Έχουν πορευτεί με μια σπάνια ακεραιότητα σε έναν μακρύ δρόμο που ενώνει το anarcho-punk με τις αιθιοπικές μελωδίες (δια μέσω πολλών και διαφορετικών σταθμών). Το περασμένο καλοκαίρι οι Ex κυκλοφόρησαν μια νέα δουλειά, ενώ τώρα (ξανα)επισκέπτονται την Αθήνα για ένα διήμερο συναυλιών: το Σάββατο 20/10 θα βρίσκονται για ένα σπέσιαλ, low-key σετ στο Drugstore, την Κυριακή 21/10 για ένα πιο «τυπικό» live στο 6 D.O.G.S. Λόγοι αρκετοί για να αναζητήσουμε τη διεύθυνση του πολυπράγμονος Andy Moor στο Skype…
Πρόσφατα κυκλοφόρησε η δεύτερη συνεργασία σας με τον Αιθίοπα σαξοφωνίστα Getatchew Mekuria. Πόσο διαφορετική ήταν για εσάς, δεδομένου ότι πλέον ήσασταν περισσότερο εξοικειωμένοι ο ένας με τον άλλον;
Ήταν αρκετά διαφορετική. Κατ’ αρχάς, σε αντίθεση με τον πρώτο δίσκο, αποφασίσαμε να επικεντρωθούμε αποκλειστικά σε ορχηστρικές συνθέσεις. Όμως η κύρια διαφοροποίηση ήταν ότι, ενώ την πρώτη φορά τα πράγματα έγιναν κατά κάποιον τρόπο πιο γρήγορα και σίγουρα πολύ πιο αυθόρμητα, τώρα βασιστήκαμε σε πολλή και μεθοδική δουλειά. Τόσο στον τρόπο με τον οποίον η δική μας προσέγγιση σε αυτά τα παλιά αιθιοπικά τραγούδια έσμιξε με ό,τι είχε στο μυαλό του ο Getatchew, όσο και στη δουλειά που έγινε αργότερα, για την επεξεργασία των ηχογραφήσεων.
Οι Ex έχουν στη δισκογραφία τους αρκετές συνεργασίες με ένα μεγάλο εύρος μουσικών. Ποια θα θεωρούσες ότι αποτέλεσε τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική πρόκληση για εσάς;
Μάλλον αυτή με τον Getatchew... Για τον απλό λόγο ότι δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα. Είναι συναρπαστικό να το βιώνεις, να προσπαθείς να βρεις τον τρόπο να συνεννοηθείς με έναν άλλο μουσικό, δίχως να μπορείς να χρησιμοποιήσεις λέξεις. Πήρε πολύ χρόνο, αλλά όταν τελικά καταφέραμε να διαμορφώσουμε έναν κοινό κώδικα, αισθανθήκαμε μια βαθιά ικανοποίηση.
Ο αυτοσχεδιασμός βοήθησε προς αυτή την κατεύθυνση;
Ναι, βεβαίως και βοήθησε! Είναι επίσης σημαντικό να προσπαθήσεις να αισθανθείς αυτό που ο άλλος εννοεί, να τον ακούσεις με έναν διαφορετικό τρόπο από αυτόν με τον οποίο ακούς συνήθως. Κάποιες φορές, όταν ο Getatchew προσπαθούσε να μας πει κάτι για ένα κομμάτι κι εμείς αναρωτιόμασταν τι ακριβώς εννοεί, ακούγαμε παλιές του ηχογραφήσεις, ώστε να μπορέσουμε να το αφουγκραστούμε. Η όλη προσπάθεια εμπεριείχε αρκετή έρευνα από μέρους μας και κάτι τέτοιο, από μόνο του, αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση. Αλλά πλέον παίζουμε μαζί αρκετά χρόνια, οπότε υποθέτω πως τα έχουμε καταφέρει καλά!
