Ο Steven Wilson είναι από τους λίγους ανθρώπους στον κόσμο που αξίζει να ζηλεύεις. Γενικώς, όλοι έχουμε την τάση να τοποθετούμε τους ανθρώπους που φτιάχνουν μουσική σε ένα σύμπαν όπου η έκφραση μοιάζει απότοκη κάποιας ημιθεϊκής έμπνευσης –συνήθως δε εντυπωσιαζόμαστε από καρικατούρες. Ο Steven Wilson, όμως, είναι πρώτα απ’ όλα άνθρωπος. Ένας τρομερά έξυπνος και μεθοδικός άνθρωπος, ο οποίος κινείται μέσα στη μουσική (είτε με τους Porcupine Tree, είτε ως ατομικότητα) και της προσδίδει τη χαρακτηριστική του διαύγεια. Αυτή τη φορά βρίσκεται στο ακουστικό του για να μας μιλήσει για τον πρόσφατο προσωπικό δίσκο του, για τις επιρροές στη μουσική οπτική του και για να δώσει τις ταπεινές συμβουλές του, ενώ δίνει και μια μικρή περιγραφή για τους Storm Corrosion…
Κύριε Wilson, είστε ένας από τους πιο πολυάσχολους ανθρώπους στη μουσική. Είστε ηγετικό μέλος των Porcupine Tree και την ίδια ώρα ασχολείστε με πολλά side projects. Πώς καταφέρνετε να ασχολείστε διεξοδικά με όλα αυτά και να κυκλοφορείτε τόση πολλή μουσική;
Η απλή απάντηση στο ερώτημα είναι ότι δουλεύω κάθε μέρα. Δεν σταματάω ποτέ να εργάζομαι, γιατί νιώθω ότι αποκόπτω κάτι από τη ζωή μου αν δεν δημιουργώ κάτι αξιόλογο κάθε μέρα. Αγαπώ τη μουσική, είμαι παθιασμένος μαζί της και το θεωρώ τρομερό προνόμιο και τιμή να δουλεύω μέσα στη μουσική βιομηχανία: είναι προνόμιο να μπορώ να ζω από το να φτιάχνω μουσική... Όλοι αυτοί οι λόγοι είναι ίσως η αιτία για την καθημερινή εργασία μου. Πηγαίνω στο στούντιο μου και περνάω καλά, δεν μοιάζει με δουλειά. Ακόμα και αν εξασκούσα κάποιο άλλο βασικό επάγγελμα, θα εκμεταλλευόμουν κάθε ελεύθερο δευτερόλεπτο για να φτιάχνω μουσική. Καταλαβαίνω ότι η συνεχής ενασχόλησή μου με πολλές κυκλοφορίες, ακόμα και άλλων καλλιτεχνών, φαίνεται περίεργη στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά δεν είναι έτσι για μένα. Γι’ αυτό και εμπλέκομαι αδιάλειπτα με διάφορες κυκλοφορίες και συνεργάζομαι με πολλούς μουσικούς.
Σας έκανα αυτήν την ερώτηση και για ακόμα έναν λόγο: η έκφρασή σας δεν έχει μορφολογικά όρια και εμφανίζει πάρα πολλές διαφορές, ανάλογα με την περίπτωση. Αυτό συμβαίνει επειδή ακόμα αναζητάτε τον καλύτερο δυνατό τρόπο να εκφραστείτε;
Όχι και πολύ... Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ο «καλύτερος τρόπος» να κάνεις μουσική. Σε τελική ανάλυση, δεν υπάρχει καλή μουσική και κακή μουσική, όσο αυτή φτιάχνεται για σωστό σκοπό. Με αυτόν τον κανόνα αποκλείεται βέβαια η πλειοψηφία της mainstream μουσικής, η οποία φτιάχνεται καθαρά για εμπορικούς λόγους... Αν βγάλεις όμως από την εξίσωση το συγκεκριμένο είδος, τότε καταλαβαίνεις ότι οι άνθρωποι φτιάχνουν μελωδίες και τραγουδούν επειδή έχουν πολύ ειλικρινείς λόγους. Προσωπικά επιμένω στην εξερεύνηση της μουσικής, εντυπωσιάζομαι από τόσα πολλά είδη και λατρεύω να συνεργάζομαι με καλλιτέχνες που έχουν διαφορετικές καταβολές. Και για μένα τελικά, όλη αυτή η συζήτηση αφορά απλώς τη μουσική. Φτιάχνω δίσκους χωρίς ειδικό προσανατολισμό και έτσι μπορεί τη μία φορά να κυκλοφορήσω κάτι ambient, την άλλη άμεσα ποπ τραγούδια ή –στην περίπτωση του Grace For Drowning– έναν progressive δίσκο με τζαζ επιρροές. Όλα είναι μέρος της ευχαρίστησης που προσφέρει η μουσική.
