεψα πολύ και στη διαδρομή, μεταξύ άλλων, συνάντησα και κάποιους ανθρώπους με διπλά ονόματα... Η συνασθένεια (αν μου επιτρέπεται ο όρος) με βοήθησε και ήταν η πρώτη φορά που συστήθηκα ως Dine Doneff.
Αυτό λειτούργησε καταλυτικά μέσα μου και είχε σαν αποτέλεσμα να ελευθερωθώ από έναν σωρό απαγορεύσεις, που ακόμη κι εγώ ο ίδιος, βιώνοντας τον κοινωνικό αποκλεισμό, είχα επιβάλει στον εαυτό μου. Άρχισα πλέον δημόσια να χρησιμοποιώ τη γλώσσα μας και να γράφω στίχους. Άνοιξαν δρόμοι που δεν είχα φανταστεί.
Όταν έγραψα το Rousilvo, έφυγε ένα πολύ μεγάλο βάρος από πάνω μου. Στη φετινή του έκδοση (η οποία έχει νέο εξώφυλλο, το οποίο υπογράφει η Φωτεινή Ποταμιά), ο Κώστας Θεοδώρου φωτογραφίζει το ερειπωμένο σπίτι της οικογένειας στο χωριό. Είναι αυτός που εν τέλει συνειδητοποιεί τους λόγους της εγκατάλειψης και, με την επίγνωση αυτή, ελευθερώνει τον Dine Doneff, κάνοντάς τον, δια του έργου του, πρόσωπο υπαρκτό.
Το να θεωρηθεί ένα μουσικό έργο «εθνικά ύποπτο» στις μέρες μας ίσως ακούγεται σε πολλούς σαν χρονική παραφωνία (παραπέμπει περισσότερο στη μετεμφυλιακή δεκαετία του 1950, παρά σε αυτήν του 2000). Πώς λοιπόν ένας δίσκος που γράφεται το 2004, πρωτοεκδίδεται το 2010 και παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην πρωτεύουσα το 2016;
Αν παρατηρήσει κάποιος προσεκτικά τις διαφορές της συλλογικής μνήμης, έτσι όπως εκφράζεται σε τοπικό επίπεδο από τις κοινωνικές-εθνοτικές ομάδες, σε σχέση με το πώς γίνεται η διαχείρισή της από τους θεσμούς του κράτους, θα αντιληφθεί εύκολα τη συστηματική χειραγώγησή της. Έτσι, στο πλαίσιο πάντα του στόχου για εθνική ομογενοποίηση, έχει ξοδευτεί πολύ μελάνι για αυτό που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει: επίσημη απαίτηση για λήθη. Στο ένθετο της έκδοσης υπάρχει κάπου ο στίχος «λήθη ηθελημένα αθέλητη».
Το Rousilvo, κατά κάποιον τρόπο, είναι χτισμένο σαν μια λαϊκή όπερα. Έχει αφηγηματικό χαρακτήρα και, μέσα από τα κείμενά του, ακούγεται μια ιστορία. Αυτή λοιπόν η ιστορία εκφράζει τη συλλογική μνήμη μιας κοινωνικής-εθνοτικής ομάδας, η οποία για πολλές δεκαετίες αποσιωπήθηκε, με αποτέλεσμα την περιθωριοποίησή της, την καταδίκη της σε ανυπαρξία. Η ανάγκη αυτή της επανοικειοποίησης του παραγκωνισμένου παρελθόντος κρίθηκε από τους «ειδικούς» ως πράξη ανθελληνική και, λίγους μήνες αφότου έγινε η πρώτη έκδοση το 2010, άρχισαν τα προβλήματα με τις αρχές. Με αποτέλεσμα, μιαν ωραία ημέρα, να οδηγηθώ δια της βίας στην ασφάλεια, όπου επί ώρες ανακρίθηκα ως πληρωμένος πράκτορας…
Παράλληλα, νωρίτερα (αλλά με περισσότερη ένταση αργότερα), είχα δεχτεί απειλές από τη γνωστή φασιστική οργάνωση η οποία ενεδρεύει στη Βουλή των Ελλήνων, με αποκορύφωμα, όπως το έχω ήδη αναφέρει δημόσια, την «επίσκεψη» πολυμελούς τάγματος σε συναυλία, όπου έλαβε χώρα η τρομοκράτηση των θεατών και των συντελεστών της παράστασης.
