Έχει εξασφαλισμένη μια θέση στα ψηλά ράφια της ροκ μουσικής, αφού για 30 χρόνια υπήρξε η «ήρεμη δύναμη» των θρυλικών Sonic Youth. Απολυτρωμένος πλέον από το κυνήγι της υστεροφημίας, ο Lee Ranaldo γυρνά στην αθωότητα της τραγουδιστικής φόρμας –και δη στην απλότητα της ακουστικής της επιτέλεσης. Και έτσι μας επισκέπτεται, μόνο με την ακουστική του κιθάρα, τη Δευτέρα 27 Οκτωβρίου στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός». Με την ευκαιρία, λοιπόν, τον ρωτήσαμε για το παρόν του, γνωρίζοντας βεβαίως πως δεν θα μπορούσαμε να αποφύγουμε και ορισμένες τουλάχιστον πτυχές του παρελθόντος του…
Όσο οι Sonic Youth ήταν ενεργοί, η σόλο δουλειά σου έπιανε το νήμα από την πιο πειραματική του άκρη. Όμως στις πρώτες σου κυκλοφορίες στη μετά το γκρουπ εποχή, η προσέγγιση είναι περισσότερο τραγουδιστική. Αμφέβαλλες σχετικά με ποιον δρόμο να διαλέξεις; Ή το Between The Times And The Tides ήταν –λίγο ως πολύ– ήδη δρομολογημένο;
Οι Sonic Youth δεν είχαν ακόμα τεθεί σε «παύση» όταν ετοίμαζα εκείνο το άλμπουμ. Απλώς βρισκόμασταν σ' ένα χρονικό διάστημα μεταξύ περιοδειών, στο οποίο δεν δουλεύαμε μαζί και όλοι ασκούμασταν στα διάφορα παράπλευρα πρότζεκτ. Θεωρούσα τότε πως υπήρχε ένα αρκετά μεγάλο κενό από την τελευταία δουλειά (το Eternal) και είχε αρχίσει να μου λείπει η διαδικασία του να δουλεύεις πάνω σε μια τραγουδιστική φόρμα. Έτσι, άρχισαν να ξεπηδούν τραγούδια μέσα από τις κιθάρες μου, δίχως να σκέφτομαι αν αυτό το υλικό θα έπρεπε να προορίζεται για τους Sonic Youth –μάλλον ίσχυε το αντίθετο. Άρχισα λοιπόν να τα ηχογραφώ ένα προς ένα, αν και με σχετικά αργό ρυθμό.
Συνέχισα, παρόλα αυτά, να ανακατεύομαι και με πιο «απαιτητική» μουσική, λ.χ. με τις "Suspended Guitar Phenomena" παραστάσεις (βασισμένες στα φιλμ της Leah Singer), να συμμετέχω σε αυτοσχεδιαστικές συναυλίες με τους Glacial Trio, τους Text Of Light κ.ά., αλλά και να συνεργάζομαι σε εκθέσεις visual art κ.λ.π. Σίγουρα όμως το βασικό μου ενδιαφέρον αυτή τη στιγμή εστιάζεται στα τραγούδια τα οποία γράφω στην ακουστική κιθάρα. Πηγαίνω διαρκώς μπρος-πίσω εντός αυτών των διαφορετικών μουσικών περιοχών και θεωρώ τον εαυτό μου αρκετά τυχερό που έχω μια τέτοια δυνατότητα.