Μιλώντας για συνεργασίες, έχεις κάνει κι εσύ αρκετές. Όπως ας πούμε εκείνη με τον Γιάννη Κυριακίδη, με τον οποίον έχετε καταγράψει κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες μεταφράσεις παλιών ρεμπέτικων. Πώς ξεκίνησε το ενδιαφέρον σου για τη συγκεκριμένη μουσική;
Ξεκίνησε αρκετά παλιά –27 ή 28 χρόνια πριν– στο διάστημα που ζούσα στη Σκωτία και είχαμε φτιάξει τους Dog Faced Hermans. Συναναστρεφόμασταν με αρκετό κόσμο που καταγόταν από διάφορα μέρη, οι οποίοι μας προσέφεραν μία είδους ανταλλαγή. Μας έλεγαν: σας δίνουμε τη δική μας μουσική, μας δίνεται εσείς τη δική σας. Υπήρχε όμως η τάση να μας δίνουν μόνο hardcore ή punk. Όπως ένας τύπος απ’ την Θεσσαλονίκη, ο οποίος μας προσέγγισε λέγοντας ότι έχει μια φοβερή ελληνική πανκ μπάντα. Υπέθετε, φαντάζομαι, πως το μόνο που μας ενδιέφερε ήταν το πανκ. Εμείς απαντήσαμε ότι αν ήθελε να προχωρήσει αυτή η «ανταλλαγή», θα προτιμούσαμε σίγουρα να ακούσουμε παραδοσιακή ελληνική μουσική κι όχι μία ελληνική πανκ μπάντα. Έτσι μας έδωσε μια κασέτα (την οποία έχω ακόμα) με παλιά ρεμπέτικα της δεκαετίας του 1920 ή του 1930. Πιο μετά, είχα πετύχει ένα εκπληκτικό ντοκιμαντέρ στη βρετανική τηλεόραση και βέβαια συνέχισα να ψάχνω και να ακούω από μόνος μου. Αργότερα γνώρισα τον Γιάννη Κυριακίδη στο Άμστερνταμ, με τον οποίον μοιραστήκαμε αυτό το δημιουργικό ενδιαφέρον.
Και πώς προέκυψαν οι συγκεκριμένες μεταφράσεις;
Στην αρχή προσεγγίσαμε αυτή τη μουσική με ένα παραμορφωμένο βιολί κι ένα λαούτο. Προσπαθούσαμε να το κάνουμε να ακούγεται περισσότερο παραδοσιακό. Ήταν κάτι που δεν δούλεψε.
Φαίνεται πως ήσασταν πολύ «ευγενικοί» μαζί της…
Ήμασταν, ναι. Και καταλάβαμε πως με αυτόν τον τρόπο δεν κάναμε τίποτα καινούργιο. Έτσι, όταν ο Γιάννης άρχισε να δουλεύει περισσότερο με ηλεκτρονικά, αποφασίσαμε να το ξαναεπιχειρήσουμε και αυτή τη φορά να ψάξουμε έναν τρόπο για να επέμβουμε πιο δραστικά, να επαναδομήσουμε τη φόρμα του ρεμπέτικου, να την επαναδιατυπώσουμε με τους δικούς μας όρους.
Συμμετείχατε πρόσφατα και σε μία συλλογή του ελληνικού μπλογκ Soundeyet, η οποία περιέχει αντίστοιχες προσπάθειες, σωστά;
Ναι, είχαν το ενδιαφέρον τους οι διαφορετικές προσεγγίσεις επί του θέματος. Προσωπικά βέβαια θεωρώ πως μια προσέγγιση που προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τα ίδια όργανα με τότε, δεν έχει νόημα. Γιατί αυτά τα όργανα είναι στενά συνδεδεμένα με εκείνες τις εποχές και όλα όσα αυτές εξέφραζαν· δεν ξέρω δηλαδή τι μπορείς να κάνεις σήμερα μαζί τους. Εκτός κι αν θες απλώς να επαναλάβεις ένα ηχητικό σχήμα. Εγώ βρίσκω ενδιαφέρον το πώς μπορείς, με τα δικά σου όργανα, να κάνεις κάτι διαφορετικό μέσα από το πρίσμα αυτής της μουσικής. Να κάνεις δηλαδή κάτι δικό σου. Αυτό προσπαθούμε με τον Γιάννη.