Φαντάζομαι ότι οι μορφές βίας που γέννησε η σκληρή καταστολή ήταν πολλές και αφόρητες. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, αν κάποιες φορές μπορεί να απελευθερώνει και την επινοητικότητα όσων την υφίστανται και προσπαθούν να την παρακάμψουν. Λόγου χάρη, στην εθνογραφία της για τους σλαβόφωνους της ανατολικής Μακεδονίας, η Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη αναφέρεται μεταξύ άλλων στη μετάφραση των ντόπιων τραγουδιών από τις γυναίκες των χωριών, ενώ σε μια δική σου συνέντευξη στην Popaganda (εδώ) αναφέρεσαι στον πατέρα σου και στην αντικατάσταση των (σλαβικών) στίχων με τη μίμηση του ήχου της τρομπέτας. Τι έγιναν όλα αυτά τα τραγούδια, όταν πια απαγορεύτηκαν οι δημόσιες επιτελέσεις τους;
Με την απαγόρευση της γλώσσας και την ταυτόχρονη δαιμονοποίησή της, όλα τα πολιτιστικά στοιχεία που εκφράζονταν δια του λόγου καταδικάστηκαν σε αφανισμό. Στο ένθετο (και πάλι) της έκδοσης, υπογράφω μεταξύ άλλων κείμενο, το οποίο θα μπορούσε να είναι μέρος της απάντησης στο ερώτημα. Το παραθέτω:
«Της γλώσσας της κρυφής απέμεινε η μελωδία
και χορός λεβέντικος σε τραγούδια δίχως λόγια
Κάπου-κάπου, φτάνει ως τ’ αυτιά μας κλεφτά
χωρίς γραφή, σαν κάτι μυστικό, περήφανα σιωπηλό
υγρό μοιρολόι στους τάφους των προγόνων
που μόλις αποχαιρετήσαμε βουβά
και τα χωριά που πίσω μας αφήσαμε
απορημένα πορτοπαράθυρα χάσκουν στον αέρα
δίχως τελάλη και παπά και στάμνα για τη βρύση»
Παρόλα αυτά, αρκετοί από τους γεροντότερους, οι πιο θαρραλέοι, κράτησαν κάποια από τα τραγούδια ζωντανά, τραγουδώντας τα μόνο εντός σπιτιού και μόνο αφού είχαν βεβαιωθεί πως δεν θα τους ακούσει κάποιο κακό αυτί. Είχα την τύχη να συναντήσω τις τελευταίες δύο δεκαετίες αρκετούς από αυτούς, οι οποίοι μάλιστα, μετά από πολλούς δισταγμούς, με εμπιστεύτηκαν και μου επέτρεψαν να τους ηχογραφήσω. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις και να τους βιντεοσκοπήσω. Έτσι με τα χρόνια συγκεντρώθηκαν πάνω από διακόσια τραγούδια τα οποία δυστυχώς ακόμη παραμένουν στο αρχείο...
Από συγκρίσεις που έκανα, πάντως, αξίζει να σημειωθεί πως οι περισσότεροι χοροί και μελωδίες που ακούγονται στα πολιτιστικά δρώμενα στην κεντρική και δυτική Μακεδονία είναι τραγούδια από τα οποία αφαιρέθηκαν απλώς οι στίχοι.
Μίλησες πριν για την αφηγηματική διάσταση που φιλοδοξεί –και κατά τη γνώμη μου καταφέρνει περίφημα– να έχει η τέχνη σου. Ανασύρω μια φράση (και πάλι) από την εθνογραφία της Λεβίδη: «όταν κάποιος μελετά τις μουσικές πρακτικές μιας χώρας, μελετά συγχρόνως τον τρόπο με τον οποίον βιώνεται η ιστορία». Φαντάζομαι πως συμφωνείς…
Θα συμφωνήσω απόλυτα εδώ με την κ. Λεβίδη, καθώς από τη δική μου εμπειρία, όταν ήμουν έφηβος, αλλά και αργότερα κατά την ενηλικίωση, όταν συμμετείχα στα πολιτιστικά δρώμενα (πανηγύρια, γάμοι κλπ.), εξοικειώθηκα σε μεγάλο βαθμό με τους χορούς και τις μελωδίες. Όταν δε, και αυτό έγινε αρκετά νωρίς, έμαθα από τους γεροντότερους πως όλες αυτές οι αγαπημένες μελωδίες, ήταν στην ουσία τραγούδια, κάποια μάλιστα με πολύ ποιητικούς στίχους, ξεκίνησα όπως είπα και πριν την έρευνα, ώστε να ανακαλύψω αυτήν την απαγορευμένη ποίηση. Έτσι, χωρίς να το συνειδητοποιήσω, έγινα μέτοχος και φορέας αυτής της ιστορίας.
