Όταν του τηλεφώνησε ο Astor Piazzola για να συνεργαστούν, ο Pablo Zinger έψαχνε να βρει ποιος φίλος του έκανε φάρσα. Ήταν όμως αλήθεια και επρόκειτο για μια σύμπραξη που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό στον κόσμο του τάνγκο –παρότι, όπως παραδέχεται, αυτό ήταν μουσική μιας άλλης γενιάς όταν μεγάλωνε, όντας εντελώς έξω από τη μόδα της δεκαετίας του 1960. Τώρα, ώριμος, κατασταλαγμένος και με πλούσια διεθνή εμπειρία, ο Ουρουγουανός πιανίστας έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα (το Σάββατο 12 Νοεμβρίου στον Παρνασσό, στα πλαίσια του φεστιβάλ Γύρω Από Το Πιάνο) και με την ευκαιρία απαντάει και σε κάποιες ερωτήσεις μας...
Πρώτος σας ερχομός στην Ελλάδα, κύριε Zinger, και μάλιστα στα χρόνια της κρίσης...
Ναι, αυτή είναι πράγματι η πρώτη φορά που θα επισκεφθώ την Ελλάδα στη ζωή μου! Είμαι πολύ συγκινημένος που θα έρθω σε μια από τις σημαντικότερες κοιτίδες πολιτισμού, τη σημαντικότερη στην Ευρώπη. Όσον αφορά στην κρίση, εμείς οι Λατινοαμερικάνοι έχουμε μεγάλη εμπειρία σ’ αυτό… Η χώρα μου, η Ουρουγουάη, έχει περάσει από τρομερές κρίσεις τα τελευταία 50 χρόνια, αλλά σήμερα βρίσκεται σε μία κατάσταση αρκετά καλή και σταθερή. Ελπίζω ότι και η Ελλάδα θα μπορέσει σύντομα να ξεπεράσει τα προβλήματα.
Τι θα παρακολουθήσουμε στη συναυλία σας στην Αθήνα;
Εγώ πιστεύω σε προγράμματα τα οποία μπορούν να συνδυάσουν εξαιρετική μουσική με μια προοπτική αισθητική, ιστορική, ακόμα και αστεία και χιουμοριστική. Στο μικρό λοιπόν πρόγραμμα που θα κάνουμε στην Αθήνα μαζί με την αγαπημένη μου φίλη, την Αργεντινή τραγουδίστρια Désirée Halac, θα σας παρουσιάσουμε μια ιστορία του τάνγκο, μέσω του τραγουδιστικού τάνγκο –από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι τη μοντέρνα μορφή που του έδωσε ο Astor Piazzola, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων κομματιών πολύ γνωστών στο ευρωπαϊκό κοινό, όπως το “Por Una Cabeza”, το “Caminito” και το “El Choclo”.
Είμαι σίγουρη ότι πολύς κόσμος σας ρωτά για τη συνεργασία σας με τον Astor Piazzola. Πώς ήταν αλήθεια τα χρόνια μαζί του;
Τη δεκαετία του 1960, όταν και μεγάλωνα στην Ουρουγουάη, θαύμαζα τη μουσική του Piazzola μέσα από τους δίσκους του και το ραδιόφωνο. Βέβαια, το τάνγκο ήταν τότε για μένα μια μουσική άλλης γενιάς, σχεδόν «αντιδραστική», καθώς επέμενε να υπάρχει παρόλο που ήταν εκτός μόδας. Ο Piazzola όμως ήταν πάντα –πέραν πάσης αμφιβολίας– συναρπαστικός, ίσως γιατί ανακάτευε το τάνγκο με την τζαζ, την avant-garde, ακόμα και την εβραϊκή μουσική. Όταν λοιπόν πήγα στη Νέα Υόρκη, ξεκίνησα να κάνω τους δικούς μου πειραματισμούς πάνω στη μουσική του και προσπαθούσα να τους παρουσιάζω σε κάθε δυνατή περίσταση. Το 1987 δέχτηκα ένα τηλεφώνημα, μια φωνή μου συστήθηκε ως Astor Piazzola, εγώ όμως νόμιζα ότι ήταν κάποιος φίλος μου, που μου έκανε πλάκα, και τον προσέβαλα μάλιστα σε εκείνη τη συνομιλία. Αλλά εκείνος επέμεινε ότι ήταν ο Piazzola και, τελικά, όντως ήταν! Μου ζήτησε να διευθύνω το έργο του Tango Apasionado στη Νέα Υόρκη και λίγο αργότερα έκανα μαζί του και τον ομώνυμο δίσκο. Για ’μενα ήταν η μεγαλύτερη τιμή που θα μπορούσε να μου γίνει. Μετά από αυτό, συνέχισα να συνεργάζομαι μαζί του στις δουλειές του, από τα Adiós Nonino, Oblivion και Libertango, μέχρι τη μεγάλη του όπερα María de Buenos Aires –όταν και διηύθυνα 20 παραστάσεις σε όλον τον κόσμο– το ορατόριο Pueblo Joven και το ορχηστρικό κονσέρτο Aconcagua, αυτό σε δική μου διασκευή για πιάνο, κλαρινέτο, τσέλο και ορχήστρα.
