Σημαία της Ninja Tune και ένα από τα πιο δημοφιλή σχήματα των τελευταίων 15 χρόνων για το ελληνικό κοινό, οι Cinematic Orchestra επιστρέφουν στα μέρη μας για δύο συναυλίες σε Θεσσαλονίκη (Παρασκευή 24/10, στο Fix Factory Of Sound) και Αθήνα (Σάββατο 25/10, στο Fuzz). Με την ευκαιρία, βρήκαμε τον αρχιτέκτονα του ήχου τους, Jason Swinscoe, για μια κουβέντα που αν και είχε κανονιστεί να είναι σύντομη, τράβηξε τελικά σε αρκετό μάκρος...
Τόσο το όνομά σας, όσο και τα ηχητικά τοπία τα οποία χρησιμοποείτε, έχουν στενή σχέση με την έννοια της «εικόνας». Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη εικόνα που προσπαθείτε να μεταφράσετε σε ήχο; Ισχύει το αντίθετο ή πρόκειται μήπως για έναν συνδυασμό;
Θα έλεγα πως είναι περισσότερο ένας συνδυασμός. Στην ουσία δηλαδή πρόκειται για μια διαδικασία που κινείται συνέχεια μπρος-πίσω: ανάμεσα στην εικόνα που έχεις στο μυαλό σου για ό,τι θέλεις να φτιάξεις και στον τρόπο με τον οποίον θα καταφέρεις να φτιάξεις, τελικά, τη συγκεκριμένη εικόνα. Είναι σίγουρα ένα στοίχημα, αλλά την ίδια στιγμή δεν νομίζω πως αυτά τα δύο πράγματα είναι εφικτό να λειτουργήσουν μεμονωμένα.
Από το ντεμπούτο σας Motion (1999) στο Ma Fleur του 2007 παρατηρούμε μια ξεκάθαρη πρόοδο, ειδικά στις ενορχηστρώσεις: ενώ π.χ. το πρώτο εστιάζει σε samples, το Ma Fleur είναι το αποτέλεσμα μιας πλήρους, ζωντανής ορχήστρας. Επιστρέφετε ποτέ στις παλιές ημέρες, προσπαθώντας να επικεντρωθείτε και πάλι στο sampling;
Μα, αυτό ακριβώς κάνουμε στη νέα μας δισκογραφική δουλειά!
Αλήθεια; Και πότε περίπου θα είναι έτοιμη;
Μπορώ να πω ότι ο δίσκος είναι ήδη σχεδόν έτοιμος. Ελπίζουμε επομένως να κυκλοφορήσει την άνοιξη της επόμενης χρονιάς.
Τι να περιμένουμε ν' ακούσουμε;
Θα ακούσετε κάτι πάρα πολύ όμορφο! (γέλια) Βασικά πρόκειται για κάτι διαφορετικό, με αρκετά ηλεκτρονικά στοιχεία και μια δόση από downtempo. Ουσιαστικά θα είναι ένας συνδυασμός διαφορετικών πραγμάτων. Ελπίζω πως θα εξακολουθεί να ακούγεται αρκετά «κινηματογραφικό», με μια σημαντική όμως συνεισφορά από ηλεκτρονικά ντραμς και συνθεσάιζερ.