Ας πάμε λοιπόν στο Grace For Drowning. Γιατί επιλέξατε μια σόλο κυκλοφορία και τι ακριβώς θέλετε να πείτε με τη συγκεκριμένη δουλειά;
Νομίζω πως αυτό που προσπάθησα να επιτύχω με το Grace For Drowning ήταν να φέρω στο προσκήνιο τη μουσική μου προσωπικότητα. Στην προηγούμενη ερώτηση μιλούσαμε για το αν υπάρχει ο βέλτιστος τρόπους για να φτιάχνεις μουσική. Εδώ δεν προσπάθησα λοιπόν να λύσω έναν τέτοιο γρίφο, αλλά να δείξω τουλάχιστον τις πτυχές του εαυτού μου. Έτσι κι αλλιώς πιστεύω ότι η σόλο δισκογραφία και καριέρα είναι ο ακριβέστερος τρόπος να αποπειραθεί κάποιος να αποτυπώσει την εικόνα της προσωπικότητάς του. Ακουμπάει δηλαδή περισσότερο τις διαφορετικές πλευρές του χαρακτήρα μου. Και στους δύο δίσκους που κυκλοφόρησα με το όνομά μου, θα βρει κανείς μια προσπάθεια να συνδυαστούν οι διάφορες πλευρές μου: η επιθετική, η ψυχεδελική, η τζαζ, η noise, η ambient, η ηλεκτρονική, η τραγουδοποιία –βρίσκονται σχεδόν όλα εκεί μέσα. Είναι από τις λίγες φορές που είπα «ναι, αυτό που ακούγεται είναι ο εαυτός μου, είναι ο Steven Wilson» και γι αυτό αποφάσισα να το κυκλοφορήσω με το όνομά μου στο εξώφυλλο.
Και ο τίτλος του τι σημαίνει;
Η φράση Grace For Drowning πιστεύω πως αντικατοπτρίζει τη κατάσταση στην οποία ζούμε όλοι μας στις αρχές του 21ου αιώνα. Προέρχεται από την ιδέα ότι όλοι μας βουλιάζουμε και πνιγόμαστε από τον μοντέρνο τρόπο ζωής, το στρες, την πίεση της τεχνολογίας, την υπερ-συσσώρευση ειδήσεων. Πνιγόμαστε μέσα στις ταινίες, στη μουσική, στο μάρκετινγκ, στη γνώση, στην πολιτική, στην οικονομία, στην διασκέδαση... Πιστεύω λοιπόν πως το συναίσθημα του ότι πνευματικά πνιγόμαστε από το μπαράζ της πληροφορίας, είναι κοινό και δυνατό. Πολλοί άνθρωποι που γνωρίζω το έχουν. Αλλά την ίδια ώρα έχουμε τη δυνατότητα να βρούμε ένα μέρος ηρεμίας και ειρήνης, ένα μέρος τελειότητας και χάρης, στη μέση του καταιγισμού της πληροφορίας. Και με τη μουσική μου αυτό προσπαθώ να κάνω: να φτιάξω λίγο-πολύ μια νησίδα ηρεμίας και σκέψης μέσα στην τρέλα του μοντέρνου πολιτισμού.
