Κυρίως γνωστός ως ηγέτης των Walkabouts, ο Chris Eckman είναι ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό. Έχει όμως και μια πολύ δραστήρια μουσική ζωή και μόνο του, με αρκετά άλλα πρότζεκτ, με δουλειά ως παραγωγός και με δικό του δισκογραφικό label. Εμφανίζεται μαζί με τη Μητέρα Φάλαινα Τυφλή στο Six d.o.g.s. την ερχόμενη Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου κι έτσι –με την ευκαιρία– τον ψάξαμε στο Skype. Και κάναμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, ανακατεύοντας τη μουσική με την πολιτική ή τους Τουαρέγκ με το grunge, μέχρι να καταλήξουμε στην αρχή, δηλαδή στους Walkabouts…
Αν δεν έχεις αντίρρηση, έλεγα να ξεκινήσουμε απ’ την επικείμενη εμφάνισή σου στην Αθήνα, στην οποία θα βρεθείς στη σκηνή του Six d.o.g.s. μαζί με τη Μητέρα Φάλαινα Τυφλή. Πώς θα λειτουργήσει η βραδιά –στο επίπεδο του προγράμματος ή και γενικώς;
Έχοντας μιξάρει τον τελευταίο δίσκο της Μητέρας Φάλαινας Τυφλής και άρα έχοντας ήδη μια γνωριμία μαζί τους, με προσέγγισε ο Διαμαντής ο Διαμαντίδης γι' αυτήν τη συναυλία και μου φάνηκε ενδιαφέρουσα ως ιδέα. Δεν έχω ξανακάνει κάτι τέτοιο στο παρελθόν: μια μπάντα «μαθαίνει» κάποια από τα τραγούδια μου και με προσκαλεί να τα παίξουμε. Είναι επίσης διαφορετικό και το line-up τους, σε σχέση με τις ηχογραφήσεις, με πνευστά και έγχορδα. Θα έχει ενδιαφέρον…
Οπότε, αρχικά, θα παίξουν κάποια δικά τους κομμάτια –ίσως σε κάποια από αυτά να συμμετάσχω κι εγώ– και μετά θα παίξουμε τα δικά μου. Θα είναι δηλαδή περίπου σαν μια συναυλία με δύο γκρουπ, τουλάχιστον από την άποψη του ρεπερτορίου.
Έχεις, βέβαια, έρθει αρκετές φορές στα μέρη μας (με τους Walkabouts ή και σόλο). Μοιάζει να έχει δημιουργηθεί ένας κάποιος δεσμός με ένα ακροατήριο, έτσι δεν είναι;
Ως Walkabouts ήμασταν πολύ τυχεροί που η μουσική μας βρήκε μια τέτοια αποδοχή στην Ελλάδα. Η πρώτη φορά θα πρέπει να ήταν πριν από 20 χρόνια, αν θυμάμαι καλά το 1994. Έκτοτε έχω έρθει πολλές φορές, είτε με τη μπάντα, είτε μόνο με την Carla, είτε σόλο. Είναι πάντα όμορφα. Μου αρέσει η Ελλάδα, σαν χώρα και σαν κουλτούρα…
Εκτός από μουσικός, είσαι και παραγωγός· προτιμάς κάτι από τα δύο, τη δουλειά στο στούντιο και τη συναυλία; Ή δεν τίθεται καν ζήτημα σύγκρισης;
Αν κάποιος ερχόταν και μου έλεγε «ορίστε, από εδώ το στούντιο, από εκεί οι συναυλίες, μπορείς να κάνεις μόνο το ένα στη διάρκεια της ζωής σου, διάλεξε», υποθέτω πως μάλλον θα επέλεγα το στούντιο. Αυτό που μου αρέσει είναι ότι στο στούντιο, όπως είπες, δεν δουλεύω μόνο με τη δική μου μουσική, μα και με τη μουσική άλλων. Και απολαμβάνω την ιδέα της συνεργασίας μαζί τους. Είναι καλό ορισμένες φορές να βάζω τον εαυτό μου λίγο πίσω και να ασχολούμαι με τη μουσική άλλων ανθρώπων, να προσπαθώ να τη φτιάξω έτσι όπως τη θέλουν.