Σου έλειψε δηλαδή το να παίζεις τραγούδια με μια μπάντα, όσο οι Sonic Youth ήταν ανενεργοί;
Ναι, μου έλειψε εκείνη η ενέργεια, μαζί και η εμπειρία. Και μέσα από αυτό, με κάποιον τρόπο, ξεκίνησαν να ξεπηδούν δικά μου τραγούδια. Τώρα στο μυαλό μου έχω αυτά ως προτεραιότητα. Και είμαι αρκετά ενθουσιασμένος που έχω φτιάξει ήδη δύο δίσκους (σ.σ.: τον προαναφερθέντα και το περσινό Last Night On Earth)· ενθουσιασμένος και πολύ ευχαριστημένος με το τελικό αποτέλεσμα. Πριν σκεφτόμουν πως δεν θέλω να επαναλαμβάνω τον εαυτό μου, ειδικά στο πεδίο του αυτοσχεδιασμού –δεν ήθελα να τριγυρνάω κάνοντας το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά. Κατά κάποιον τρόπο αναζητούσα κάτι διαφορετικό, κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει μια νέα περίοδο. Και η γραφή που υπάρχει στα δύο αυτά άλμπουμ κάπως σαν να με βρήκε εξ απήνης, παρέχοντάς μου μια απάντηση, από μία κατεύθυνση που σίγουρα δεν περίμενα…
Πώς ήταν λοιπόν η μετάβαση από μέλος των Sonic Youth σε ηγέτη της δικής σου μπάντας;
Απολαμβάνω πολύ να τραγουδώ! Έχοντας πλέον αποκτήσει εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, το απολαμβάνω μάλιστα ακόμα περισσότερο. Στην αρχή δεν ήμουν συνηθισμένος να τραγουδώ σε ολόκληρη τη διάρκεια μιας συναυλίας, ούτε και το κοινό ήταν συνηθισμένο να με ακούει να κάνω κάτι τέτοιο. Αλλά έχω εμπιστοσύνη στα τραγούδια, είμαι αρκετά αφοσιωμένος σε αυτά, κάτι που κάνει τα πράγματα πολύ πιο εύκολα. Ένα ακόμα διαφορετικό σημείο, είναι ότι πλέον είμαι ο μόνος τραγουδοποιός της μπάντας –σε αντίθεση με τους Sonic Youth, όπου η διαδικασία ήταν συλλογική. Τώρα εγώ γράφω όλη τη μουσική και τους στίχους και η μπάντα βοηθάει στο να ενορχηστρώσουμε και να αναπτύξουμε τα τραγούδια. Οι στίχοι είναι επίσης σημαντικοί: το να γράφεις στίχους αποτελεί πάντοτε πρόκληση και προσωπικά προσπαθώ να τους κρατήσω όσο πιο ειλικρινείς γίνεται.
Στα credits του Last Night On Earth, πάντως, υπογράφετε ως Lee Ranaldo & The Dust –σε αντίθεση με το προηγούμενο άλμπουμ, το οποίο έφερε μόνο το όνομά σου. Μήπως μιλάμε επομένως για μια κάπως πιο συλλογική διαδικασία; Ίσως όχι τόσο όσο στους Sonic Youth, αλλά κοντά σ' εκείνη;
Πράγματι, πίσω απ’ το Last Night On Earth υπάρχει μια συμπαγής μπάντα. Η διαδικασία συγγραφής διήρκησε αρκετούς μήνες, κατά τους οποίους παίζαμε στο στούντιο δοκιμάζοντας διάφορες εκδοχές. Ήταν ωραία που παίζαμε πολύ, δίνοντας τον χρόνο και τον ενορχηστρωτικό χώρο ώστε τα τραγούδια να μπορέσουν να εξελιχθούν. Διαμορφώνονταν από μέρα σε μέρα, περάσαμε πολύ ευχάριστα μαζί τους, στρέφοντάς τα προς διαφορετική κατεύθυνση κάθε φορά που τα πιάναμε.
Από μια τέτοια άποψη, ναι, είναι πιο ανοιχτά σε σχέση με τα τραγούδια του προηγούμενου δίσκου. Επομένως είμαι ευγνώμων προς τους Dust, δηλαδή τον Steve Shelley (σ.σ.: ντράμερ των Sonic Youth από το 1985), τον Alan Licht και τον Tim Lüntzel, οι οποίοι βρήκαν τον χρόνο –μέσα στο γεμάτο τους πρόγραμμα– για να συμβεί όλο αυτό. Και μέσα σ’ όλα μετράει φυσικά και το γεγονός ότι παίζουμε πλέον μαζί για ένα υπολογίσιμο χρονικό διάστημα. Τόσα χρόνια ήμουν μέλος μιας συγκεκριμένης μπάντας, η οποία εξελίχθηκε μέσα σε διάστημα ετών. Οι Dust τώρα αρχίζουν αυτή τη διαδικασία εξέλιξης και μπορείς να πεις ότι «βρεθήκαμε» φτιάχνοντας το εν λόγω άλμπουμ.