Με ποια κριτήρια επιλέξατε τους μουσικούς που συνεισέφεραν σε αυτόν τον δίσκο;
Ένα από τα βασικότερα πράγματα που ήθελα να κάνω, ήταν να εμπλέξω όσο το δυνατόν περισσότερους τζαζ μουσικούς στις ηχογραφήσεις. Και το γεγονός ότι δούλεψα με τον Robert Fripp για τη μίξη και την επανακυκλοφορία του καταλόγου των King Crimson, έδρασε καταλυτικά για τις αποφάσεις μου. Όταν μάλιστα ξεκίνησα να γράφω τον δίσκο, το κεφάλι μου ήταν γεμάτο από τις μελωδίες των King Crimson, στριφογύρναγαν συνέχεια μέσα στο μυαλό μου. Και πρόσεξα το εξής στους πρώτους δίσκους τους, που με έκανε να αναθεωρήσω τον τρόπο με τον οποίον έβλεπα την έκρηξη της ποπ/ροκ μουσικής των αρχών της δεκαετίας του 1970: οι μουσικοί που έφτιαχναν αυτά τα κομψοτεχνήματα δεν ήταν εκπαιδευμένοι στην ποπ ή στη ροκ μουσική, αλλά ουσιαστικά προέρχονταν από την τζαζ, τα μπλουζ ή την κλασική ποπ. Έτσι, όλη η μουσική εκείνης της εποχής είχε την ποιότητα της εξερεύνησης και του πειραματισμού, γιατί οι μουσικοί δεν έπαιζαν σύμφωνα με τον νόμο, δεν είχαν να ακολουθήσουν κάποιον κανόνα –δεν υπήρχαν τότε σαφώς διαμορφωμένες φόρμες. Πάντα με εντυπωσίαζε για παράδειγμα το πόσο ελεύθερα έπαιζαν οι τζαζ μουσικοί τις ροκ μελωδίες. Μπάντες σας τους King Crimson, τους Yes ή τους Soft Machine αποτελούνταν από μουσικούς της τζαζ, οι οποίοι προσέγγιζαν εντελώς διαφορετικά τη δημοφιλή μουσική. Είπα λοιπόν ότι θέλω να φτιάξω ένα άλμπουμ έτσι όπως θα το έφτιαχναν τζαζ καλλιτέχνες αν κάποιος τους ζητούσε να παίξουν ροκ. Κι έτσι πρότεινα σε μερικούς τρομερούς μουσικούς να συνεργαστούμε, όπως στον Theo Travis, στον Trey Gunn ή στον Nic France. Έτσι κι αλλιώς θέλω όποιος παίζει μαζί μου να με εντυπωσιάζει, να μου παίρνει τα μυαλά. Τους εμπιστεύτηκα ειλικρινά και νομίζω ότι κίνησαν τη μουσική μου σε κατευθύνσεις που ούτε εγώ είχα σκεφτεί.