Tρέχεις όμως και το δικό σου label, την Glitterbeat. Δεν μοιάζουν καλές οι εποχές για μια δισκογραφική…
Αντίθετα, είναι μια εξαιρετική στιγμή για να ξεκινήσεις, γιατί τα περισσότερα labels είναι ήδη χρεωκοπημένα! Ιδίως οι μικρές, ανεξάρτητες δισκογραφικές (δηλαδή και οι μεγάλες, αλλά δεν ασχολούμαι με αυτές), οι οποίες τρέχουν για 20 ή 30 χρόνια, έχουν πολλά προβλήματα γιατί πρέπει συνεχώς να συρρικνώνονται, να μειώνουν διαρκώς τις εργασίες τους. Το καλό με το να ξεκινάς σε αυτό το περιβάλλον είναι ότι ξεκινάς μικρός και ξέρεις ότι πρέπει να παραμείνεις μικρός. Κι αν το κρατήσεις έτσι, διαπιστώνεις ότι μπορείς να κάνεις πολλά με λίγα χρήματα. Όσο για τη Glitterbeat, ειδικευόμαστε σε μουσική από την Αφρική και θεωρώ ότι είμαστε ένα σχετικά επιτυχημένο μικρό label. Με την έννοια δηλαδή ότι δεν έχει μετατραπεί σε οικονομική καταστροφή…
Όπως ίσως θα υπέθετε κανείς...
(γέλια) Το θέμα, ξέρεις, είναι ότι σήμερα με το διαδίκτυο μπορείς πραγματικά να πουλήσεις δίσκους σε όλον τον κόσμο. Σήμερα μπορείς να κάνεις ένα label «παγκόσμιο» διατηρώντας ένα πολύ μικρό γραφείο σε μια πόλη όπως η Λιουμπλιάνα, στην οποία ζω εγώ. Είναι πολύ ευκολότερο σε σχέση με πριν από 20 χρόνια. Θα έλεγα ότι οι πωλήσεις μας έχουν αναλογία με αυτές ενός καλού ανεξάρτητου label στη Βρετανία τη δεκαετία του 1990, μόνο που εμείς χρειάζεται να πουλήσουμε σε όλον τον κόσμο για να το καταφέρουμε. Οπότε είναι ακόμα εφικτό. Τουλάχιστον υπάρχει το ενδεχόμενο να μην χάσεις τόσα πολλά χρήματα!
Και πώς καταφέρνεις όλες αυτές τις διαφορετικές δραστηριότητες;
Οι μέρες μου είναι γεμάτες και μεγάλες, προσπαθώ να μην κοιμάμαι! Πέρα απ’ την πλάκα, πρέπει να είσαι πολύ καλός στο να οργανώνεις τον χρόνο, αλλά και πάλι μερικές φορές γίνεται υπερβολικό. Μέσα στα Χριστούγεννα αποφάσισα πως το 2015 δεν θα ασχοληθώ με την παραγωγή, γιατί το label τρώει όλο και περισσότερο από τον χρόνο μου. Και θέλω να μπορώ να κάνω και τη δική μου μουσική. Πέρσι η ισορροπία ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, οπότε για φέτος αποφάσισα να παραμερίσω κάπως τις παραγωγές.
Ως μουσικός συμμετέχεις σε αρκετά πρότζεκτ· όταν γράφεις κάποιο τραγούδι, το γράφεις για κάποιο συγκεκριμένο ή αυτό αποφασίζεται στην πορεία; Είναι πάντα σαφές το τι πάει πού;
Αν μιλούσαμε πριν από αρκετά χρόνια, θα σου έλεγα πως όχι, απλώς γράφω τραγούδια, χωρίς να έχω στο μυαλό μου το πού ακριβώς θα ενταχθούν. Τώρα είναι διαφορετικά, ίσως επειδή είμαι απασχολημένος και με άλλα πράγματα. Τώρα γράφω έχοντας στο μυαλό μου ένα συγκεκριμένο πρότζεκτ ή μια αρκετά συγκεκριμένη ιδέα για το τι θέλω να πω –δεν έχω τον χρόνο να κάθομαι με την κιθάρα μου κάτω από τα αστέρια και να γράφω ένα τραγούδι απλώς για να το γράψω, όπως έκανα π.χ. όταν ήμουν 25 χρονών. Και νομίζω ότι αυτό λειτουργεί αρκετά καλά. Πάει καιρός που ανακάλυψα ότι μου είναι πιο ενδιαφέρον να γράφω έχοντας ήδη μια ιδέα στο μυαλό μου. Ίσως σε κάποιον να φαίνεται περιοριστικό, αλλά νομίζω πως, κατά μία έννοια, οι περιορισμοί που βάζεις μπορούν να σου δώσουν μια αίσθηση ελευθερίας. Αν δηλαδή δεν έχεις να επιλέξεις ανάμεσα σε απεριόριστο αριθμό ενδεχομένων, μπορείς να εμβαθύνεις πολύ περισσότερο πάνω σ’ αυτό που έχεις επιλέξει.
