Εκτός από εκείνο το μικρό πορτοκαλί φρουτάκι από το οποίο παρασκευάζεται θαυμάσιο λικέρ, κουμκουάτ ονομάζεται και το label που ίδρυσε το 2005 στη Ζυρίχη ο Ondrej, διακηρύσσοντας την πρόθεσή του να εξερευνήσει τις πιο βαθιές και συναρπαστικές πλευρές της ηλεκτρονικής κουλτούρας. Με αφορμή λοιπόν την έλευση μέρους του ρόστερ της εταιρείας στη σκηνή του 6 D.O.G.S. αυτό το Σάββατο 14 Ιανουαρίου, αναζητήσαμε τον Τσέχο DJ, παραγωγό και εταιρειάρχη για μια ξενάγηση στα μέχρι τώρα πεπραγμένα της Kumquat μα και στη ζωή του. Ελάτε νωρίς στο live, μας αποκάλυψε, και η θεά τύχη θα είναι με το μέρος σας...
H Kumquat καταφτάνει σε λίγες μέρες στην Αθήνα. Τι έχετε προετοιμάσει για μας, μαζί με τους Wandler & Mik Maroo;
Ερχόμαστε με καλή διάθεση! Ο Wandler θα παίξει ένα από τα εξαιρετικά του live, ύστερα από μια σπουδαία χρονιά κυκλοφοριών για την Kumquat, τη Cynosure και τη δική του Motoguzzi Records. Ο Mik Maroo τώρα είναι μεν ο resident DJ του αναγνωρισμένου κλαμπ Hive στη Ζυρίχη, αλλά ανήκει και επισήμως στο label μας, όντας μια πολλά υποσχόμενη παρουσία, που χτίζει ολοένα και πιο δυναμικά τη φήμη του, μοιραζόμενος το DJ πόστο με τοπ ονόματα κάθε Σαββατοκύριακο. Στο 6 D.O.G.S. θα παίξει μαζί μας και ο Tolis Q, ιθύνων νους της αθηναϊκής Quantized Music, ο οποίος έχει επίσης ενταχθεί στην Kumquat! Όσον αφορά εμένα, δηλώνω χαρούμενος που θα έρθω με μια τόσο ποιοτική ομάδα καλλιτεχνών, ώστε να σας παρουσιάσω τι έχει κυκλοφορήσει φέτος η εταιρεία μου. Θα αποκαλύψω δε ότι όσοι καταφτάσουν νωρίς, θα σταθούν και τυχεροί!
Έχεις ξανάρθει στην Ελλάδα ή θα είναι η πρώτη επίσκεψη;
Έχω έρθει στην Ελλάδα πολλές φορές, κυρίως όμως έχω πάει στα νησιά. Αν μιλάς όμως για πιο «επίσημη» παρουσία, αυτή θα είναι η τρίτη μου επίσκεψη, ύστερα από τα αξέχαστα gigs στην Αθήνα, στο Floral και στο Loud Mansion, και στο Terminal Club του Πύργου!
Αλήθεια, ονόμασες το label σου Kumquat από το ομώνυμο μικρό πορτοκαλί φρούτο; Ή υπάρχει κάποια άλλη ιστορία πίσω από αυτήν την ονομασία;
Λοιπόν, η ιστορία είναι εξαιρετικά απλή: μαζί με τον πρώην συνέταιρό μου στο label, τον Steve Active, αναζητούσαμε ένα όνομα που να είναι και εξωτικό, μα και εύκολο να το θυμάσαι ό,τι γλώσσα κι αν μιλάς. Καθώς είχαμε και οι δύο δουλέψει ως σεφ σε διάφορες κουζίνες στο παρελθόν, γνωρίζαμε αυτό το μικρό ιντριγκαδόρικο φρούτο και αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε το όνομά του, φτιάχνοντας το λογότυπο της KumQuat Tunes. Ήταν βασικά ένα πιάτο, με τρία κουμκουάτ μέσα σ’ αυτό!