Η επαναδιατύπωση σε αντιδιαστολή με την αναπαραγωγή, έτσι;
Ακριβώς. Κι αν θέλεις μπορούμε να το δούμε κι αλλιώς. Ο υπολογιστής είναι το όργανο του Γιάννη, η κιθάρα το δικό μου. Δεν έχει νόημα να προσπαθούμε να παίξουμε σάζι ή μπαγλαμά. Κάτι παρόμοιο κάνουμε και με τους Ex, όταν δουλεύουμε με τους Αιθίοπες μουσικούς. Δεν προσπαθούμε να αναπαράγουμε τον ήχο της Αιθιοπίας της δεκαετίας του 1970· δεν θα μπορούσαμε ποτέ εμείς σήμερα να το κάνουμε καλύτερα από αυτούς τότε. Έτσι, απλώς εμείς παίρνουμε τη συγκεκριμένη μουσική, βάζουμε μέσα της τον δικό μας ήχο και φτιάχνουμε κάτι με αυτό. Αν πετύχει ή όχι, δεν έχει σημασία· κανείς και τίποτα δεν μπορεί να σου εγγυηθεί ότι θα πετύχει. Έχουμε μάλιστα δεχθεί κριτική για αυτή μας την προσέγγιση. Ένας δημοσιογράφος έγραψε κάπου ότι φτιάξαμε έναν σκληρό, ωμό πανκ ήχο μέσα από την πολύ όμορφη και ευγενή μουσική της Αιθιοπίας. Όμως όταν αυτή η μουσική δημιουργούταν ήταν αρκετά άγρια η ίδια. Δεν είχε ποτέ την έννοια του πολύτιμου, αυτού που δεν πρέπει να το αγγίζεις. Ούτε την έννοια ενός κλειστού συστήματος –η ίδια είχε μέσα της τόσες ζωτικές αναφορές από άλλες μουσικές.
Οι Ex γεννήθηκαν μέσα στην κουλτούρα του DIY. Πώς ήταν τα πράγματα τότε για κάποιον που ήθελε να «το κάνει μόνος του»;
Δεν αισθανθήκαμε ποτέ μέρος της σκηνής του DIY. Όταν αρχίσαμε ήμασταν πιθανότατα πολύ επηρεασμένοι από το πανκ. Το «κάναμε μόνοι μας» επειδή δεν θέλαμε να έχουμε την κατάληξη πολλών πανκ συγκροτημάτων, τα οποία εν τέλει υπέγραψαν σε μεγάλες εταιρείες και έγιναν έτσι ένα είδους εμπορικό προϊόν τα ίδια. Δεν ξέραμε τότε καλά-καλά τι ακριβώς ήταν αυτό το DIY. Απλώς η πρακτική μας φαινόταν ένας λογικός τρόπος για να μπορέσουμε να κάνουμε πράξη ό,τι σκεφτόμασταν. Ξέραμε ούτως ή άλλως ότι η μουσική μας δεν ήταν εμπορική και άρα δεν υπήρχε λόγος να προσπαθούμε να χωθούμε στα μεγάλα label –δεν τα εμπιστευόμασταν.
Διακρίνεις άραγε κάποια ομοιότητα του τότε με την τάση που παρατηρείται σήμερα στους νέους μουσικούς να ηχογραφούν σε αυτοσχέδια στούντιο και ύστερα να βρίσκουν μόνοι τους την άκρη μέσα στον πληροφοριακό ωκεανό του ίντερνετ;
Σήμερα αυτή η πρακτική είναι μάλλον πιο εύκολη. Υπάρχουνε περισσότερες δυνατότητες για να μπορέσεις να ηχογραφήσεις την μουσική σου σε ένα αποδεκτό επίπεδο, αλλά και για να οργανώσεις το όλο πράγμα μόνος σου. Μπορείς επίσης ευκολότερα να τραβήξεις μια κάποια προσοχή. Είναι πιο εύκολο και για εμάς που μετά από τόσα χρόνια συνεχίζουμε στον ίδιο δρόμο – ηχογραφούμε πιο εύκολα, οργανώνουμε τα πράγματα καλύτερα. Αλλά, σου ξαναλέω, δεν αισθανόμαστε μέλη κάποιας DIY σκηνής. Υπάρχουν πάρα πολλοί μουσικοί που ασχολούνται –ας πούμε– με τον αυτοσχεδιασμό και όλοι οργανώνονται μόνοι τους. Για πολλούς από εμάς, αυτός είναι απλώς ο μοναδικός τρόπος. Ορισμένοι πιθανώς να έχουν κάποιον μάνατζερ, αλλά όλοι κυρίως δουλεύουν σε μικρή κλίμακα. Αυτό το πράγμα λειτουργεί με επιτυχία. Θα έλεγα, λοιπόν, πως πρόκειται περισσότερο για μία ανεξάρτητη σκηνή, για ανθρώπους οι οποίοι απλώς εκφράζονται όπως εκείνοι νομίζουν.
