Πρότυπά του και βασικές του επιρροές οι ανεπανάληπτοι Louis Prima, Cab Calloway και Dean Martin. Διαχρονικά επιστρέφοντας στους μάστορες της τζαζ και όντας άξιος ακόλουθος του σουίνγκ (και όχι μόνο) εδώ και 30 χρόνια, ο Ray Gelato έχει τελευταία αναδειχθεί και σε ανήσυχο μάγειρα, έχοντας εκδώσει βιβλίο με συνταγές του κόσμου και διατηρώντας σχετική τηλεοπτική εκπομπή. Κατέχοντας καλά το μυστικό της μουσικής αφύπνισης, έρχεται στην Αθήνα μαζί με τους Giants του για να το μοιραστεί μαζί μας, σε δυο βραδιές στο Gazarte (αυτό το Σάββατο 14 και την Κυριακή 15 του μήνα)...
Σε πρώτη βάση θα ήθελα να σας ρωτήσω σχετικά με το επίθετό σας. Αληθεύει η ιστορία για έναν Γάλλο μουσικό-συνεργάτη σας, ο οποίος σας «βάπτισε» Gelato (σ.σ.: gelato στα ιταλικά είναι το παγωτό); Ακούγεται ξέρετε λίγο παράξενος ένα τέτοιος χαρακτηρισμός για έναν άνθρωπο σαν κι εσάς, που είστε όλος φωτιά πάνω στη σκηνή και όχι μόνο...
Είναι, όντως, πραγματική ιστορία! Το όνομα του μουσικού ήταν Patrice, όμως ο ίδιος αποκαλούνταν Maurice Chevalier. Είχαμε σχηματίσει μια πολύ επιτυχημένη σουίνγκ μπάντα τη δεκαετία του 1980, τους Chevalier Brothers. O Maurice μού έδωσε αυτό το όνομα μιας και δεν θυμόταν το επίθετό μου και του έμοιαζα γνήσιος Ιταλός στα νιάτα μου. Το κυκλοφόρησαν στις εφημερίδες και από τότε μου κόλλησε για πάντα!
Οι Times έχουν γράψει για εσάς ότι «αποπνέετε τον αέρα εκείνων των μουσικών που καταλάβαιναν ότι η ουσία της τζαζ μουσικής δεν είναι να κρατάς το κοινό σε μια διακριτή απόσταση». Για εσάς ποια είναι η «καρδιά» αυτής της μουσικής;
Η καρδιά της τζαζ είναι όλοι οι σπουδαίοι καλλιτέχνες της, όπως οι Louis Armstrong, Duke Ellington, Coleman Hawkins, Sonny Rollins, Miles Davis, Charlie Parker και τόσοι άλλοι.
Μιλώντας για τζαζ, την τελευταία δεκαετία (και παραπάνω) παρατηρούμε μια κυρίαρχη τάση προς την αναγέννηση του σουίνγκ. Κατά τη γνώμη σας, πού οφείλεται αυτή η αναζωπύρωση της ρετρό ατμόσφαιρας και μουσικής; Κρύβεται, ίσως, και κάποια απότομη πτώση;
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει μια τέτοια πτώση στην Αμερική. Η σουίνγκ σκηνή ήταν τεράστια στα 1990s, όμως τώρα έχει μειωθεί αισθητά. Σίγουρα καλλιτέχνες όπως οι Michael Buble, Jamie Cullum και Amy Winehouse έχουν εγείρει το ενδιαφέρον γι’ αυτό το είδος της μουσικής. Αλλά, την ίδια στιγμή, σημαντικό κομμάτι της μουσικής γενικότερα είναι κατασκευασμένο. Σήμερα όλο και μεγαλύτερο μέρος του κοινού αναζητεί κάτι το διαφορετικό, έτσι στρέφεται ολοένα και πιο πίσω στο παρελθόν για να ανακαλύψει μουσικές με περισσότερη ψυχή. Εγώ και η μπάντα μου έχουμε δουλέψει τόσα πολλά χρόνια για να μοιραστούμε το σουίνγκ με τον κόσμο. Πραγματικά με χαροποιεί αφάνταστα που οι άνθρωποι εξακολουθούν να έρχονται και να απολαμβάνουν ολόψυχα τις παραστάσεις μας. Από την άλλη, για μένα δεν υπάρχει καμία διαφορά στο αν ένα είδος είναι της μόδας ή μη. Παίζω πάντα αυτό που μου αρέσει.