Αυτή η συγκεκριμένη ιδέα από πού αντλείται;
Θεωρώ πως δεν είναι η ιδέα καθ’ αυτή που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αλλά το πώς θα την εκφράσεις. Επομένως προσπαθώ η ιδέα να μην είναι αφηρημένη: να εδράζεται σε μικρές λεπτομέρειες της ζωής και όχι σε γενικές φιλοσοφικές δηλώσεις. Ακόμα και όταν δεν βρίσκομαι σε περίοδο στην οποία γράφω τραγούδια (στο ενδιάμεσο δύο δίσκων, για παράδειγμα) κρατώ πάντοτε σημειώσεις, με ό,τι περνάει από το μυαλό μου. Μικρές ιδέες, μουσικές ή στιχουργικές, τις οποίες σημειώνω σε ό,τι βρεθεί μπροστά μου –σε χαρτοπετσέτες σ’ ένα εστιατόριο ας πούμε. Οπότε υπάρχει πάντοτε κάποιο υλικό, το οποίο δομείται αργά και υπογείως.
Το να γράφεις έναν δίσκο, δηλαδή, είναι σαν να αποδελτιώνεις ένα διάσπαρτο ημερολόγιο;
Ναι, κάπως έτσι! Πρέπει να βρω όλες αυτές τις σημειώσεις, να τις επεξεργαστώ και να βρω τι ακριβώς θα κάνω μαζί τους…
Ας πάμε λίγο στους δεσμούς που έχεις αναπτύξει με την αφρικανική μουσική. Ανέφερες πριν την εστίαση της Glitterbeat προς τα εκεί, υπάρχει βέβαια και το γκρουπ που έχεις με τον Hugo Race, οι Dirtmusic. Τι σου κέντρισε το ενδιαφέρον στην Αφρική; Ξέρω ότι την αρχή την έκανες με μια επίσκεψη στο Μάλι…
Έχω την εντύπωση ότι ο τόπος γέννησης των μπλουζ βρίσκεται στο Μάλι. Οι ήχοι είναι πολύ καθαροί, τα τραγούδια, οι κλίμακες… Καταλαβαίνεις δηλαδή αυτό που πάρθηκε από εκεί και εξελίχθηκε σε κάτι διαφορετικό στην Αμερική. Και το ακούς πολύ πιο ξεκάθαρα στο Μάλι σε σχέση με τη Ζιμπάμπουε, τη Νότια Αφρική ή άλλες χώρες. Οπότε υπάρχει μια αίσθηση οικειότητας ενώ ταυτόχρονα η μουσική παραμένει ακόμα «εξωτική», διαφορετική από εκείνο που έχεις συνηθίσει. Η παράξενη ένταση μεταξύ αυτών των δύο (εκείνου που καταλαβαίνεις και του άλλου, που δεν καταλαβαίνεις) είναι, νομίζω, που με έστρεψε προς τα εκεί.
Πήγα πρώτη φορά στο Μάλι γιατί είχα κάπως κουραστεί από τη μουσική γενικώς κι έψαχνα κάτι που θα μου έδινε νέα ενέργεια ή μερικές καινούργιες ιδέες. Όχι απαραίτητα για να μπορέσω να παίξω αφρικανική μουσική, αλλά για να δω τη μουσική να παίζεται σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, με τρόπους τους οποίους δεν καταλάβαινα. Δεν πήγα εκεί για να ηχογραφήσω, να ξεκινήσω το label ή να συνεργαστώ με μουσικούς. Τίποτα από αυτά δεν ήταν στα σχέδιά μου τότε (δηλαδή στις αρχές του 2006), απλώς συνέβησαν στην πορεία.