Και πώς φτάσατε στην Kumquat, από την KumQuat Tunes;
Ο Steve ήταν ένας πολύ ενεργός παραγωγός, ο οποίος περιόδευε και σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ εγώ λειτουργούσα πιο τοπικά, ως DJ και γραφίστας. Αποφασίσαμε έτσι να φτιάξουμε μια πλατφόρμα μουσικής, την KumQuat Tunes που σου είπα, η οποία θα αξιοποιούσε τα δίκτυα του καθενός μας. Σύντομα ήρθε η πρώτη κυκλοφορία –ήταν το 12’’ Downward του Andre Absolut, σε remix του Thomas Penton– σημείωσε επιτυχία κι έτσι προχωρήσαμε. Γρήγορα κάναμε όνομα στην electro house σκηνή με τις επόμενες κυκλοφορίες μας (D-Nox & Beckers, Chris Cargo, Lützenkirchen, Khainz) και η εταιρεία άρχισε να θεωρείται «πρώτης γραμμής». Ο Steve αποχώρησε το 2007, όταν και τον αντικατέστησε ο νυν συνεταίρος μου, Gabs. Οι καιροί άλλαξαν σε εκείνο το διάστημα, τόσο ώστε η δική μου μουσική ως DJ δεν εκπροσωπούνταν πια στην KumQuat Tunes. Έτσι, πήραμε το ρίσκο να την ανακατασκευάσουμε: την μετονομάσαμε σε Kumquat, φτιάξαμε νέο λογότυπο και επικεντρωθήκαμε σε διαφορετική μουσική κατεύθυνση. Γίναμε πιο techno, κυκλοφορώντας δουλειές από καλλιτέχνες σαν τους Franco Cinelli, Jorge Savoretti, Exercise One, Freakslum, Greenbeam & Leon, Jonas Kopp, Alexis Cabrera, Prime Time, Soundexile, Tolis Q & Ad.Mark κ.α.
Μιας και μας είπες για τη ζωή σου πριν το label, ξέρω ότι γεννήθηκες στην Πράγα αλλά πήγες από μικρό παιδί στην Ελβετία, όπου και μεγάλωσες. Είχε δεσμούς με τη χώρα η οικογένειά σου ή ήρθατε ως μετανάστες από το παλιό Ανατολικό Μπλοκ;
Το 1981 ο Κομμουνισμός ήταν ακόμα αρκετά ισχυρός στην Τσεχοσλοβακία. Και οι δύο γονείς μου είχαν κάνει ανώτερες σπουδές, με αποτέλεσμα το καθεστώς να τους αντιμετωπίζει με καχυποψία, θεωρούσε ότι οι μορφωμένοι άνθρωποι δύσκολα θα ακολουθούσαν τη γραμμή του –υπήρχε κάμποση καταπίεση. Μια μέρα λοιπόν φύγαμε για διακοπές στην Κροατία και δεν επιτρέψαμε ποτέ. Τα αφήσαμε όλα πίσω και ξεκινήσαμε από το μηδέν, ως μετανάστες στην Ελβετία...
Πώς ήταν η Ζυρίχη στο ξεκίνημα των 1990s; Τι ήταν αυτό που σε ενέπνευσε να ασχοληθείς με τη μουσική;
Υπήρχε που λες ένα κέντρο νεότητας, όπου κατά καιρούς οργανώνονταν πάρτυ –μη φανταστείς με techno μουσική ή κάτι τέτοιο, παίζονταν επιτυχίες της δεκαετίας του 1980. Εγώ όμως είχα γοητευτεί από τις κονσόλες και από τους DJ οι οποίοι τις χειρίζονταν και καθόμουν πάντα εκεί κοντά, παρατηρώντας τους. Και κάθε που γινόταν κάποιο πάρτυ, πήγαινα πριν ανοίξουν οι πόρτες και έπαιζα με το σύστημα ήχου! Το 1992 όμως πήγα στο πρώτο μου rave party, ήταν η εποχή που η Ζυρίχη ανακάλυπτε την ηλεκτρονική μουσική. Και από τότε, όπως και οι περισσότεροι DJs, άρχισα να μαζεύω χρήματα για να αγοράσω τα δικά μου decks και τον δικό μου μείκτη. Μάθαινα την τέχνη του DJing στο δωμάτιό μου και έτρεχα στα δισκοπωλεία για βινυλιοκυνήγι!