Σήμερα το να συνθέτεις μουσική για να συνοδεύσεις ταινίες του βωβού κινηματογράφου έχει γίνει μόδα. Ήταν έτσι όταν ξεκινήσατε εσείς, γράφοντας τη μουσική για το Man With A Movie Camera (2003);
Ξεκινήσαμε να γράφουμε τη μουσική για το Man With A Movie Camera μετά από πρόταση που μας έκανε μια πορτογαλική εταιρία, η οποία διοργάνωνε τότε ένα κινηματογαφικό φεστιβάλ στο Πόρτο. Είπαμε λοιπόν το ναι χωρίς να έχουμε ξεκάθαρη ιδέα περί τίνος πρόκειται, δεν γνωρίζαμε μάλιστα ούτε και τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου φιλμ: δεν ξέρω αν έχετε δει την ταινία, είναι αρκετά συμβολική και κουβαλάει όλον τον αέρα της δεκαετίας του 1920. Θα έλεγα πως εκείνη την εποχή αυτή η μόδα γύρω από τις κλασικές ταινίες του βωβού κινηματογράφου είχε μόλις κάνει την εμφάνισή της, ακόμα δηλαδή δεν υπήρχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον –οπότε ήταν πολύ σημαντικό για μας που βρεθήκαμε σε εκείνο το σημείο, στη δεδομένη χρονική στιγμή. Μάλιστα, πριν από 2 χρόνια διοργάνωσα κι εγώ ο ίδιος ένα αντίστοιχο φεστιβάλ, με την ονομασία In Motion. Επικεντρωθήκαμε κυρίως σε βωβές ταινίες μικρού μήκους από διάφορες φάσεις της δεκαετίας του 1920. Νομίζω κι αυτή ακόμα η κίνηση ήταν κάτι που ταιριάζει απόλυτα στο ποιοι είναι οι Cinematic Orchestra. Eίναι κομμάτι του χαρακτήρα του συγκροτήματος.
Σας φοβίζει ποτέ η ιδέα ότι η μουσική που έχετε γράψει για μια ταινία ίσως να μην διαθέτει τη δυναμική να σταθεί μόνη της, ανεξάρτητα από την εικόνα;
Kαλώς ή κακώς, το να γράφεις μουσική για μια ταινία σημαίνει αυτόματα ότι πρέπει να θυσιάσεις τη «μουσική εικόνα» που ενδεχομένως έχεις κατασκευάσει στο κεφάλι σου για την ίδια τη δουλειά σου. Η μουσική πρέπει να έχει τον σκοπό όχι μόνο να συνοδεύσει την ταινία, αλλά ν' αποτελέσει κι ένα μέσο αφήγησης της ιστορίας –μαζί με τα τεχνικά κόλπα του σκηνοθέτη ή τους διαλόγους του σεναριογράφου. Το πραγματικό ζήτημα, λοιπόν, είναι κατά πόσο όλα αυτά μπορούν να λειτουργήσουν αρμονικά, μαζί, δημιουργώντας ένα σφιχτό, ενιαίο σύνολο. Η μουσική σε μια ταινία είναι ουσιαστικά μία επιπλέον φωνή. Άρα προσπαθούμε κάθε φορά όχι να γράψουμε μουσική η οποία θα λειτουργεί ως συνοδεία του φιλμ, μα να βγει κάτι που μπορεί ενδεχομένως να λειτουργήσει εξίσου καλά και μόνο του. Στόχος δηλαδή είναι η μουσική να γίνεται ένα με την ταινία, αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος της. Εγώ λοιπόν πιστεύω ότι το μεγάλο ζήτημα είναι να πετύχεις το ακριβώς αντίθετο: να δημιουργήσεις στον θεατή την αίσθηση πως, αν αφαιρέσεις τη μουσική από την ταινία, τότε θα της λείπει ένα σημαντικό της κομμάτι...
Σε μια προσπάθεια κατάταξης της μουσικής σας, πολλοί προσανατολίζονται προς τους όρους «nu jazz», «downtempo» ή –στο πλέον προφανές– «κινηματογραφική μουσική». Πόσο άνετα αισθάνεστε με τέτοιους χαρακτηρισμούς;
Για να είμαι ειλικρινής δεν με απασχολεί καθόλου, τα βρίσκω λιγάκι αστεία όλα αυτά! (γέλια) Το να μπαίνουμε στη διαδικασία να κολλήσουμε ένα επίθετο, έναν χαρακτηρισμό –και δεν αναφέρομαι μόνο στη δική μας μουσική– αυτόματα θέτει συγκεκριμένα όρια. Κι αυτό πάει κατά τη γνώμη μου κόντρα στη φύση της μουσικής εν γένει, καθώς εκείνη υπάρχει για να σπάει τα όρια. Κατανοώ βέβαια, ως έναν βαθμό, την ανάγκη να δημιουργήσουμε ορισμένες ταμπέλες· να βάλουμε τα πράγματα κάτω από συγκεκριμένες ομπρέλες ώστε να μπορούμε να τα διαχωρίζουμε μεταξύ τους. Αλλά, αν θέλετε τη γνώμη μου, δεν υπάρχει πραγματικό νόημα σε κάτι τέτοιο. Το πραγματικό ερώτημα θα έπρεπε να είναι αν μια μουσική είναι εξελίσιμη ή στάσιμη. Δεν πρέπει να κατηγοριοποιούμε τόσο αυστηρά τα πράγματα, να κάτι που μας κρατάει στάσιμους. Πρέπει απλώς να κάνουμε αυτό που θέλουμε, αυτό που έχουμε στο κεφάλι μας. Και ό,τι βγει...