Οι Ex υπήρξαν ανέκαθεν και πολιτικό συγκρότημα. Υπάρχει, λες, μια έλλειψη πολιτικής τοποθέτησης στην σημερινή μουσική;
Υπάρχει έλλειψη, σίγουρα.
Δεν είναι λίγο περίεργο, τη στιγμή που κατά κάποιον τρόπο η μουσική κινείται πλέον περισσότερο ανεξάρτητα, να μην μπορεί να εκφραστεί και με μία μεγαλύτερη αυτονομία σκέψης;
Μπορεί και να γίνεται κάτι τέτοιο... Κι εμείς να μην το ακούμε ή να μην το βλέπουμε, επειδή κινείται περισσότερο σε μια μικρή, τοπική κλίμακα. Έχω συναντήσει αρκετές μπάντες που δουλεύουν έτσι· υποθέτω ότι υπάρχουν πολύ περισσότερες για τις οποίες δεν ξέρουμε τίποτα. Τα περισσότερα από αυτά που αποκτούν μια μεγαλύτερη εμβέλεια, έχουν ήδη υποστεί ένα είδους φιλτράρισμα από τις εταιρείες. Είναι δύσκολο, πάντως, να το πει κανείς. Προσωπικά αισθάνομαι πως δεν υπάρχει σήμερα κάποιο δυνατό ρεύμα αντίστασης, το οποίο να σε επηρεάσει και να σε κάνει να σκεφτείς διαφορετικά, να σε κάνει να αλλάξεις. Αν συγκρίνω με τον καιρό που πρωτοξεκινήσαμε, τότε ο κόσμος ήταν περισσότερο θυμωμένος και πολιτικά συνειδητοποιημένος. Αλλά πάλι, ίσως κάτι τέτοιο να είναι και θέμα ηλικίας... Είμαστε πλέον 50 χρονών –οι περισσότερες μπάντες με τις οποίες ξεκινήσαμε, δεν υπάρχουν πια. Ίσως αυτά τα ζητήματα να σε επηρεάζουν περισσότερο όταν είσαι νέος κι έτσι εγώ να μην μπορώ να κάνω εύκολα τη σύνδεση με το τι συμβαίνει σήμερα σε αυτό το επίπεδο.
Λες ότι σήμερα ο κόσμος είναι λιγότερο θυμωμένος σε σχέση με πριν 30 χρόνια. Δεν είναι όμως κάπως οξύμωρο, τη στιγμή που η πολιτική ή κοινωνική κατάσταση είναι μάλλον χειρότερη;
Θεωρώ ότι, όταν η κατάσταση επιδεινωθεί σε δραματικό βαθμό, δεν μπορεί παρά να γίνει κάτι. Και σε επίπεδο μουσικής, η τελευταία φορά ήταν μάλλον η περίοδος του πανκ. Τότε όμως η βιομηχανία μπόρεσε και το απορρόφησε πολύ γρήγορα. Αν γίνει κάτι αντίστοιχο σήμερα, θα έχει ενδιαφέρον γιατί θα είναι αδύνατο για τις όποιες εταιρείες να το ελέγξουν και να το απορροφήσουν –τα πράγματα κινούνται πλέον με τρομερή ταχύτητα και με τεράστια διασπορά.
Ας επιστρέψουμε λίγο στους Ex. Πριν λίγα χρόνια αποχώρησε ένα ιδρυτικό μέλος της μπάντας, ο τραγουδιστής G. W. Sok και αντικαταστάθηκε από τον Arnold de Boer. Πώς λειτούργησε αυτή η αλλαγή;
Γνωρίζαμε τον Arnold πριν έρθει στους Ex, είχαμε συνεργαστεί με τη μπάντα του, τους Zea. Οπότε η προσαρμογή ήταν σχετικά εύκολη για όλους. Και λειτούργησε καλά, γιατί έχει πολλές ιδέες και επίσης συμβάλει και στο κιθαριστικό μέρος. Η αλλαγή αυτή μάλλον έφερε και κάτι σαν θετική ενέργεια στο συγκρότημα, κάτι που μάλλον μας βοήθησε.