Ανέφερες αλλού πως το Last Night On Earth έχει εν μέρει εμπνευστεί από τον τυφώνα Sandy. Πώς ήταν αλήθεια η Νέα Υόρκη εκείνες τις ημέρες χωρίς ρεύμα;
Το ομότιτλο κομμάτι ήταν ένα από τα τραγούδια που μου ενέπνευσαν εκείνες οι μέρες, όταν ο τυφώνας σάρωσε τη Νέα Υόρκη. Οι άδειοι δρόμοι, σκοτεινοί και πλημμυρισμένοι από νερά, η έλλειψη ηλεκτρικού ρεύματος κ.ο.κ. είχαν όλα ένα συναίσθημα μετά-αποκαλυπτικό. Μου θύμισε πολύ την περίοδο ύστερα από την 11η Σεπτεμβρίου του 2001. Αλλά στην πραγματικότητα το τραγούδι βασίζεται στη φαντασία: πρόκειται για μια φανταστική ιστορία, ταιριαστή ίσως με κάτι σαν το μυθιστόρημα Ο Δρόμος του Cormac McCarthy ή με άλλες ιστορίες επιστημονικής φαντασίας που διάβαζα όταν ήμουν νέος.
Το “Black Out” είναι ένα ακόμα κομμάτι εκείνων των ημερών, αν και λίγο πιο παιχνιδιάρικο. Δεν είχαμε θέρμανση, ζεστό νερό και ηλεκτρικό, ήμασταν «blacked out» κι έτσι όπως έπαιζα την κιθάρα μου, προέκυψε αυτό το τραγούδι. Συνέθεσα επίσης κι ένα κομμάτι για μεγάλη ορχήστρα εγχόρδων, το οποίο προέκυψε από τη «μετάφραση» σε μουσική των ήχων του δυνατού αέρα εκείνης της ημέρας του Οκτωβρίου του 2012. Συσχέτισα τους αφαιρετικούς ήχους του ανέμου με κάποια σχετικά τραγούδια, προσπαθώντας να συνδυάσω όλα τα μουσικά μου ενδιαφέροντα στα πλαίσια ενός έργου.
Πηγαίνοντας πίσω στις ημέρες των Sonic Youth, θα συμφωνούσες ότι ήσασταν ένα μουσικό προϊόν της εποχής σας; Εννοώ πως υπήρχε στη Νέα Υόρκη μια σημαντική και πολύ ζωντανή σκηνή από την οποία και αναδυθήκατε, γεμάτη με ανθρώπους που έσπρωχναν τα πράγματα σε κάποια όρια…
Συμφωνώ, εννοείται! Πάντοτε το λέγαμε άλλωστε, ιδίως στις πρώτες εκείνες ημέρες, ότι η μουσική των Sonic Youth δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί οπουδήποτε αλλού· ότι η βασική μας έμπνευση ήταν το χάος και ο θόρυβος της πόλης. Αυτή είναι η αλήθεια. Όταν ο Thurston, η Kim κι εγώ βρεθήκαμε στη Νέα Υόρκη –τέλη 1970s, αρχές 1980s– υπήρχαν τόσα πράγματα που γινόντουσαν και μπορούσαν να σε εμπνεύσουν, κι άλλοι τόσοι που τα έσπρωχναν στα όριά τους. Η πόλη μάς άσκησε έτσι μία πολύ ισχυρή επιρροή. Υπήρχε επίσης μεγάλη κινητικότητα στον κόσμο της μουσικής (και των τεχνών γενικότερα), πολλές αλληλεπιδράσεις. Συναντούσες λ.χ. ζωγράφους οι οποίοι σχημάτιζαν συγκροτήματα, κιθαρίστες που έφτιαχναν γλυπτά κ.ο.κ. Ήταν μια έντονη εποχή, στην οποία συνέβησαν πολλά αξιόλογα πράγματα. Πολλοί άνθρωποι ήταν τότε διατεθειμένοι να πειραματιστούν, να δοκιμάσουν νέα πράγματα. Και όλα αυτά συνέθεταν τον χαρακτήρα της Νέας Υόρκης, που μας επηρέασε άμεσα· θέλαμε να γίνουμε μέρος όλου αυτού.