Και αν δεν κάνω λάθος ηχογραφήσατε τον δίσκο Troubles των Dirtmusic στο Μάλι το 2012, με όλη εκείνη την αναταραχή στην περιοχή, έτσι δεν είναι;
Ναι, το Μάλι ήταν μάλλον από τις περιοχές στις οποίες δεν θα ήθελες να βρισκόσουν το 2012. Εμείς, βέβαια, πήγαμε, έτσι κι αλλιώς! Μέναμε στην πρωτεύουσα –στο σχετικά ασφαλές Μπαμάκο– αλλά στον βορρά τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα. Όσο αφορά τους μουσικούς, ο βορράς είχε αδειάσει, όλοι είχανε φύγει: οι Tinariwen, το γκρουπ με το οποίο συνεργάζομαι εγώ, οι Tamikrest και γενικά όλα τα συγκροτήματα από μέρη όπως το Τιμπουκτού είχαν μεταναστεύσει νοτιότερα, κυρίως στο Μπαμακό. Και εκεί, βέβαια, υπήρχε αρκετή ένταση· ίσως όχι της ίδιας τάξεως (όπως σου είπα, αισθανόσουν σχετικά ασφαλής), όμως δεν ήταν και το πιο χαρούμενο μέρος…
Θα έλεγες ότι η παράδοση των Τουαρέγκ δείχνει το πώς η μουσική μπορεί να έχει έναν κοινωνικό ρόλο; Κάτι που ίσως να μην είναι τόσο ξεκάθαρο στις Δυτικές κοινωνίες…
Αυτό είναι αλήθεια. Θυμάμαι είχα δώσει μια κοινή συνέντευξη με τον Ousmane, τον ηγέτη των Tamikrest –και σε κάποια φάση ο δημοσιογράφος τον ρώτησε γιατί φτιάχνει μουσική. Είναι μια φαινομενικά απλή ερώτηση, στην πραγματικότητα όμως δεν είναι και τόσο για μουσικούς που παίζουν ροκ ή ποπ σε μέρη όπως η Αθήνα, το Βερολίνο ή το Σιάτλ. Θα πάρεις μια απάντηση του στυλ «ε, να μωρέ, δεν ξέρω, το απολαμβάνω»· θα έχει τέλος πάντων πολλά «δεν ξέρω». Στον Ousmane ήταν πολύ ξεκάθαρο: «το κάνω γιατί θέλω να είμαι εκπρόσωπος της κουλτούρας μου». Ήταν τόσο σαφής απάντηση, τόσο άμεση. Ήξερε γιατί ξυπνάει το πρωί και παίζει μουσική· θέλει να εκφράσει την κουλτούρα των Τουαρέγκ μέσω της μουσικής και ξέρει ότι έτσι μπορεί να βρει και μια διεθνή απήχηση.
Κι αυτό το τελευταίο έχει και μια πολιτική όψη, δεδομένου ότι οι ίδιοι οι Τουαρέγκ δεν είχαν ποτέ συμμάχους στην Αφρική, κανείς δεν τους θέλει στην επικράτειά του. Επομένως μπορούμε να πούμε ότι ψάχνουν για συμμάχους εκτός Αφρικής και η μουσική είναι ένας τρόπος για να το πετύχουν. Ας πούμε, μουσικοί όπως οι Tinariwen, οι Tamikrest ή ο Bombino έχουν στρέψει το ενδιαφέρον αρκετού κόσμου προς την κουλτούρα και τα προβλήματα των Τουαρέγκ, πολύ περισσότερο από όσο έκαναν τα ίδια τα γεγονότα πριν από 40 ή 50 χρόνια. Η μουσική είναι λοιπόν ένας αρκετά αποτελεσματικός μηχανισμός για να μεταφερθεί το μήνυμα που οι Τουαρέγκ θέλουν να μεταδώσουν στον υπόλοιπο κόσμο.
Επιστρέφοντας στη Δύση, εσύ γεννήθηκες και μεγάλωσες στο Σιάτλ, ενώ εδώ και μια δεκαετία ζεις στη Λιουμπλιάνα. Παρατηρείς διαφορές μεταξύ Ευρώπης και Η.Π.Α.; Στον τρόπο για παράδειγμα με τον οποίον αντιλαμβανόμαστε τη σχέση μας με τη μουσική, με την πολιτική κ.λ.π.;
Όσον αφορά τη μουσική, αν δεν μιλάμε για παραδοσιακές μορφές, νομίζω πως όλοι γινόμαστε αρκετά όμοιοι στον τρόπο με τον οποίον την αντιλαμβανόμαστε. Αυτό είναι καλό από μία άποψη, είναι όμως κακό από μιαν άλλη. Ζούμε σε έναν κόσμο χωρίς σύνορα, ειδικά όταν μιλάμε για την ποπ κουλτούρα. Λίγο-πολύ καταναλώνουμε δηλαδή τις ίδιες ταινίες, τα ίδια βιβλία, τα ίδια τηλεοπτικά προγράμματα, την ίδια μουσική. Οι διαχωρισμοί σ’ αυτό το επίπεδο έχουν γίνει πολύ λιγότεροι…
Στο πολιτικό επίπεδο, μέχρι πριν κάποια χρόνια θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε μεγάλες διαφορές μεταξύ του ευρωπαϊκού και του αμερικανικού «μοντέλου». Όπως όμως έχετε δυστυχώς συνειδητοποιήσει από πολύ πρώτο χέρι εκεί στην Ελλάδα, αυτή η νεοφιλελεύθερη λογική έχει πλέον επιβληθεί και στην Ευρώπη, με τρόπους που πριν από 10 ή 15 χρόνια κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί. Και είναι ένα σοβαρό ενδεχόμενο, αυτά τα παράλογα προγράμματα λιτότητας να συνεχίσουν να καθορίζουν την ευρωπαϊκή πολιτική.