Εσείς πώς συγκρίνετε τη σουίνγκ σκηνή της Ευρώπης με εκείνη της Αμερικής;
Σας ανέφερα και πιο πριν ότι στην Αμερική τα πράγματα έχουν διαφοροποιηθεί αρκετά. Για να είμαι ειλικρινής, δεν νομίζω ότι ισχύει κάτι άλλο και στον χώρο της Ευρώπης. Ξέρετε, εμείς δεν κινούμεθα μόνο σε αυτόν τον αποκαλούμενο σουίνγκ χώρο. Παίζουμε για όποιον θέλει να μας ακούσει, είτε είναι παππούδες, παιδιά, swingers, rockers, punks, οτιδήποτε! Έχουμε ένα ευρύτατο ακροατήριο.
Γνωρίζω ότι ο όρος «νοσταλγία» δεν σας ταιριάζει ιδιαίτερα, καθώς τόσο εσείς όσο και το επταμελές σας σχήμα διαθέτετε μια σύγχρονη ματιά στον θρυλικό Rat Pack κόσμου... Ή μήπως αισθάνεστε διαφορετικά;
Δεν μου αρέσει, όντως, ο όρος «νοσταλγία». Ίσως να ταιριάζει περισσότερο σ’ εκείνους που βρίσκονταν στα πράγματα από την αρχή. Αυτό που κάνω το αντιμετωπίζω ως μια οντότητα αναπνοής και ζωής. Δεν αντιγράφω πλέον κανέναν. Καθείς που θα έρθει σε κάποια από τις συναυλίες μας θα ζήσει μια σύγχρονη εμπειρία με βάση τα καλά τραγούδια και την καλή μουσική. Έχουμε, βεβαίως, επηρεαστεί από σπουδαίες μορφές –όπως τον Louis Prima κ.α.– όμως εδώ και 10 χρόνια περίπου σταμάτησα να αντιγράφω άλλους και βρήκα τη δική μου φωνή.
Μέχρι τώρα, ποια υπήρξαν τα καλύτερα και τα χειρότερα πράγματα που γευτήκατε ως σχήμα;
Υπήρχαν άσχημες στιγμές όταν πήγαινες π.χ. σε ένα θέατρο ή κάπου αλλού για συναυλία και έβλεπες ότι τα εισιτήρια δεν έχουν πωληθεί. Ευτυχώς δεν συναντήσαμε πολλές τέτοιες περιπτώσεις και μέχρι τώρα τα περισσότερα που κάνουμε γίνονται ανάρπαστα. Μάλιστα, μόλις ολοκληρώσαμε δύο επιτυχημένες εβδομάδες συναυλιών τα Χριστούγεννα στο Ronnie Scott Jazz Club στο Λονδίνο. Το μέρος ήταν κατάμεστο κάθε βράδυ και ο κόσμος ξετρελαθηκε με το πρόγραμμά μας! Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Άλλες εξαιρετικές στιγμές ήταν στο Blue Note στο Μιλάνο, στη Νέα Υόρκη στο Umbria Jazz festival και φυσικά στην Αθήνα όταν παίξαμε στα Blues Hall και House of Art!
Για φέτος τι έχετε ετοιμάσει για τις δύο συναυλίες σας στην Αθήνα (14 & 15 Ιανουαρίου);
Έχουν περάσει κιόλας 4 χρόνια από τις τελευταίες μας συναυλίες στην Αθήνα μέσα στις δύο δεκαετίες που ερχόμαστε, έτσι είμαστε έτοιμοι να δώσουμε μια αληθινά swingin’ παράσταση στο Gazarte! Μαζί μου έχω μια σπουδαία μπάντα, ίσως την καλύτερη μέχρι τώρα. Ανυπομονώ να σας συστήσω αυτούς τους καλλιτέχνες!
