Το νεοζηλανδικό τρίο που συνδύασε τη noisepop του με τον ήχο του θρυλικού label της FlyingNun έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα –για δύο μάλιστα συναυλίες: την Παρασκευή 9/5 θα βρίσκονται στη Λάρισα (στο StageClub) και το Σάββατο 10/5 στην Αθήνα (στο Sixd.o.g.s.). Αφορμή λοιπόν για να μιλήσουμε με τον ντράμερ τους MichaelPrain για ένα επερχόμενο άλμπουμ, για τη μουσική σκηνή της πατρίδας τους, αλλά και για τους λόγους που οι συναυλίες τους αποσπούν τόσο διθυραμβικά σχόλια...
Ετοιμάζεστε να κυκλοφορήσετε το 5ο στούντιο άλμπουμ σας. Τι μπορείτε να μας αποκαλύψετε σχετικά με τα νέα τραγούδια, τον ήχο τους και τη θεματολογία;
Το SWIM φτιάχτηκε με πολλές διαφορετικές επιρροές, ιδέες και ήχους που θέλαμε να επιτύχουμε. Ενδιαφερόμασταν και οι τρεις να παίξουμε με περισσότερο ηλεκτρονικά πρότυπα και με οποιεσδήποτε δομές θα μας έσπρωχναν μακριά από όσα είχαμε κάνει προηγουμένως. Ο δίσκος κατέληξε βέβαια πολύ διαφορετικός απ’ ό,τι είχαμε σκοπό αρχικά και τα τραγούδια που έμειναν ήταν εκείνα που νιώσαμε πιο ειλικρινή ως προς αυτό που κάνουμε.
Πώς γράφετε τραγούδια; Είναι ομαδική προσπάθεια ή δουλειά κυρίως ενός συνθέτη;
Το SWIM υπήρξε ένα πολύ συνεργατικό άλμπουμ στον τρόπο με τον οποίον γράφτηκε και ηχογραφήθηκε, με τους τρεις μας να προσεγγίζουμε την όλη διαδικασία μαζί, με το ίδιο πάθος για τα τραγούδια και τους ήχους που θέλαμε να φτιάξουμε. Όσο για τους στίχους και την ερμηνεία, ο Andrew (Wilson) είχε το ελεύθερο να εκφράσει αυτό που ήθελε με τα συγκεκριμένα τραγούδια. Και το ότι είχαμε τον Chris Townend να εμπλέκεται πλήρως από τη σύλληψη κιόλας του άλμπουμ –έκανε την παραγωγή και την ηχογράφηση– έδωσε λίγο περισσότερο βάθος στους ήχους που προσπαθούσαμε να πετύχουμε.
Επίσης, ο καλός μας φίλος Rory Attwell, ο οποίος ανακατεύτηκε στην ηχογράφηση και στο δούλεμα κάποιων τραγουδιών όταν πρωτοξεκινήσαμε να συγκεντρώνουμε υλικό για το SWIM, έκανε τη διαδικασία της ηχογράφησης πολύ πιο συνεκτική σε σχέση με προηγούμενους δίσκους μας.
Έχετε κι έναν νέο μπασίστα πλέον, τον MichaelLogie. Τι έφερε αυτή η προσθήκη στη μπάντα;
Ο Michael παίζει μαζί μας δύο χρόνια τώρα, οπότε είχαμε άπλετο χρόνο να δέσουμε και να σχηματίσουμε μια πραγματικά δημιουργική ομάδα. Είναι το πιο μουσικά καταρτισμένο μέλος που είχαμε ποτέ, πράγμα που μας έχει ανοίξει πολλές πόρτες σε ό,τι αφορά την πλήρη εξερεύνηση των τραγουδιών.
Φημίζεστε για τα ακατάπαυστα προγράμματα περιοδειών τα οποία ακολουθείτε. Τι απολαμβάνετε περισσότερο στις περιοδείες και πώς τα βγάζετε πέρα με το να βρίσκεστε στο δρόμο για μήνες;
Συνήθως δεν μένουμε για μήνες στο δρόμο, με μερικές εξαιρέσεις –όπως στην τελευταία ευρωπαϊκή περιοδεία, η οποία διήρκεσε 3 ολόκληρους μήνες. Προσπαθούμε να απλώνουμε τις ημερομηνίες, αν και, ερχόμενοι από τη Νέα Ζηλανδία, πρέπει πάντα να επωφελούμαστε όσο το δυνατόν περισσότερο από τον χρόνο που έχουμε στην Ευρώπη, οπότε στριμώχνουμε όσες περισσότερες εμφανίσεις είναι δυνατό. Εξακολουθώ πάντως να βρίσκω ικανοποιητικό και συναρπαστικό το να περιοδεύω, ειδικά στην Ευρώπη: είναι αναζωογονητικό να βιώνεις όλα αυτά τα διαφορετικά μέρη. Όπως τώρα ας πούμε, που ερχόμαστε στην Ελλάδα για πρώτη φορά.