Ήταν δική σας επιλογή να ασχοληθείτε με το πιάνο, ή ήταν οι γονείς σας που σας έστρεψαν προς τα εκεί; Ποια ήταν τα πρότυπα και οι επιρροές σας;
Τα πρότυπά μου ήταν τα αδέρφια μου, ο Mario και η Beatriz, οι οποίοι είναι 9 και 6 χρόνια μεγαλύτεροί μου αντίστοιχα και έπαιζαν πολύ καλό πιάνο όταν ήμουν μικρός! Μεγάλωσα ακούγοντας Μπαχ, Μότσαρτ, Σοπέν, Γκέρσουιν και Μπάρτοκ. Οι γονείς μου αγαπούσαν επίσης πολύ τη μουσική και στο σπίτι ακουγόταν συνέχεια το κρατικό ραδιόφωνο, με προγράμματα κλασικής μουσικής. Στα 8 μου χρόνια ζήτησα ο ίδιος να μάθω πιάνο και από τότε δεν έχω σταματήσει να ασχολούμαι μαζί του.
Προτιμάτε τελικά να διευθύνετε μια ορχήστρα ή να παίζετε πιάνο;
Όταν παίζεις πιάνο, η ευθύνη του ήχου βαραίνει μόνο εσένα, ως καλλιτέχνη. Ο έλεγχος είναι άμεσος. Είναι επίσης μια δραστηριότητα τρόπω τινά αθλητική –γιατί απαιτεί καλή φυσική κατάσταση (ασκήσεις για τα δάχτυλα και ισορροπία της χαλάρωσης και της έντασης των μυών). Η διεύθυνση μίας ορχήστρας τώρα είναι δουλειά εν μέρει του μυαλού και εν μέρει της ψυχολογίας. Το κομμάτι του μυαλού έχει να κάνει με τις γνώσεις στη μουσική: πρέπει να γνωρίζεις τη μουσική στην τελειότητά της και να ξέρεις τι θέλεις να κάνεις μ’ αυτήν. Το ψυχολογικό κομμάτι αφορά στη διαχείριση των σχέσεων με την ορχήστρα. Είναι εκείνοι άλλωστε που παίζουν και, αν δεν με αγαπούν και δεν με σέβονται, δεν θα παίξουν καλά για ’μένα.
Ποιες είναι οι σκέψεις σας για τη δισκογραφία, τώρα που μπορούμε να βρούμε τα πάντα στο διαδίκτυο;
Ακόμα δεν μπορούμε να βρούμε τα πάντα στο διαδίκτυο, αν και όντως υπάρχουν πια σχεδόν τα πάντα… Είναι ένα πρόβλημα αυτό ξέρετε για τη μουσική. Γιατί η νέα γενιά δεν μπορεί να καταλάβει ότι η μουσική –είτε αναπαράγεται από τον δημιουργό, είτε διασκευάζεται από κάποιον άλλο καλλιτέχνη– αποτελεί ιδιοκτησία του μουσικού ή/και του διασκευαστή της. Όσοι υποστηρίζουν ότι η μουσική είναι ένα χρήσιμο εργαλείο του πληθυσμού λένε την αλήθεια, αν όμως η μουσική μου ανήκει, δεν θα πρέπει να είμαι εγώ που θα αποφασίσω αν θέλω να τη διαθέσω δωρεάν στο διαδίκτυο ή να την πουλήσω; Η πραγματικότητα είναι πως οι μουσικοί κερδίζουμε πια τα προς το ζην περισσότερο από τις ζωντανές εμφανίσεις μας και από τους δίσκους που πουλάμε σε αυτές. Κι ευτυχώς τέτοια έσοδα κινούνται ακόμα σε υψηλά επίπεδα.
Ο τελευταίος σας προσωπικός δίσκος παρουσιάστηκε το 2002. Υπάρχει κάτι στα σκαριά αυτόν τον καιρό;
Προσωπικός δίσκος, ναι, έχει να γίνει από τότε. Πέρυσι όμως συνεργάστηκα με τον Ισπανό κλαρινετίστα Jose Franch Ballester και με τον Κορεάτη τσελίστα Young Song: κάναμε μαζί το άλμπουμ Piazzolla Masterworks, το οποίο και θεωρώ ως ένα από τα καλύτερα της καριέρας μου. Περιέχει την τρίο-σόλο εκδοχή του “Aconcagua”, μια σουίτα του “Tango Apasionado” και πολλές ακόμα εξαιρετικές συνθέσεις. Επίσης έχω ηχογραφήσει και πολλά live με το κουιντέτο μου Nuevo Tango Zinger Septet από τη Βαλένθια –ένα γκρουπ πολύ αγαπημένο. Σύντομα θα βγει μάλιστα ο νέος μας δίσκος, Bailongo, που ηχογραφήθηκε πέρυσι στην πατρίδα τους.
Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας! Περιμένουμε να δούμε την παράστασή σας στην πόλη μας.
Η χαρά είναι δική μου! Είμαι πολύ ενθουσιασμένος που θα μπορέσω να παίξω στην Αθήνα.