Μας αρέσει να πιστεύουμε τελευταία εδώ στην Ελλάδα πως αυτό αρχίζει να αλλάζει…
Κοίτα, δεν θέλω να φανώ ρομαντικός και δεν το λέω επειδή απευθύνομαι σε εσένα που είσαι Έλληνας και σε ελληνικό, γενικά, ακροατήριο. Πραγματικά νομίζω ότι αυτό που έγινε στις εκλογές σας τις προάλλες είναι ένα απολύτως απαραίτητο πρώτο βήμα. Και είμαι βέβαιος πως θα έχει κάποιον αντίκτυπο έξω και μακριά από την Ελλάδα. Είναι το πιο σημαντικό, γιατί νομίζω δείχνει ότι όλη αυτή η δομή έχει ρωγμές, ότι μπορεί να κλονισθεί. Κάτι τέτοιο, σε πρώτη φάση, είναι πραγματικά αναγκαίο. Και εντάξει, ίσως –όπως σε όλα τα πράγματα– να μην μπορεί να δώσει στον κόσμο ό,τι πραγματικά θέλει, ίσως όχι στο 100%· αλλά νομίζω πως αν καταφέρουμε και κινηθούμε σε έναν τέτοιον δρόμο, θα αποδειχθεί κάτι το πολύ θετικό.
Επιστρέφοντας στα μουσικά, το τελευταίο σου σόλο άλμπουμ, έχει τον τίτλο Harney County. Τι το τόσο ιδιαίτερο έχει η επαρχία Χάρνεϊ;
Ξέρεις, είναι ένας τόπος μεγάλος και άδειος και είναι εύκολο να γράφεις για τέτοιους τόπους, γιατί μπορείς να συμπληρώσεις μόνος σου όλες τις λεπτομέρειες. Μου φαίνεται πολύ ευκολότερο να επινοήσω μια ιστορία για το Χάρνεϊ, παρά για πόλεις όπως η Αθήνα ή η Νέα Υόρκη. Τουλάχιστον η δική μου η φαντασία τρέχει μ’ έναν πιο απροσδόκητο τρόπο εκεί. Πάντοτε με γοήτευαν τέτοια ερημικά τοπία…
Παρ' όλο που έχεις μεγαλώσει σε πόλη…
Ναι, μεγάλωσα στην πιο υγρή πόλη των Η.Π.Α., το Σιάτλ. Αλλά η έρημος του Όρεγκον δεν είναι μακριά: περνάς τα βουνά και μέσα σε 2 ώρες με το αυτοκίνητο βρίσκεσαι σε ένα τελείως άλλο τοπίο. Δεν είναι το ίδιο με τη Βοστώνη ή τη Νέα Υόρκη όπου μ’ ένα δίωρο οδήγησης απλώς βρίσκεσαι σε μια άλλη πόλη.
Ζώντας στο Σιάτλ και έχοντας δισκογραφικό συμβόλαιο στη Sub Pop την εποχή που το grunge ήταν κυρίαρχο, πόσο εύκολο ήταν να ξεφύγεις από αυτό, σε επίπεδο ήχου ή ύφους; Κατ' αρχάς, σας επηρέασε;
Η απάντηση είναι και ναι και όχι. Κοίτα, παίζαμε ήδη καιρό όταν ήρθε το grunge, επομένως η ταυτότητά μας είχε ήδη δομηθεί. Έπειτα, λέω συχνά ότι θα ήμασταν μια πολύ χάλια grunge μπάντα, οπότε δεν ήταν ακριβώς μια επιλογή καριέρας για εμάς! Οπότε δεν αισθάνθηκα ποτέ να ζηλεύω την επιτυχία εκείνων των συγκροτημάτων, γιατί απλώς ο ήχος μας ήταν διαφορετικός. Δεδομένου μάλιστα ότι πολλοί από αυτούς ήταν φίλοι μας, ίσχυε ακριβώς το αντίθετο: χαιρόμασταν για την επιτυχία τους. Και αν θες, η δική τους επιτυχία, ώθησε ορισμένους να ψάξουν γενικώς τη μουσική στο Σιάτλ και να συνειδητοποιήσουν πως γινόντουσαν και άλλα πράγματα. Οι Walkabouts ήταν ένα απ’ αυτά.