Τι θα ακούσουν αλήθεια οι Έλληνες fans σας σε αυτές τις συναυλίες; Θα επικεντρωθείτε στα νέα τραγούδια ή θα παίξετε επιλογές από όλα τα άλμπουμ;
Αφού αυτή θα είναι η πρώτη μας φορά στην Ελλάδα, θα παίξουμε πολύ υλικό από τους προηγούμενους δίσκους μας –και φυσικά κάποια νέα τραγούδια. Πάντα μας αρέσει άλλωστε να ανακατεύουμε παλιά με καινούργια, ειδικά όταν η πλειονότητα των ανθρώπων που έρχονται στα λάιβ δεν έχουν δει ποτέ τους Die! Die! Die!.
Διάβασα πολλές ενθουσιώδεις κριτικές για τις συναυλίες σας σε Ευρώπη και Αμερική. Τι κάνει τις εμφανίσεις σας τόσο ακαταμάχητες;
Μπορούμε να «μεταφράσουμε» τη μουσική μας καλύτερα όταν παίζουμε ζωντανά, με πολλούς τρόπους. Οπότε πάντα επικεντρωνόμαστε στο να δίνουμε συναρπαστικές, υψηλής ενέργειας συναυλίες. Αυτό λειτουργεί βέβαια καλύτερα όταν και το κοινό αναμειχθεί όσο το δυνατόν περισσότερο.
Όταν μεγαλώνατε στο Dunedin της Νέας Ζηλανδίας, υπήρχε ροκ μουσική σκηνή στην πόλη; Ποια ήταν η μουσική εκπαίδευσή σας εκείνο τον καιρό;
Μεγαλώνοντας στο Dunedin είδαμε μερικές πραγματικά σπουδαίες μπάντες αρκετά νωρίς, ως έφηβοι: τους HDU λ.χ. ή τους Dead C, οι οποίοι είχαν μεγάλη επιρροή πάνω μας, μουσικά και δημιουργικά· και το πιο σημαντικό, μάς έδωσαν αυτοπεποίθηση να μη νιώθουμε περιορισμένοι από τις μουσικές μας ικανότητες: έκαναν ΟΚ το να έχεις απλά κιθαριστικό θόρυβο ή πολύ απλές δομές για τραγούδια. Η πόλη μας μπήκε στον μουσικό χάρτη με τον λεγόμενο «ήχο του Dunedin» στα τέλη των 1980s, με μπάντες όπως οι Snapper, οι Clean, οι Verlaines και οι Straightjacket Fits –για να αναφέρω μόνο μερικές– οπότε ήταν ένα μέρος δημιουργικά πλούσιο για συγκροτήματα. Ειδικά αν λάβει κανείς υπ' όψιν το μέγεθός του, που είναι αρκετά μικρό.
Μένετε ακόμα εκεί όταν δεν περιοδεύετε; Μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να μεταναστεύσετε στην Ευρώπη ή στην Αμερική, ώστε να βρίσκεστε πιο κοντά εκεί όπου συμβαίνουν όλα;
Όλοι μας μένουμε στο Auckland, εδώ και αρκετό καιρό. Σε διάφορες φάσεις στα προηγούμενα χρόνια είχαμε τη βάση μας σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη, πράγμα που είχε νόημα τότε. Αλλά δεν χρειάζεται να ζούμε στην Ευρώπη ή στην Αμερική για να πραγματοποιήσουμε αυτά που θέλουμε. Διαπιστώνουμε μάλιστα ότι μπορούμε να κάνουμε περισσότερα ζώντας στη Νέα Ζηλανδία και ερχόμενοι στο βόρειο ημισφαίριο μια-δυο φορές τον χρόνο, παίζοντας έναν πλήρη μήνα συναυλιών.
Σχηματίσατε το συγκρότημα το 2003, οπότε έχετε συμπληρώσει περισσότερα από 10 χρόνια πορείας, κατά την οποία είχατε πολλές καλές στιγμές, μα και κάποιες κακές. Ποιες εμπειρίες έχετε να μοιραστείτε σχετικά με την επιβίωση στον μουσικό χώρο;
Νομίζω ότι το κυριότερο πράγμα που πρέπει να έχεις υπ' όψιν σου είναι να βεβαιωθείς πως κρατάς τον έλεγχο όλων όσων κάνεις ως μπάντα. Όντας μαζί ως γκρουπ όλη αυτήν την περίοδο, κανείς δεν ήταν τελικά καλύτερος κριτής του τι λειτουργούσε και τι όχι, από εμάς. Είχαμε όμως και πραγματικά σπουδαίους ανθρώπους γύρω μας, οι οποίοι βρέθηκαν εκεί για τους σωστούς λόγους. Πράγμα επίσης πολύ σημαντικό.
{youtube}G2so-C79hFI{/youtube}