Πιστεύετε πως η κατάργηση των ορίων θα έπρεπε να εφαρμόζεται ακόμα κι όταν μιλάμε και για τις διαφορετικές μορφές τέχνης; Πόσο κοντά αισθάνεστε λ.χ. πως βρίσκονται η μουσική και το σινεμά, σαν καλλιτεχνικές εκφράσεις;
Πιστεύω ότι η κάθε τέχνη διαθέτει τους δικούς της κανόνες και πως για να την υπηρετήσεις πρέπει να υπακούς στους κανόνες της. Παρ' όλα αυτά και οι κανόνες ακόμα έχουν φτιαχτεί για να τους σπάμε και για να δημιουργούμε νέους πάνω τους. Η μουσική, η ζωγραφική, το θέατρο, το σινεμά, εκφράζουν –το καθένα με τα δικά του μέσα– το συναίσθημα και λένε –το καθένα με τον δικό του τρόπο– μια ιστορία. Υπό μια τέτοια λοιπόν έννοια, όλες οι τέχνες είναι μία και βρίσκονται πολύ πιο κοντά απ' όσο ενδεχομένως αντιλαμβανόμαστε. Το να μπλεχτούν επομένως τα διαφορετικά μέσα της κάθε μίας με τα μέσα της άλλης στην υπηρεσία της «αφήγησης» μιας κοινής ιστορίας, είναι κάτι με μεγάλο ενδιαφέρον. Κάτι μαγικό, αν πετύχει και γίνει σωστά.
To κομμάτι σας "Το Βuild A Home" έχει χρησιμοποιηθεί πάρα πολύ, τόσο στο σινεμά, όσο και στην τηλεόραση –με κορύφωση τη διαφήμιση του 2008 για το Chivas Regal. Πώς αντιλαμβάνεστε σήμερα, έπειτα από τόσα χρόνια, την επιτυχία του;
Όσο περίεργο κι αν ακουστεί, αυτή η τόσο μεγάλη επιτυχία με τρομάζει... Δεν εννοώ πως δεν την έχω ευχαριστηθεί ή πως δεν την έχω εξαργυρώσει οικονομικά –κι αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό, γιατί εκτός από το να δημιουργείς μουσική, πρέπει και να ζήσεις από τη δουλειά σου. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι και κάτι που σε στιγματίζει με κάποιον τρόπο, κάνοντάς σε να θέλεις να ξεφύγεις, να το ξεπεράσεις. Δημιουργεί πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού σου ένα υποσυνείδητο άγχος: ένα ερωτηματικό για το αν θα καταφέρεις να φτιάξεις ξανά κάτι με τόσο μεγάλη απήχηση. Κανονικά βέβαια δεν θα έπρεπε να κάνεις τέτοιες σκέψεις· είναι λάθος και δεν σου επιτρέπει να κάνεις τη δουλειά σου αναπόσπαστος. Αλλά ναι, η μεγάλη επιτυχία είναι κάτι που και με φοβίζει και με αγχώνει. Ωστόσο το “To Build A Home” είναι ένα πολύ όμορφο τραγούδι, έτσι δεν είναι;
Στο παρελθόν έχετε διασκευάσει το “Τheme De Yoyo” των Art Ensemble Of Chicago, όπως και το “Exit Music” των Radiohead. Σας ευχαριστεί να κάνετε διασκευές; Ποια είναι τα εμπόδια που έχετε συναντήσει μέχρι στιγμής, ερχόμενοι αντιμέτωποι με τραγούδια γραμμένα από άλλους;
Συγκεκριμένα για το “Τheme De Yoyo” η επιλογή έγινε γιατί είναι ένα τραγούδι που με εμπνέει πολύ σε προσωπικό επίπεδο, οπότε ήθελα να το δοκιμάσω. Επίσης νομίζω πως είναι ένα κομμάτι που πηγαίνει αρκετά στις συναυλίες μας. Δεν θα έλεγα πάντως ότι τα πηγαίνουμε τόσο καλά με τις διασκευές, γενικότερα. Απλά όταν αισθανθούμε πως κάτι μας ταιριάζει, το κάνουμε χωρίς να σκεφτούμε ιδιαίτερα.