Και τώρα είσαι ένας διεθνώς αναγνωρισμένος DJ, με πάμπολλά bookings και τη φήμη ότι κρατάς την πίστα σε μια διαρκή ένταση. Πώς το πετυχαίνεις αυτό;
Νομίζω ότι ο πιο σημαντικός παράγοντας σε όσα έχω πετύχει είναι πως κρατάω το μυαλό μου ανοιχτό. Δεν υπάρχουν είδη, παρά μόνο καλή και κακή μουσική –για την οποία εσύ αποφασίζεις. Έκανα το πρώτο μου gig το 1993. Τότε συνήθιζα να παίζω κάμποσο για ζέσταμα, διαλέγοντας πολλά διαφορετικά πράγματα, και σε downtempo διαθέσεις, αλλά και σε πιο ανυψωτικές, πάντα μου άρεσε αυτή η ελευθερία στις επιλογές. Εκείνα λοιπόν τα χρόνια μου χάρισαν και εμπειρία, αλλά και μια άποψη για διαφορετικά είδη μουσικής. Αυτό υποθέτω υπήρξε το «σχολείο» για μένα, εκεί γαλουχήθηκε ο τρόπος με τον οποίον παίζω σήμερα.
Γι’ αυτό λοιπόν σε βρίσκουμε να αναζητάς διαρκώς νέους ήχους και να ανακαλύπτεις πράγματα και πιο ατμοσφαιρικά και πιο χορευτικά...
Μου αρέσει η μουσική που μπορεί να λειτουργήσει υπνωτιστικά. Συνήθως, με το που ακούω κάποιο κομμάτι, αποφασίζω μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα για το αν μου κάνει ή όχι. Βέβαια κάποιες φορές πρέπει να αναζητήσεις περισσότερο την πιο σπέσιαλ μουσική. Μοιάζει σαν να σκάβεις για χρυσό, η καλή μουσική δεν βρίσκεται απαραίτητα στα διάφορα top-10. Κουβαλούσα συνήθως τέτοιο υλικό σε ένα ειδικό βαλιτσάκι και το χρησιμοποιούσα μόνο αν έκρινα ότι υπήρχε το σωστό σημείο σε μια βραδιά. Στην ψηφιακή βέβαια εποχή μας, μια διαδικασία σαν κι αυτήν έχει γίνει ευκολότερη. Πλέον έχω έναν ειδικό φάκελο στον σκληρό μου δίσκο, μπορεί να μην τον χρησιμοποιήσω καθόλου, πάντως εκεί φυλάω όλα μου τα μυστικά... Δεν μπορώ να με χαρακτηρίσω ως DJ με βάση κάποιο στιλ, αυτό γίνεται στον τρόπο με τον οποίον τα μιξάρω. Μου αρέσει άλλωστε να φτιάχνω το δικό μου ύφος παίζοντας, να βρίσκει ο ακροατής το δημιουργικό μου άγγιγμα μεταξύ δύο κομματιών, όπου θα αναδύεται ένας τρίτος ήχος. Αυτός νομίζω είναι ο τρόπος μου.
Ξαναγυρίζοντας στην Kumquat, οι κυκλοφορίες της έχουν πάντα ένα ολοκληρωμένο πακέτο: δεν είναι μόνο η μουσική, αλλά και η ποιότητα του ήχου, όπως και το σοφιστικέ «περιτύλιγμα». Γιατί δίνεις τόση προσοχή σε αυτά τα πράγματα;
Κάνω μόνος μου όλο το ντιζάιν και τα artwork μιας κυκλοφορίας, μέσω του media project μου, Triphaseproject. Θέλω κάθε κυκλοφορία να έχει έναν πιο προσωπικό τόνο, να έχει συγκεκριμένη δομή και χρώματα, να διαφαίνεται κάποιο concept. Δίνω μεγάλη σημασία στο πώς θα επικοινωνεί και οπτικά μια κυκλοφορία της Kumquat. Η ποιότητα τώρα του ήχου είναι εκείνο το κομμάτι όπου δεν δέχομαι τον παραμικρό συμβιβασμό. Γι’ αυτό και δουλεύω με ένα συγκεκριμένο παριζιάνικο στούντιο για το mastering, το Preference Mastering.
Τι θα μας σύστηνες ανεπιφύλακτα από τις τελευταίες σας κυκλοφορίες;
Οπωσδήποτε το τελευταίο μας 12’’, το Get Together EP του Wandler, με τα remixes των Jonas Kopp και Juan Zolbaran από την Αργεντινή. Είναι ένας δίσκος με ποικίλο ενδιαφέρον, ο οποίος συνδυάζει το σκοτεινό techno με το tech-house και το deep house. Έχει λάβει πολύ καλό feedback, τόσο από τα σχετικά charts, όσο και από ανθρώπους σαν τους Adam Beyer, Troy Pierce, Laurent Garnier, Ben Klock και Alexi Delano!
Σε ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου, καλώς να μας έρθετε...
Εγώ σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου στην Kumquat, ελπίζω να τα πούμε στο 6 D.O.G.S.!