Υπήρχαν όμως και αρνητικά, τα οποία –ευτυχώς για εμάς– συνέβησαν την περίοδο που είχαμε πια αρχίσει τις μεγάλες περιοδείες. Το πρόβλημα δεν ήταν οι μπάντες, οι περισσότεροι διαχειρίστηκαν μια χαρά την επιτυχία τους. Ήταν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που ξαφνικά ανακάλυψαν το Σιάτλ· ξέρεις, οι άνθρωποι της βιομηχανίας. Ξαφνικά το Λος Άντζελες είχε αρχίσει να ζει στο Σιάτλ, κάθε σκάουτερ των μεγάλων δισκογραφικών βρισκόταν τα Σαββατοκύριακα σε ένα αεροπλάνο για το Σιάτλ.
Είχε την πλάκα του, αλλά σε ένα εντελώς παράλογο επίπεδο. Μετά όμως από ένα σημείο έγινε πολύ κουραστικό: ξαφνικά μια μικρή πόλη κατελήφθη από ανθρώπους που κανείς δεν ήξερε γιατί βρίσκονταν εκεί, νομίζω ούτε καν οι ίδιοι. Η καλύτερη ιστορία αφορά μια μπάντα την οποία κανείς δεν ήξερε εκείνη την εποχή στο Σιάτλ. Λέγονταν Candlebox. Η Madonna λοιπόν είχε ξεκινήσει την εταιρεία της, τη Maverick, και προφανώς είπε σε κάποιον στο γραφείο της κάτι σαν «φέρε μου μια grunge μπάντα». Ο άνθρωπός της πέταξε στο Σιάτλ, υπέγραψε τους Candlebox και όλοι μας αναρωτιόμασταν ποιοι στην ευχή ήταν. Και πρέπει να καταλάβεις ότι, επειδή το Σιάτλ ήταν τότε μια πόλη μισού εκατομμυρίου με (ας πούμε) 2000 μουσικούς, όλοι λίγο-πολύ γνωριζόμασταν μεταξύ μας. Επομένως όταν ένα μεγάλο label υπογράφει μια μπάντα που κανείς δεν γνωρίζει, είναι κάπως παράξενο! Κυριολεκτικά ο τύπος θα πρέπει να κατέβηκε από το αεροπλάνο, να είδε εκείνη τη μπάντα, να του έμοιασαν με grunge, οπότε τους υπέγραψε χωρίς να ασχοληθεί παραπάνω…
Μιλώντας για εκείνες τις εποχές, θα ήθελα να τελειώσουμε τη συνομιλία μας με τους Walkabouts. Θα υπάρχει συνέχεια μετά το Travels In The Dustland;
Θα έλεγα ότι είναι αρκετά αμφίβολο. Σε μια πρόσφατη συνέντευξη στο Uncut είχα πει πως το Travels In The Dustland ήταν μάλλον το τελευταίο άλμπουμ των Walkabouts. Όλοι μας το απολαύσαμε πραγματικά, καθώς και την περιοδεία που το ακολούθησε. Όμως σήμερα είμαστε όλοι ικανοποιημένοι στα άλλα πράγματα που κάνουμε, οπότε νομίζω πως αν βρισκόμασταν ξανά θα ήταν για όλους κάπως βεβιασμένο και επομένως θα ήταν δύσκολο να το κάνουμε καλά· η ενέργειά μας είναι πλέον πολύ διασκορπισμένη. Αυτό μπορεί να αλλάξει, προς το παρόν όμως μού φαίνεται αρκετά ασφαλές να σου πω πως δεν θα υπάρξει άλλος δίσκος για τους Walkabouts.
Άσχημα νέα…
Ναι, αλλά ίσως θα ήταν πιο άσχημο αν κάναμε κάτι απλώς για να το κάνουμε· δεν έχει κανένα νόημα έτσι. Πρέπει να αποδέχεται κανείς και την αλλαγή…
{youtube}uES_U1hWDEo{/youtube}