Παρά βέβαια τη φήμη που ακολουθεί τον κόσμο των τεχνών, ότι οι ιδέες του διαδίδονται αστραπιαία, υπήρχε τότε κάτι το απομονωμένο: πράγματα δηλαδή που γίνονταν εδώ, δεν ταξίδευαν απαραιτήτως έξω από το ορμητικό περιβάλλον της πόλης. Και σίγουρα καμία μπάντα εκείνης της εποχής δεν φανταζόταν ότι θα μπορούσε να βγάλει δίσκους –δεν υπήρχαν ανεξάρτητες εταιρείες τότε στη Νέα Υόρκη· το label του Glenn Branca (σ.σ.: η Neutral Records) ήταν από τα πρώτα, μαζί με τη 99 Records. Επομένως η έννοια της κοινότητας ήταν πολύ δυνατή, διότι δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική –ούτε το να βγεις σε περιοδεία, ούτε το να κάνεις δίσκους ήταν ανάμεσα στα ορατά ενδεχόμενα. Μπορούσαμε μόνο να βλέπουμε ο ένας τον άλλον στα κλαμπ και να ανταλλάσσουμε ιδέες. Ήταν πολύ ιδιαίτερη εποχή, όπως νομίζω συμβαίνει συχνά-πυκνά, πότε στο ένα μέρος και πότε στο άλλο. Έτσι ας πούμε ήταν και το Παρίσι στη δεκαετία του 1920 ή το Σιάτλ στη δεκαετία του 1990. Για τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές εκείνης του 1980, το μέρος αυτό ήταν η Νέα Υόρκη.
Το 1999 σας κλέψανε μέρος του εξοπλισμού σας. Κάποια χρόνια αργότερα βρέθηκαν ορισμένα πράγματα, τα υπόλοιπα τι λες να έχουν απογίνει;
Το μεγαλύτερο μέρος εκείνου του εξοπλισμού δεν βρέθηκε ποτέ. Από ένα φορτηγό γεμάτο από κιθάρες, ενισχυτές, πετάλια, τύμπανα κ.λ.π. έχουμε ανακτήσει μόνο 6 ή 7 κιθάρες. Αυτές και τίποτα άλλο. Τα υπόλοιπα βρίσκονται ακόμα κάπου εκεί έξω…
Είχατε βγάλει τότε και μια ανακοίνωση, λέγοντας πως «κάποια τραγούδια θα χαθούν για πάντα». Στο μυαλό μου όμως έχει καταγραφεί ως κομματάκι υπερβολική: τέλος πάντων, ένα τραγούδι δεν μπορεί πάντα να παιχτεί, έστω και με ένα ελάχιστα διαφορετικό set-up;
Εκείνη η ανακοίνωση ίσως να ήταν όντως υπερβολική... Πραγματικά όμως, ορισμένα τραγούδια είχαν δημιουργηθεί γύρω από ένα συγκεκριμένο όργανο και στηρίζονταν στον ήχο μιας συγκεκριμένης κιθάρας, εξίσου με το συγκεκριμένο κούρδισμά της ή με τις συγκεκριμένες εναλλαγές συγχορδιών. Ε, όταν χάνεις κάτι τέτοιο… Ναι, ίσως μπορείς να παίξεις εκείνο το κομμάτι ξανά, αλλά μάλλον δεν πρόκειται να το ακούσεις ή να το αισθανθείς σωστό ποτέ πια.
Θα ήταν δίκαιο να σε ρωτήσω ποιον θεωρείς τον αγαπημένο σου Sonic Youth δίσκο; Ή ίσως για το ποια θεωρείς την καλύτερη περίοδο της μπάντας; Ως fan, ας πούμε, εγώ θα πρότεινα το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980. Δεν ξέρω αν σε βρίσκει σύμφωνο…
Νομίζω πως οι Sonic Youth είχαν αρκετές «καλύτερες περιόδους»… Απ’ την μεριά μου, θα πρότεινα την «πρώτη περίοδο», από τις αρχές δηλαδή των 1980s μέχρι το Daydream Nation, αλλά κι εκείνη των αρχών της δεκαετίας του 1990 –από το Goo μέχρι και το Washing Machine. Αργότερα, η δημιουργία του δικού μας στούντιο (μέσα των 1990s) μας οδήγησε σε εξίσου δημιουργικά χρόνια, τα οποία ξεκίνησαν περίπου την περίοδο του A Thousand Leaves και των συνακόλουθων κυκλοφοριών από το label μας, το SYR· επίσης εξαιρετικά δημιουργική περίοδος για εμάς ήταν όταν ο Jim O’ Rourke εντάχθηκε και επισήμως στο σχήμα.
Ομοίως, δεν θα μπορούσα να διαλέξω έναν συγκεκριμένο δίσκο –ήμουν άμεσα εμπλεκόμενος και στηρίζω τον κάθε ένα ξεχωριστά. Θα ήταν σαν να επιλέγω ανάμεσα στα παιδιά μου το πιο αγαπημένο. Δεν γίνεται... Ο κάθε δίσκος είναι κι ένα κομμάτι του εαυτού μου, συνδέομαι μαζί τους με έναν πολύ βαθύ τρόπο.