Μιας και είπαμε πριν για τον καινούργιο δίσκο που έρχεται: 7 χρόνια έχουν περάσει από την κυκλοφορία του Ma Fleur. Γιατί τόσος πολύ καιρός;
Oικογενειακές υποχρεώσεις! (γέλια)
Πόσα παιδιά;
Tρία! Είμαστε μεγάλη οικογενεια. Φαντάζεστε επομένως τι γίνεται μέσα στο σπίτι! (γέλια) Σοβαρά πάντως, τα ζητήματα της καθημερινότητας δεν σε αφήνουν να λειτουργήσεις με τους ίδιους ρυθμούς που λειτουργούσες πριν προκύψουν. Το να έχεις οικογένεια αλλάζει εντελώς τα ωράριά σου, μα και τις προτεραιότητές σου· γίνεται δύσκολο να βρεις πραγματικό χρόνο για να συγκεντρωθείς. Από την άλλη, όταν είσαι ελεύθερος, έχεις τον χρόνο με το μέρος σου: μπορείς να διαμορφώσεις τη ζωή και τους ρυθμούς σου με κριτήριο μόνο τις δικές σου ανάγκες –και όχι με κριτήριο τις ανάγκες κάποιου άλλου. Στην τελική, όμως, αυτός ο άλλος αποδεικνύεται πιο σημαντικός από τη δουλειά.
Πέρυσι εμφανιστήκατε στην όπερα του Σίδνεϋ. Πώς είναι να παίζεις σε τέτοιους χώρους;
Aρχικά, θα πω ότι πρόκειται για κάτι εντυπωσιακό. Αλλά αυτό που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι πως τέτοιοι χώροι φτιάχτηκαν για να παίζεται εκεί κλασική μουσική. Το να επιτρέπουν έτσι σε εμάς να βρισκόμαστε εκεί, παρουσιάζοντας τη δουλειά μας, είναι πολύ μεγάλη τιμή και η πραγματοποιήση ένος μεγάλου προσωπικού ονείρου. Μάλιστα, την ίδια περίοδο παίξαμε και σε ένα υπέροχο θέατρο στη Μελβούρνη, το οποίο είναι (σε χωρητικότητα) ακόμα μεγαλύτερο από την όπερα του Σίδνεϋ. Ήταν μια επίσης φανταστική εμπειρία. Η ζωή έχει υπάρξει καλή μαζί μας. Η ζωή είναι ωραία, γενικά!
Σε λίγες μέρες επισκέπτεστε κι εμάς, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Θα ακούσουμε μέρος της νέας σας δισκογραφικής δουλειάς στις συναυλίες;
Σε σας θα παρουσιάσουμε ένα καινούργιο πρόγραμμα, το οποίο μέχρι στιγμής δεν έχουμε παίξει αλλού. H αλήθεια είναι μάλιστα πως νιώθουμε αρκετά αγχωμένοι, γιατί θα είναι η πρώτη φορά που θα παίξουμε κομμάτια από τη νέα μας δισκογραφική δουλειά μπροστά σε κοινό. Θα ακούσετε πάντως και παλαιότερα κομμάτια, όπως και κάποια τα οποία δουλεύουμε αυτή την περίοδο, αλλά δεν έχουν ολοκληρωθεί, ακόμα ψάχνουν την ταυτότητα και τον χαρακτήρα τους. Είμαστε ενθουσιασμένοι κατά τα λοιπά και ανυπομονούμε να δούμε πώς θα αντιδράσετε στο νέο μας υλικό!
{youtube}QB0ordd2nOI{/youtube}