Ένα στοιχείο που σας ξεχωρίζει σε όποια κυκλοφορία εμπλέκεστε, είναι η τρομερά προσεγμένη παραγωγή. Μπορείτε να μας πείτε τρία άλμπουμ, κλασικά για εσάς, τα οποία σας εμπνέουν;
Ώ, μάλιστα! Δεν μπορώ να σας πω για άλμπουμ, αλλά για παραγωγούς. Ξέρετε, μεγάλωσα θέλοντας περισσότερο να γίνω παραγωγός παρά μουσικός, γιατί ήθελα να φτιάχνω δίσκους. Και υπήρχαν άνθρωποι που με παρακίνησαν μέσω της δουλειάς τους να γίνω παραγωγός. Η πρώτη μου ανακάλυψη, η οποία με έκανε να θέλω να φτιάχνω υπέροχους δίσκους, ήταν οι Electric Light Orchestra και συγκεκριμένα ο Jeff Lynne και ο τρόπος του να φτιάχνει απίστευτους δίσκους εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Ήταν πολύ φιλόδοξοι και επικοί δίσκοι, ενώ την ίδια ώρα παρέμεναν ποπ! Πηγαίνοντας στα 1980s, έγινα μεγάλος fan –και συνεχίζω να είμαι– του Trevor Horn, ο οποίος έκανε μερικούς από τους πιο όμορφους ποπ δίσκους και τραγούδια, σαν π.χ. το “Owner Of A Lonely Heart” των Yes, το “Relax” των Frankie Goes To Hollywood ή τους δίσκους του Seal. Είτε σου αρέσει αυτή η μουσική είτε όχι, ηχητικά πρόκειται για καταπληκτικές δουλειές. Και ο τρίτος που θα διάλεγα είναι ο Brian Wilson, όχι τόσο για τον ήχο των Beach Boys, αλλά για τον τρόπο με τον οποίον τοποθετούσε τα όργανα και τις φωνές. Ήταν τρομερή έμπνευση για μένα, ιδίως για το πώς κατασκεύαζε τις φωνητικές αρμονίες. Κι αυτό φαίνεται και στις κυκλοφορίες των Porcupine Tree, ιδίως των τελευταίων 10 χρόνων, από τις αρμονίες που φτιάχνουμε στις φωνές. Αυτό είναι βασικά αποτέλεσμα μελέτης πάνω στην ιδιοφυΐα του Brian Wilson.
Όταν έμαθα ότι επίκειται νέα κυκλοφορία σας, ήταν η εποχή που στο Λονδίνο και σε άλλες πόλεις του Ηνωμένου Βασιλείου λάμβαναν χώρα μεγάλες αναταραχές. Αμέσως μου ήρθαν στο μυαλό οι δυσμενείς κριτικές που δέχτηκαν οι Pink Floyd, στην περίοδο της ακμής τους, όταν πολλοί μουσικόφιλοι τούς κατηγορούσαν ότι απομακρύνονταν από όσα διαδραματίζονταν στην καθημερινότητα του κόσμου. Εσείς έχετε ποτέ τέτοιον φόβο, μήπως αποσυνδεθείτε από τις κοινωνικές εξελίξεις;
Πιστεύω ότι το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αντικατοπτρίσεις τις προσωπικές σου παραστάσεις και τις συνθήκες που εσύ βιώνεις μέσω της μουσικής σου. Μετακόμισα από την πόλη πριν λίγα χρόνια –ζούσα για 20 χρόνια στο Λονδίνο και είχα κουραστεί πλέον από τη ζωή εκεί. Τώρα μένω στην εξοχή και βιώνω σχεδόν την απομόνωση. Κοιτάω έξω από το παράθυρό μου και βλέπω δέντρα, άλογα, χωράφια και ποτάμια... Δεν αντικρίζω τα προάστια και τις αναταραχές. Ένας σημαντικός παράγοντας είναι το ότι μεγαλώνουμε και όσο περνούν τα χρόνια δίνουμε προσοχή σε άλλες ανησυχίες μας και σε άλλες πλευρές της ζωής. Δεν μπορείς να είσαι για πάντα ένας οργισμένος νέος... Αυτό το είδος κριτικής το υιοθέτησαν πολλοί πανκ μουσικοί, οι οποίοι εκείνη την εποχή υποτίθεται ότι εκπροσωπούσαν την άγρια νεολαία. Και τώρα μεγάλωσαν, έχουν πατήσει πια τα 50 και μερικοί δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο. Αυτά αφορούν την επόμενη γενιά. Έτσι κι αλλιώς, το ενδιαφέρον βρίσκεται στο ότι το κοινό μου δεν είναι τέτοιοι τύποι. Το ακροατήριό μου τείνει να περιλαμβάνει ανθρώπους μεγαλύτερων ηλικιών –υπάρχουν βέβαια και νεαρά παιδιά, αλλά γενικά αποτελείται από άτομα μεγαλύτερης γενιάς και περισσότερο σκεπτόμενους. Εγώ λοιπόν ευελπιστώ να εκφράσω τις δικές τους σκέψεις, τους δικούς τους φόβους, τα προβλήματά τους και τις χαρές τους. Για αυτά γράφω και πάντα από τη δική μου οπτική γωνία. Δεν μπορείς να παίζεις σαν τον καθένα, δεν μπορείς να συνδεθείς με τον καθένα. Απλά δεν είναι δυνατό.