Διαβάζω πως είσαι αυτοδίδακτος μουσικός και σκέφτομαι καμιά φορά ότι κάτι τέτοιο ενέχει ένα σοβαρό πλεονέκτημα σε σχέση με τους μουσικούς «του ωδείου»: ο αυτοδίδακτος δεν διδάσκεται απλώς μια μουσική, αλλά μυείται σε αυτήν. Δεν ξέρω αν και κατά πόσο μέσα στην παραπάνω απλούστευση κρύβεται κάποιας μορφής αλήθεια…
Το θέμα που θέτεις χωράει πολλή συζήτηση, σε πολλές διαστάσεις. Και πάλι από εμπειρία μπορώ να πω πως εκείνο που σου δίνει την ώθηση να ασχοληθείς με κάτι είναι η έλξη που νιώθεις προς αυτό. Να το πω καλύτερα ίσως, είναι η αγάπη και, ακόμη πιο εύστοχα, ο έρωτας. Είτε είσαι του ωδείου είτε όχι, η μύηση στη μουσική τέχνη είναι μια διαδικασία που συνεχίζεται εφ’ όρου ζωής και, λόγω έρωτος, είναι αειφόρος.
Η neRED πώς προέκυψε μέσα σ’ όλα αυτά και πώς σκοπεύεις να προχωρήσει; Και ποια η συνεργασία με την ECM, στην οποία ήσουν ούτως ή άλλως γνωστός από τις δουλειές των Primavera En Salonico;
Τα τελευταία χρόνια που ζω στη Βαυαρία, παρουσιάστηκαν αξιόλογες ευκαιρίες να γίνει η έκδοση του άλμπουμ με κάποιες γνωστές εταιρίες. Κατά τη διάρκεια των συνεννοήσεων, ο Manfred Eicher, ιδρυτής και παραγωγός της ECM, μου αντιπρότεινε να φτιάξω ένα label το οποίο σε συνεργασία με την ECM θα μπορεί να εκδίδει κάποιες δικές μου παραγωγές. Μου ανέφερε ως παράδειγμα δύο label με τα οποία έχει κάνει αρκετές εκδόσεις, την CARMO και τη WATT. Η πρόταση ήταν πολύ γενναιόδωρη και φυσικά δέχτηκα.
Έτσι ξεκίνησε η διαδικασία και, μέσα σε λίγους μήνες, μαζί με την εικαστικό Φωτεινή Ποταμιά, στήσαμε τη neRED music, όπου Nered (Неред) στην ακατονόμαστη γλώσσα είναι κάτι το οποίο δεν υπακούει σε κανένα δόγμα, καμιά διαδοχική ακολουθία: είναι άναρχο και κατά προέκταση σημαίνει και χάος.
Ήδη η πρώτη μας έκδοση έχει τύχει καλής υποδοχής στον διεθνή Τύπο. Πολύ σύντομα θα ακολουθήσουν νέες εκδόσεις, τις οποίες ήδη προετοιμάζουμε. Νομίζω όμως πως δεν είναι του παρόντος χώρου και χρόνου να επεκταθούμε με περισσότερες πληροφορίες.
Προτού πάντως φύγεις για το Μόναχο, ήσουν ο ιθύνων νους ενός πολύ ενδιαφέροντος εγχειρήματος ανοιχτών προβών στο Μικρό Θέατρο στη Θεσσαλονίκη (99 ανοιχτές πρόβες μέσα σε μια επταετία). Κατά πρώτον, γιατί 99; Κατά δεύτερον, πώς το αποτιμάς τώρα, με μια σχετικά ασφαλή χρονική απόσταση;
Και πάλι, ενώ ήδη έχουμε μακρηγορήσει, ανοίγεις μεγάλο θέμα... Για μένα εκείνες οι επί σκηνής συναντήσεις, με μουσικούς, ποιητές, ηθοποιούς, χορευτές, video artists και εικαστικούς, με είσοδο ελεύθερη για το κοινό –οι ανοιχτές πρόβες, όπως τις αναγγείλαμε– ήταν κάτι σαν ένα ανοιχτό πανεπιστήμιο. Επτά χρόνια υπηρετώντας την πόλη που έζησα κοντά τριάντα χρόνια, εξαιρώντας μικρά διαλλείματα. Ήταν το μεγαλύτερο δώρο που μου έκανε αυτή η πόλη.
Κι εμείς βέβαια, και εννοώ όλοι όσοι, έστω και περιστασιακά, εκτεθήκαμε σ’ αυτό το λειτούργημα, της το χαρίσαμε με γενναιοδωρία. Ένα δώρο, για να είναι μεγάλο και αμφίδρομο, αξίζει να κρατάει για τον εαυτό του κάποια έκπληξη ή έστω ένα μυστήριο… Οι 99 ανοικτές πρόβες, μεταξύ 2005 και 2011, είναι όλες άριστα ηχογραφημένες, αλλά και βιντεοσκοπημένες. Είναι ένα πολύτιμο αρχείο, το οποίο, όταν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες, θα εκδοθεί αποσπασματικά. Ενδεχομένως από τη neRED/ECM. Ίδωμεν...
Σημείωση
Τα παραθέματα πάρθηκαν από το Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη, Επιτηρούμενες Ζωές: Μουσική, Χορός και Διαμόρφωση της Υποκειμενικότητας στη Μακεδονία (Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2016)
{youtube}cePlqiHCqow{/youtube}