Πάντως ο διακριτός χαρακτήρας στον ήχο των Ex παρέμεινε. Και παραμένει οσοδήποτε διαφορετικοί και να είναι οι δίσκοι σας ή οι συνεργασίες που κάνετε. Σε ποια στοιχεία θα τον απέδιδες;
Θα έλεγα πως είναι το σετ των οργάνων μας. Γιατί δεν τα έχουμε αλλάξει εδώ και 30 χρόνια! Η κιθάρα του Terrie για παράδειγμα ή η δική μου είναι η ίδια από τότε που ξεκινήσαμε. Δεν υπάρχει κάποιου είδους μανιφέστο, απλώς δεν μας ενδιαφέρει να πηγαίνουμε σε καταστήματα οργάνων! Βρήκαμε τα όργανα που μας αρέσουν, φτιάξαμε με αυτά τον ήχο που μας αρέσει και απλώς τον εξελίξαμε μέσα στα χρόνια. Υπάρχει επίσης και το πολύ προσωπικό στυλ της ντράμερ μας, της Kat.
Στο επίπεδο της προσέγγισης όμως;
Δεν ξέρω… Ο τρόπος με τον οποίον φτιάχνουμε μουσική περνάει τελείως μέσα από τον αυτοσχεδιασμό. Ξέρεις, δεν έχουμε τίποτα μεγάλες ιδέες όταν μπαίνουμε στο στούντιο. Για την ακρίβεια, δεν έχουμε καμία ιδέα μπαίνοντας στο στούντιο! Τα πάντα ξεκινούν εκεί και κάθε φορά είναι ένα ερωτηματικό το τι θα προκύψει. Εξαρτάται πολύ και από το τι μουσική ακούμε το δεδομένο χρονικό διάστημα. Υποθέτω πως αυτό συμβάλλει αποφασιστικά στην προσέγγισή και στον ήχο μας, μαζί φυσικά με το μουσικό παρελθόν μας, το οποίο μπαίνει μέσα στα προηγούμενα. Πολλοί μουσικοί κάνουν το ίδιο, με διαφορετικά γούστα, διαφορετικό ιστορικό υπόβαθρο και διαφορετική κατεύθυνση στον ήχο. Μου είναι, ξέρεις, δύσκολο να εντοπίσω ακριβώς αυτό που μου ζητάς, γιατί είμαι μέρος όλου αυτού…
Αυτό τον καιρό, εκτός των ζωντανών σας εμφανίσεων, δουλεύετε και σε καινούργιο υλικό, σωστά; Με τι ασχολείστε;
Κάναμε κάτι ηχογραφήσεις στο Λέτσε της Ιταλίας, στο στούντιο του Roy Paci, με το πρότζεκτ The Ex & Brass Unbound –δηλαδή, εμείς κι ένα κουαρτέτο πνευστών αποτελούμενο από τον Roy Paci, τον Mats Gustafsson, τον Ken Vandermark και τον Wolter Wierbos. Γράψαμε κάποια παλιά αλλά και καινούργια κομμάτια πριν σχεδόν δύο μήνες, άρα μάλλον αυτή θα είναι η επόμενη κυκλοφορία μας. Αυτή τη στιγμή βέβαια έχουμε μόνο το μισό σετ, πρέπει να ξαναμπούμε στο στούντιο όποτε βρούμε τον χρόνο. Οπότε υποθέτω πως ο δίσκος θα είναι έτοιμος του χρόνου.
Έρχεστε στην Αθήνα για ένα διήμερο συναυλιών. Εκτός της «κανονικής» συναυλίας στο 6 D.O.G.S. την Κυριακή, υπάρχει την προηγουμένη και μία εμφάνισή σας στο Drugstore στα Εξάρχεια. Τι θα δούμε εκεί;
Εκεί ο χώρος είναι αρκετά μικρός και χωρίς πολύ εξοπλισμό, οπότε αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Νομίζω ο Arnold θα παίξει ένα σετ με κομμάτια των Zea κι εγώ με τον Terrie θα παίξουμε ως ντουέτο. Όταν αρχίσαμε να παίζουμε μαζί, κάναμε με τον Terrie διάφορες αυτοσχεδιαστικές συναυλίες ως ντουέτο, οπότε μας άρεσε η ιδέα να το ξανακάναμε. Ίσως προκύψουν και κάποιοι άλλοι συνδυασμοί για τους οποίους δεν είμαστε σίγουροι ακόμα. Δεν θα παίξουμε πάντως τραγούδια των Ex εκείνο το βράδυ· η συναυλία των Ex είναι την επομένη, στο 6 D.O.G.S.
{youtube}OogIJWO3oZM{/youtube}