Ως μουσικός είστε αυτοδίδακτος. Τι θα προτείνατε να κάνει ένα νέο παιδί που θέλει να φτιάξει μια μπάντα;
Να ακούει! Να ακούει μουσική! Και να μην ακούει μόνο ένα είδος μουσικής! Νομίζω ότι το πρόβλημα σε μερικούς νέους σύγχρονους μουσικούς είναι ότι όταν τους ακούς –για παράδειγμα έναν κιθαρίστα– νομίζεις ότι το μόνο που έχουν ακούσει είναι τον John Petrucci ή άλλους ταχύτατους κιθαρίστες. Και είναι τόσο βαρετό, είναι κολασμένα βαρετό: μόνο τεχνική και καθόλου συναίσθημα! Αν είσαι κιθαρίστας θα πρέπει να ακούς ποπ μουσική, κάντρι, μπλουζ, τζαζ, rock ‘n’ roll, ψυχεδέλεια, πανκ, indie. Πρέπει να ακούς τα πάντα! Και ακραίο metal! Επίσης, ένας μουσικός δεν πρέπει να μελετάει μόνο άλλους μουσικούς που παίζουν το ίδιο όργανο: ένας σαξοφωνίστας λ.χ. οφείλει να μελετά και φωνές. Ο John Coltrane, ο Miles Davis και ο Jeff Beck έμαθαν πολλά για το παίξιμό τους από τραγουδιστές. Μάλιστα, θεωρώ ότι πρέπει να μαθαίνεις από φωνές τραγουδιστών από διαφορετικά είδη μουσικής. Η ανθρώπινη φωνή είναι το πιο ευέλικτο και συναισθηματικό όργανο και ο κάθε μουσικός μπορεί να αποκομίσει πολλά από αυτήν. Η συμβουλή μου λοιπόν σε νέους μουσικούς είναι να ακούνε πολλή μουσική, να μαθαίνουν από αυτήν και να μην εστιάζουν πολύ στην τεχνική. Γιατί η τεχνική δεν θα ακουμπήσει συναισθηματικά κανέναν. Συναισθηματική επαφή υπάρχει στους ανθρώπους μόνο αν νιώσουν ότι τους μιλάς με τις νότες που παίζεις. Και μπορείς να επικοινωνήσεις περισσότερο μαζί τους αν παίξεις μια νότα με συναίσθημα, παρά αν παίξεις χίλιες με τέλεια τεχνική.
Πολύς κόσμος περιμένει εναγωνίως το αποτέλεσμα του άλλου project που έχετε με τον Mikael Åkerfeldt, τους Storm Corrosion. Θα θέλατε να μας δώσετε κάποιες παραπάνω πληροφορίες;
Το τελειώσαμε και θα κυκλοφορήσει την άνοιξη! Πριν από μερικούς μήνες θα έλεγα να περιμένετε το αναπάντεχο. Αλλά τώρα θα πω ότι αν ακούσετε το Grace For Drowning και το τελευταίο άλμπουμ των Opeth, το Heritage, θα πάρετε μια καλύτερη ιδέα για το τι κάναμε μαζί με τον Mikael. Είναι ένας πανέμορφος και φιλόδοξος δίσκος! Έχει πολλά ορχηστρικά μέρη παιγμένα με κλασικά όργανα και είναι και αρκετά επικός. Αυτά μπορώ να πω!
Σας ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη και ελπίζουμε να σας δούμε ξανά σύντομα στην Ελλάδα!
Το εύχομαι κι εγώ! Και σας ευχαριστώ! Τα λέμε!