Με περισσή χαρά είδα ότι έχετε ποικίλες υποψηφιότητες, όπως για τα BBC Radio 2 Jazz Awards, Jazz Artist Of The Year, Best Of Jazz, BBC Radio 2 ‘Heart Of Jazz’ Award, ενώ στα 2007 κερδίσατε το Ronnie Scott’s Jazz Award για ‘Best UK Small Band’. Μετά από ένα μουσικό ταξίδι σχεδόν 30 χρόνων, τι έχετε αποκομίσει ως καλλιτέχνης;
Σε όλο αυτό το διάστημα κέρδισα τόσες εμπειρίες και απήλαυσα τέτοιες περιπέτειες, που δεν φτάνει η παρούσα συνέντευξη για να τα πούμε όλα. Θα πρέπει να περιμένετε για την αυτοβιογραφία μου! Το μοναδικό μάθημα που μπορώ να προσφέρω είναι να στηρίζεσαι στα όπλα σου, να έχεις όσο το δυνατόν μεγαλύτερο έλεγχο του εαυτού σου και να κάνεις αυτό που αγαπάς κι όχι ό,τι οι άλλοι πιστεύουν πως μπορείς. Κάτι τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, είναι να ακούς όλους τους παλιούς σπουδαίους. Δεν θα σε οδηγήσει σε λανθασμένα μέρη.
Ας μιλήσουμε και λίγο για την τελευταία σας δουλειά Hey Boy Hey Girl, την οποία κάνατε με την Kai Hoffman. Μήπως η χρυσή εποχή των ντουέτων επανήλθε στο προσκήνιο; Ποια ήταν, αλήθεια, η κυρίαρχη ιδέα πίσω από αυτόν τον δίσκο;
Η αρχική μου επιθυμία ήταν να παρουσιάσω κάτι διαφορετικό ως θεματική παράσταση στα θέατρα της Αγγλίας. Πάντα έτρεφα μεγάλη αγάπη σε ανάλογα ντουέτα, όπως π.χ. του Louis Prima με την Keely Smith. Αυτό θέλαμε να επιτύχουμε με τη συγκεκριμένη δουλειά. Η Kai Hoffman είναι μια θαυμάσια τραγουδίστρια. Βέβαια, αυτό είναι ένα κομμάτι της ασχολίας μου... Για το 2012 θέλω να επικεντρωθώ στο σχήμα μου και να κάνουμε νέες ηχογραφήσεις.
Πώς θα αξιολογούσατε αυτή τη δισκογραφική σας δουλειά αναφορικά με τις παλαιότερες; Ξεχωρίζετε κομμάτια για προσωπικούς λόγους;
Δεν μπορώ να σας πω ότι το Hey Boy Hey Girl διαφέρει κατά πολύ από τα προηγούμενα. Η μόνη διαφορά έγκειται στο ότι στηρίζεται σε ντουέτο ερμηνείες. Ως προς το κομμάτι, θα μπορούσα να διαλέξω το “That Old Black Magic”. Για το μέλλον τώρα υπάρχουν στα σκαριά ποικίλα σχέδια. Θα ήθελα να κάνω έναν ιταλικό θεματικό δίσκο για όλους τους θαυμαστές μου εκεί. Επίσης σκέφτομαι σοβαρά τη δημιουργία ενός blues/R&B δίσκου, μιας και κάπως έτσι ξεκίνησα.
Ας περάσουμε τώρα και σε κάτι αληθινά «πικάντικο». Εσείς, ο «νονός» του σουίνγκ, έχετε στραφεί τελευταία στον μαγικό κόσμο της κουζίνας μέσα από την προσωπική σας τηλεοπτική εκπομπή Cookin’ with Ray. Πρόκειται για τη νέα σας «εμμονή» μετά τη μουσική;
Μου αρέσει πάρα πολύ η μαγειρική! Έχουμε ταξιδέψει σε τόσα μέρη κι έχουμε γευτεί εξαιρετικό φαγητό. Είμαι συνεχώς στη διαδικασία ανακάλυψης νέων συνταγών. Πολλοί πιστεύουν ότι το βιβλίο μαγειρικής μου είναι κυρίως ιταλικής προέλευσης, όμως δεν ισχύει κάτι τέτοιο: υπάρχουν πολλά πιάτα από Νέα Ορλεάνη, Ινδία, Ελλάδα, Αγγλία και από παντού. Για μένα η μαγειρική είναι ο δικός μου τρόπος χαλάρωσης.
Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να προσθέσετε;
Νομίζω ότι αυτό που θα σας πω τα λέει όλα: σκοπεύω να παίζω μέχρι τα 85 μου χρόνια όπως ο Tony Bennett, εάν, βέβαια, η μοίρα είναι ευγενική μαζί μου!