Επιστρέφοντας στο παρόν, ανέφερες προηγουμένως τους Glacial, το τρίο που καθοδηγείς μαζί με τον Tony Buck των Necks και τον David Watson. Κυκλοφόρησε μάλιστα πέρσι και μία εξαιρετική λάιβ ηχογράφηση (ο δίσκος On Jones Beach)· αναρωτιέμαι αν είναι ένα πρότζεκτ εν εξελίξει, κάτι για το οποίο θα ξανακούσουμε στο μέλλον;
Οι Glacial είναι ένα γκρουπ στο οποίο απολαμβάνω πολύ να είμαι μέλος. Και δηλώνω πολύ περήφανος για την κυκλοφορία που ανέφερες! Δεν έχουμε βρει την ευκαιρία να κάνουμε κάτι πρόσφατα, αλλά σίγουρα είναι μέσα στα σχέδια να κάνουμε κάτι παραπάνω, κάποια στιγμή στο μέλλον.
Η επερχόμενη συναυλία σου στην Αθήνα θα είναι ακουστική. Θα εστιάσεις σε «μη ηλεκτρικές» εκδοχές των δύο προηγούμενων άλμπουμ ή ετοιμάζεις κάτι άλλο;
Ναι, η συναυλία θα περιέχει ακουστικές εκδοχές των τραγουδιών των δίσκων –κοντύτερα στο πώς ακούγονταν όταν πρωτοδημιουργήθηκαν, προτού δηλαδή τα υιοθετήσει και τα αναπτύξει το συγκρότημα. Σκοπεύω επίσης να παίξω διασκευές ορισμένων κομματιών που μου αρέσουν πολύ το τελευταίο διάστημα, ίσως και μερικά καινούργια τραγούδια που δουλεύω αυτόν τον καιρό. Αν δηλαδή είναι έτοιμα ως τότε! Ήθελα να προκαλέσω τον εαυτό μου με έναν διαφορετικό τρόπο: αστειεύομαι χρησιμοποιώντας τον όρο «experimental folksinger». Και αλήθεια, μια τέτοια ακουστική περιοδεία είναι για μένα πολύ απαιτητική. Κατά έναν περίεργο τρόπο, ό,τι πιο «πειραματικό» θα μπορούσα να κάνω!
Υπάρχουν άλλα πλάνα για το άμεσο μέλλον; Κάποιο νέο πρότζεκτ, ένας νέος ίσως δίσκος με τους Dust, κάτι επιπλέον;
Με τους Dust έχουμε έτοιμο έναν νέο, ακουστικό δίσκο. Λέγεται Acoustic Dust και πρόκειται να κυκλοφορήσει από το ισπανικό label El Segell de Primavera –είναι οι άνθρωποι από το Primavera Sound. Το ηχογραφήσαμε πέρσι στη Βαρκελώνη. Είμαι αρκετά χαρούμενος με το αποτέλεσμα. Κατά τα λοιπά, εξακολουθώ να γράφω καινούργια τραγούδια, αλλά η μπάντα μου είναι κάπως διασκορπισμένη, οπότε τα τραγουδώ σόλο και τα γράφω σε αυτό το format (όπως πάντα, ξεκινάει με την ακουστική μου κιθάρα). Πρόκειται επίσης να γράψω για ένα κουαρτέτο ηλεκτρικής κιθάρας, για ένα νεοϋορκέζικο γκρουπ που λέγεται Dither. Επιπλέον, θα κάνω μια εικαστική έκθεση στο Κίνγκστον της Νέας Υόρκης, όπου θα εκτεθούν οι πίνακές μου με τον γενικό τίτλο Lost Highway, όπως και οι εκτυπώσεις σε LP του label της Black Noise –πράγματα που κάνω τα τελευταία 2 χρόνια. Ιδανικά, θα ήθελα στους επόμενους μήνες να δουλεύω στους ίδιους τρεις τομείς, όπως κάνω πάντα: στα εικαστικά και τις οπτικές τέχνες, στα τραγούδια και τις ακουστικές τέχνες, όπως και στο γράψιμο…
Σ’ ευχαριστώ ιδιαιτέρως για τον χρόνο σου…
Ευχαρίστησή μου. Πραγματικά ανυπομονώ να επιστρέψω στην Ελλάδα και στην Αθήνα!
{youtube}6qhvo2HMDA4{/youtube}